Ένας λαός εκφυλισμένος συνωθούνταν
Στις αγορές και στα ηλεκτρόφωνα τι να 'γιναν της γης οι αντρειωμένοι
Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ' ουρανού
*
Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκεΗ βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πέθαιναν Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες Τρώγαν πικρό ψωμί καπνίζαν φημερίδες Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ' αυτήν τη γη
*
Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώνανΆδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ Με σπασμένη ψωνή που κλαίει Κάθε φορά στη θύμησή τους Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος" της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου