Σκοτώνουν ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι.
Το δικό μας αγόρι, το παιδί του κόσμου.
Επειδή επέμενε να ζει στον κόσμο των παιδιών
και η εξουσία δε συγχωρούσε παρατάσεις στη χώρα των ονείρων.
Ήταν επικίνδυνο. ]
Αγόρι μου,
που σε μεγάλωνα με πεθυμιές κι ανάσες
κι ονειρευόμαστε μαζί στου ήλιου το κατόπι,
να ’ναι η ζωή σου ανατολή κι οι μέρες σου δοξάρι,
πώς έγινε και βιάστηκες στο λιόγερμα να φτάσεις,
χωρίς σεργιάνι στην αυλή, στου κόσμου τα περβόλια,
χωρίς αγνάντιο σε στρατί ψηλά από παραθύρι!
Αγόρι μου,
στο ματωμένο στήθος σου, στα σφαλιστά σου μάτια,
σημάδεψαν το όνειρο τ’ αβόλευτο της νιότης,
αυτό που εγώ ζωγράφιζα και θέριευε σε σένα,
να μας νυχτώσουν την ψυχή, το νου να μας φοβίσουν,
της μέρας γύρισμα ζεστό να μην αφουγκραστούμε,
γιατ’ είναι η ζωή μας μέτρημα και οι καιροί δικοί τους!
Αγόρι μου,
οργίστηκαν οι γειτονιές και πλάτυναν οι δρόμοι,
ανέσπερο φως σε έδειξαν, παιδί του κόσμου σ’ είπαν.
Πού νa ’βρω κουράγιο να τους πω, σοφία να μαρτυρήσω,
πως κάθε μέρα πέθαινες στη μοναξιά μαζί τους,
πως κάθε πρωί και μια βολή κι απόγνωση η νύχτα
γιατ’ είναι πολλοί αυτοί που ως λάφυρο θα σε πανηγυρίσουν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου