Ο κόσμος ανάποδα: ένας ουρανός από
χορτάρι και χώμα, το έδαφος αλλού
διάστικτο απ’ τις ουλές άστρων, αλλού
αδιαπέραστο απ’ το μάτι. 0 κόσμος
ανάμεσα: πουλί και θηλαστικό, ποντίκι
και σκύλος, κι ακόμα καρπός σκοτεινός
σε βαρύ κλαδί, τα μάτια της ανοιχτά
σαν στοές στον ύπνο των άλλων.
Όταν ξυπνά, φοράει τα μαύρα γάντια της,
τεντώνοντας τη νύχτα ως τα ακρόνυχά της,
μετρώντας την έκταση των υπέργειων
καλωδίων, χτυπώντας την πόρτα του Γκόγια
με τον απερίγραπτο ήχο του μανδύα της:
ένα φτερούγισμα από στιλπνό σάβανο
κάνει το ρολόι να χτυπά συμβολικότερα,
την πένα να σταματά παγωμένη στο χαρτί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου