Στους φίλους
Άνοιξαν οι πύλες
απροσδόκητα,
όμως χωρίς βιάση καμιά,
βουβές∙
–μόνον οι πιο ευαίσθητοι άκουσαν κάτι,
σαν πτώση εντόμου, στο δάπεδο, νεκρού∙
και διάβηκεν η συντροφιά μας.
Βήματα σταθερά, καθαρά περιγράμματα,
μέταλλα στα μάτια
εμείς, σταθήκαμε στην αγορά – οι έμποροι είχαν φύγει∙
κάτι περαστικοί συνάχτηκαν σ' ένα γύρο σκοτεινό.
Ο πιο λαμπρός μας πάει μπροστά και λέει:
«Τώρα ο τρομερός χαλκός των σαλπίγγων θα ηχήσει,
αποσύρεται το τίμιο βάρος μας
κι απ' τον φτωχό τελώνη κι από τον φαρισαίο∙
ωραίοι άνθρωποι, η ζωή σας δεν είχε τόπο για μας,
ήταν πιο μικρή από μας, αφού δεν έχει πίστη
να πολλαπλασιάζεται, να διαρκεί
ή ν' απατά
και δεν αντέχει στον καθρέφτη.
Δεν έχει αγνότητα και σαπίζει
θεούς δεν έχει μήτε καν να τους πυροβολεί
μήτε φως αγάπης άπτεται αυτής∙
Αποσυρόμαστε νικώντας –νικώντας;»
Ήταν η φωνή του ένας ρυθμός κυκλικός,
αδιάκοπος, απαλός
τρομερός,
διαπερνούσε το κάθε τι:
ήταν για τη γη και για τον ουρανό.
Κάποιοι κίνησαν ναρθούν
να προστεθούν στη συντροφιά μας
«Μη μας εγγίζετε
μη μας ακολουθείτε
μη μας βλέπετε
μη μας ενθυμείσθε.
Είμαστε ανεπανάληπτοι.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου