Κρατούσα μια λάμπα και κατέβαινα
τη σκάλα, έπρεπε ν’ ανακαλύψω ποιος είμαι, τι είχα κάνει στο παρελθόν,
και το σπίτι πώς έστεκε ακόμα, αφού εμείς είχαμε κάποτε γκρεμίσει όλους
τους τοίχους, για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν,
……στο βάθος, σακάτηδες χωρίς χέρια
παίζαν την τύχη μου στα χαρτιά, ο Ιησούς των μεθυσμένων περνούσε το
βράδυ μες στα θαμπά φανάρια, κι έπαιρνα από πίσω το φονιά σκουπίζοντας
τα ίχνη του πάνω στο χιόνι, γιατί τώρα ήξερα,
……κι η γυναίκα, όταν πήγα να την αγκαλιάσω, έκανε μια μικρή κίνηση και μπήκε σε μια δική της πόρτα, κλειστή, αφήνοντας με έξω.
……Δώσε μου, Κύριε, να ‘μαι νεκρός και μεθυσμένος.
……Άσε μου μόνο τ’ άστρα, που ήταν το ίδιο φιλικά ακόμα και στους δρόμους που πυροβολούσαν.
========================================================================
Ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας, η μητέρα είχε ντυθεί στα μαύρα,
φορούσε και το καλό καπέλο της με το βέλο, «δεν έπρεπε να μας το κάνει
αυτό ο Θεός» είπε, στο βάθος χλωμοί άντρες στήναν τη μεγάλη σκηνή του
τσίρκου,
……«γύρισε σπίτι, είναι αργά», «ποιο σπίτι;» είπα κι αγκάλιασα το φανάρι του δρόμου,
……η μικρή ξαδέλφη όπου να ‘ναι θα
πέθαινε, την έσπρωξα πίσω απ’ την ντουλάπα, «σ’ αγαπάω» έλεγε, μα εγώ
την έγδυνα κιόλας σαν πόρνη — κι όταν τη θάψαμε, εγώ έμεινα για πάντα
εκεί, πίσω απ’ την ντουλάπα, μισοφαγωμένος απ’ τα ποντίκια,
……κι ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας,
……οι τροχαλίες γρύλιζαν καθώς ανέβαζαν το πρώτο ρολόι στη στέγη του σταθμού,
……κάθισα στην άκρη του δρόμου, τόσο θλιμμένος, που οι τυφλοί μ’ έβλεπαν.
======================================================================
Τα παιδιά κοιμόντουσαν ωχρά,
δαγκωμένα απ’ τα γαβγίσματα του ταξιδιού, τα χωράφια ήταν ξέσκεπα και η
μέρα τόσο γαλάζια, ο οδοστρωτήρας αγκομαχούσε τυραννισμένος απ’ τις
μύγες, στις άγρυπνες νύχτες μου μάρτυς μονάχα ο Θεός κι η πεθαμένη
υπηρέτρια, που ακούγοντας ένα περαστικό κουδούνι σηκώθηκε απ’ τον τάφο
της ν’ ανοίξει.
……Και είδα ότι είχα φτάσει σε ακτές ουράνιες, ναυαγισμένος μέσα στα παπούτσια μου.
……Τώρα, κάθε φορά που θα δω μια
σκάλα κάθομαι χάμω και κλαίω, γιατί ξέρω πως δε θα ξαναβρεθώ — κι έραβα
τις πληγές μου για να μη χαθεί ο θησαυρός που μου εμπιστεύτηκαν, για να
γεννήσω έναν ακόμα στεναγμό, για να με συχωρέσει ο άνθρωπος που ασέλγησε
πάνω μου, μην ξέροντας πώς αυτή είναι η δύναμη μου, σαν τις μηλιές που
ανθίζουν όταν ακούσουν το λάλημα του τρελού.
……Όταν τέλος αποφάσισα να παραδοθώ, έφερα μεγάλες αγκαλιές άχυρο και σκέπασα τα ίχνη μου,
……γι’ αυτόν που ερχόταν πίσω.
======================================================================
…Όσο θυμάμαι τη ζωή μου, δεν είχα τίποτα δικό μου, έξω απ’ το φόβο, κι ένα τουφέκι, που, νύχτα, με σημάδεψαν μ’ αυτό.
……Σιωπή. Οι νεκροί ας μας συχωρέσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου