Απ’ τα πόδια μ’ έσυραν και τον λαιμό μου έδεσαν.
Μια σκουριασμένη αιωνιότητα τις καρωτίδες μου εξωθούσε.
Στα μηνίγγια μου το αίμα μου μιλούσε
λέξεις που δεν θα μου συλλάβιζε ποτέ κανείς.
Με τσακισμένα γόνατα κι αγκώνες
έγλειφα από έναν κουβά νερό
που από καιρό είχε πεθάνει.
Με της γλώσσας μου την άκρη στράγγιζα
επιβίωση, ανακατεμένη με ψόφιες μύγες,
αναποδογυρισμένα έντομα,
τρίχινους σβόλους που έφερνε ο αέρας.
Συριγμοί μου σκίζανε τα σπλάχνα
μέχρι που ’μαθα ότι για να τους δώσω τέλος
το κεφάλι κι άλλο έπρεπε να σκύψω, σανό να καταπιώ.
Με ξεραμένα χόρτα ανόητα
ανάθρεψα την ύπαρξή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου