Μόλις πέθανα, βγήκα απ’ το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το
σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλεγε το παλιό τραγούδι
των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολούθουσαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού
να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χέρια των τυφλών, που εντούτοις άναβαν τη
λάμπα,
……ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα
παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω
στα φορεία κείτονταν μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
……όταν τέλος έφτασα στο σταθμό,
είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ’ άγγιζες θα ράγιζα,
αφήνοντας να φάνεί ο θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε
να κάνουμε ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την
υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
……φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη
να καταθέσει, αλλά δεν είχανε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό
κουδούνι ήταν πιο μακριά κι απ’ τους νεκρούς κι ο άμαξας των παιδικών
καιρών έξω απ’ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμαρωμένα άλογα.
==================================================================
…Η παιδική ηλικία μου γλίστρησε
ανάμεσα σε παλιά ερμάρια, οι αμαξάδες βλαστημούσαν καθώς παίρνανε τη
στροφή, αργά, λυγισμένοι απ’ τη σκόνη κι η κοιλιά μου σκουλήκιαζε από
αναρίθμητες πείνες.
……Στο υπόγειο ονειρευόταν το
ραχητικό παιδί, εγώ πίστευα στους πλανόδιους οργανοπαίχτες, που η
δυστυχία τους είναι πιο ουράνια κι απ’ τους ουρανούς, πλαγιάζοντας με
γυναίκες κωφάλαλες, για να μη χάσω ούτ’ έναν ήχο απ’ τους στεναγμούς που
άκουγα γύρω μου.
……Σε τι χρησίμεψαν, λοιπόν, οι
αμαρτίες μου; Έβρεχε και κανείς δε μ’ άκουγε, μονάχα ο κούφιος αντίλαλος
απ’ τους σταύλους, εκεί που είδα το γέρο, καθόταν στο βρεγμένο στρώμα
κι έκλαιγε, ζητώντας να του δωσουν την κούκλα του — τότε κατάλαβα πως
δεν είμαι μόνος, και πως όταν θα ‘ρθει η μέρα της Κρίσεως, εγώ θα έχω
όλο το χρυσάφι να πληρώσω.
……Το τέλος ήταν απροσδόκητο, με τον
καπνό να μου γνέφει πάνω απ’ το σταθμό, με τους τρελούς που ψάχνανε για
ένα μικρό κομμάτι κιμωλία κι εκείνους τους χλωμούς άντρες με τα τύμπανα
που φτάνουν όταν δεν υπάρχει έλεος πια.
……Κι ύστερα, όταν βράδιασε, άδειασα
τα παπούτσια μου απ’ όλους τους δρόμους κι έπεσα να κοιμηθώ, ενώ τα υγρά
σιωπηλά χωράφια ταξίδευαν με τους τυφλοπόντικες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου