Ώσπου άρχισα να συγχωρώ.
Πρώτα πρώτα συγχώρεσα τη θάλασσα , που με χωρίζει απ' τις στεριές.
Τα βουνά , που στέκουν θεόρατα μπροστά μου.
Τον ουρανό, που με κρύβει απ' το θεό .
Το κρύο που με πιρουνιάζει και τη βροχή που με μουσκεύει.
Και τότε θύμωσαν.
Αγρίεψαν πολύ.
'' Ποια είσαι εσύ που τάχα άφεση μας δίνεις ? ''
Η θάλασσα σηκώθηκε να με πνίξει.
Τα βουνά τραντάχτηκαν απειλητικά.
Ο ουρανός μαύρισε τον ήλιο μου.
Το κρύο μου τσάκισε τα κόκαλα και η βροχή μούλιασε τη ψυχή μου .
Έπεσα λιπόθυμη μπροστά τους.
Σχεδόν νεκρή .
Δεν πρόλαβα να πω πως ένα τίποτα είμαι.
Άνθρωπος μικρός.
Κλωστή που σπάει.
Κόρη θεού χωρίς θαύματα.
Μα δεν πειράζει.
Με τη συνείδηση καθαρή θα φύγω.
Θα την κρατώ απ' το χέρι κι αν με ρωτήσει που πηγαίνουμε ,
σε έναν Παράδεισο θα της πω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου