σφαλίζουν ανελέητα την ερημιά μας.
Πόση γροθιά πόση οδύνη
θέλω ακόμη,
χρειάζεται,
μέχρι να γυαλίσει πίσω μου ο ήλιος
διπλωμένος στα κάγκελα του μπαλκονιού.
-Θα πρέπει να σπεύσουμε να ξανασυστηθούμε με βάση τα νέα δεδομένα .
Γρήγορα γρήγορα.
ούτε τα χέρια να λυθούν δε θα προλάβουν
για ν’ αντικρίσουν παρθενικά οι παλάμες
τις όμορφες φλέβες τους,
τα δυνατά τους στήθη
θαρραλέα
που ορίζουν τις πόρτες.
Θάλασσες
Επίμονα γυρεύει
Το παράθυρο
Το βράδυ
να μας βρει
αντισταθήκαμε
κι ας είμαστε βουβοί από φως
για χρόνια τώρα.
Γεμάτο από θάλασσες παράθυρο
Θάλασσες που δεν κράτησαν τα μάτια
Θάλασσες ανείπωτες
Μα εσύ να κλαις,
Να κλαις
Για νά’ ναι όμορφη η πλημμύρα
2
“Death is a letter that was never sent”
IGNU, Allen Ginsberg
Να περπατάς
Να λησμονάς ταυτόχρονα
Πράξεις μεσοπαθητικές
Κομμάτια ενστίκτου
Με λίγο από στοχασμό
Εμπρόθετο το πεζοδρόμιο
Πάει
Και στα χυμένα γράμματα
Της αναποδογυρισμένης μηχανής
Με τον αναποδογυρισμένο ταχυδρόμο
«Επείγον»
Ανάμεσα στις λέξεις
Κάτω από τις σκιές των γραμμάτων που δε βιάζονται
Μπαινοβγαίνει ο σάτυρος γλείφοντας προκλητικά τις απολήξεις
Του ε του π του ε του ι του γ του ο του ν
Κοιτάζοντάς σε τόσο μες στα μάτια που αυτά δακρύζουν
Πολύ βλέμμα για να το αντέξεις
Αντιστράφηκαν οι όροι.
Παραλήπτης
Αποστολέας
ή
Αποστολέας
Παραλήπτης;
Πώς με βασανίζει αυτό το τέλος.
3
Αν για θέμα της η τέχνη
Θα έχει μια σπασμένη στάμνα
Μια μικρή ψυχή θρυμματισμένη
Με αυτολύπηση μεγάλη
Αυτό που θ’ απομείνει ύστερα από μας
Θα είναι σαν το κλάμα εραστών
Σ’ ένα μικρό λερό ξενοδοχείο
Όταν ροδίζει η αυγή τον τοίχο
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ, Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ
Δεν μου αρέσουν οι ερωτήσεις
Που ξεκινούν με τι .
Το τι κρατάει λίγο απ’ το τίποτε εξάλλου.
Ο φόβος
Για την ιδέα των πραγμάτων
-Τόσο πλατωνικό, τόσο κλισέ-
Ήρθε κι εγκαταστάθηκε μέσα μου τη νύχτα
Του αδιαίρετου 9(θα’τανε τρία αλλιώς)*
Και γέμισε η οθόνη με απόπειρες εντυπωσιασμού
Μήπως λιγάκι απαντήσω κι εγώ
Το τίποτε με λόγια.
-Δεν κατέχω και πολλά απ’ το υπαρκτό
Ώστε να πάρω θέση.-
Η θέαση
Παρετυμολογία της θέωσης
Του Είδους
Δρασκελίζει την αλήθεια του ανείπωτου.
-Γιατί μόνο ό,τι λέγεται,
Υπάρχει.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν,
Για να μη δούμε άλλες σκιές.
Και ας πονάει αυτή η ποίηση.
*αναφορά στο ποίημα “La vita Vecchia” του Χάρη Βλαβιανού.
Ανηρημένο
Βραδινή περιπολία.
Βουίζω.
Συντρίμμια τακτοποιημένα αμφιθεατρικά στην εκκωφαντική ηχώ.
Όπως τα άχυρα ή οι δάφνες στα μαλλιά μου μετά το τέλος της άνοιξης.
Ανακλώνται τρισδιάστατα στο δέρμα της θάλασσας που έπνιξε το χέρι μου.
Μαζί μ’αυτό που δεν άντεξε η αφή .
Βρέθηκε πρόσφατα στο σεντούκι του μικρού ναυτίλου*.
…
Παραμέρισε με μια λαβή τ’αυτιά του χτυπώντας τα από πίσω προς τα μπρος, ξεκινώντας το άγγιγμα απ’ το λοβό.
Το δέρμα που έδινε το σήμα έναρξης ώστε να ξεκινήσει ο χορός των θησαυρών ανάμεσα στα σκεβρωμένα βαρκάκια που ορέγονται το πέλαγος.
Ω η μαγεία της άνωσης.
*αναφορά στο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου