γύρω στη λάμπα τη φωτεινή.
Χτυπούσε τα πολύχρωμα και απαλά της φτερά
στο καυτό το γυαλί, στη στεφάνη.
Ζητούσε ως κορασίδα στο φως νυφικά να ντυθεί
και σ’ αυτό με πάθος στροβιλιζόταν.
Αθάμπωτο βλέμμα στο φέγγισμα, κορύφωση διπλή,
ακόρεστη μανία και θέλξη μαγική.
Χορός το φτερούγισμα στων θεών το χοροστάσι,
νύμφη των χρωμάτων να στολισθεί.
Είχε η φύση κάλλος, ασπροφορεμένη στο φως,
ζηλεμένη στο θάμπος μιας άλλης ζωής.
Διπλοφτέρουγες οι επιθυμίες και η ζάλη δυνατή
σε χρυσή κορώνα να μεταμορφωθεί.
Το πεταλούδισμα λάμπρισμα και παράδοσης ψυχής,
στην αθανασία, να έχει νόημα η ζωή.
Και ήταν μονάχη κόρη της νύχτας αλαργινή
χωρίς ταίρι στη χαρά την κρυφή.
Άραγε τι θα ένιωθε αν γνώριζε ότι και άλλες νύμφες
πεταλουδίζαν σ’ ένα άλλο έντονο φως;
*
Έστεκε μόνος, απέναντι από τον τρελό της χορό,
άναυδος με την απορία στα μάτια.
Δαψίλευε στης μοναξιάς τον πολύκλιτο ναό
τον κρυφό της υμνωδίας παρασυρμό.
Ορφάνευε στη φωταγώγηση ονείρων και προσδοκιών
στης φιλοδοξίας το περιστύλιο.
Αριθμούσε βεβαιότητες, προσθήκες και υπερβάσεις
με αυτοπεποίθηση και εγωισμό.
Με πάθος προσπερνούσε υποδείξεις και μιμήσεις
πρωτότυπες να είναι οι ορχηστρώσεις.
Με θάρρητα διαφέντευε την πρόκληση και τον πειρασμό
να ξεπεράσει τον γνώριμο εαυτό.
Δεν είχε ο κόσμος όρια και κοντινούς τερματισμούς
και η θέλησή του περιορισμούς.
Ούτε και ανάγκες ευπρόσδεκτης προσαρμογής
με διαδοχή την υστεροφημία.
Παρά μόνο άγγιστρα αναρρίχησης και επιβολής,
στην τελετή της επινόησης και της εφαρμογής.
Πεταλούδισμα ζωής το δοξαστικό της υπερβολής,
χωρίς αλαζονεία και πρόθεση αναστολής.
Γιώργος Αλεξανδρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου