Στην πόλη εδώ δεν έχει μονοπάτια
να καρτεράς να ’ρθουν οι αγαπημένοι,
να σου γεμίσουν φως τα δυο σου μάτια.
Μια λαχτάρα την ψυχή μου πλημμυράει γλυκιά ως το μέλι
Πού ξάγναντο να πάω και ν’ αγναντέψω,
αν έρχεται ο καλός ο κύρης μου απ’ τ’ αμπέλι;
Πού ξάγναντο να πάω να περιμένω
να φανείτε αδερφούλες μου, απ’ τη βρύση
με το κορμί στον πλατύ αιθέρα όλο γραμμένο;
Στην πόλη εδώ βουβοί, τυφλοί ’ναι οι δρόμοι κι όλο λύπη,
στην πόλη εδώ δεν έχει μονοπάτια,
να καρτεράς τη μάνα σου, ;άμα λείπει.
Άγιε παππού μου, εσέ πού να καθίσω
να καρτερέψω αργά τον ερχομό σου
και μες στο μούχρωμα να σε μαντέψω απά στο ζό σου;
Και τον καλό τον αδερφό απ’ τα’ αλώνι
κι απ’ το χωράφι, που εζευγάριζε όλη μέρα,
πού να πάμε να τον δούμε, άμα ζυγώνει;
Πού ν’ απλωθεί στα μάτια αντήλιο η παλάμη,
το σύντροφό σου ως πέρα να ζητήσεις
στο λόφο ή στη ραχούλα ή στο ποτάμι;
Και πού να δεις εδώ στα πέρα μονοπάτια
το γαλανό, το ηλιόχαρο παιδάκι, το ακριβό σου,
πού να το ιδείς να σου χαρούν τα μάτια;
Ποιο μονοπάτι εδώ την τρυφερή γιαγιά μπορεί να φέρει,
σκυφτή μέσα στο φως το αποσπερνό,
μ’ ένα κουκί βασιλικό για φύτεμα στο άσαρκο χέρι;
Στην πόλη εδώ βουβοί, τυφλοί ’ναι οι δρόμοι.
Πού ξάγναντο να πάω και ν’ αγναντέψω
γιατί δεν ήρθαν οι καλοί μου ακόμη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου