Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Ο διάβολος με το κηροπήγιο (απόσπασμα)

Καμιά φορά εκεί που μιλάω, λύνομαι, ξαφνικά, στα γέλια
γιατί εγώ πέθανα δώδεκα χρονών. Θυμάμαι, με λεπτομέρειες, την κηδεία,
ο πατέρας έπινε, η μητέρα θρηνούσε, ο μεγάλος αδερφός είχε πάει στον
κινηματογράφο
κι εγώ, κακομοιριασμένος, μες στο φέρετρό μου, συλλογιζόμουν το βρα-
δινό οικογενειακό συμβούλιο
και την άσεμνη στάση που μας είχαν βρει με τoν ξάδερφό μου.
Γι' αυτό, σας λέω, να μπορούσε να σηκώσει κανείς, μια νύχτα, όλη τη λη-
σμονιά
απ' τα φτωχά καπέλλα, να ζήσει τρώγοντας τις γάζες στους παλιούς
σταθμούς,
να φτιάξει μια πολυθρόνα για τα εγκαταλελειμμένα μήλα,
ή να κλάψει τόσο που να κουδουνίσει, ξανά, το μικρό ρολογάδικο του παπ-
πού - και πες στους φίλους μας
που έχασαν την αιωνιότητα, μονάχα εκείνοι που έπαψαν να τη θυμούνται...
Τώρα, οι κρεμασμένοι ανεβαίνουν με το ασανσέρ, κανείς δεν τους προσέ-
χει, κι η γριά ψαρεύει μες στις φακές της
παλιούς πνιγμένους. Και, καμμιά φορά, κάποιος αργοπορημένος, τη
νύχτα, βλεπει μέσα σ' ένα ξεκοιλιασμένο σκυλί
τις περγαμηνές με τους τίτλους μας.   E'

  ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ, Κύριε, να μιλώ, στερεωμένος με σύρματα μέσα στην τεφροδόχη, να παραδίνομαι χωρίς να μου το ζητούν. Και μόνο οι νεκροί μπορούν ν’ αντέξουν τόση αφθονία πραγμάτων αφού πια δεν τα χρειάζονται – βήχοντας από φθόνο, με μισό πανωφόρι, καφετί, σαν τα τραίνα της θείας Ελένης, τις νύχτες ακούγαμε τις πυροσβεστικές αντλίες που έτρεχαν δαιμονισμένα, πολλοί είχαν μαγκωθεί ανάμεσα σε τόσα απλά πράγματα και πέθαιναν αβοήθητοι, άλλοι είχαν καρατομηθεί καθώς έσκυβαν να βρούνε τα παπούτσια τους έναν ολόκληρο χρόνο, μάλιστα, ήμουν ανήσυχος για μια φτωχή αλατιέρα, μαύρη απ’ τη λίγδα ή τα κακά προαισθήματα, «τι να κάνουμε, Ιλιούσα», λέω, και ρίχνω ένα σάλι στους ώμους μου, τάχα πως δεν έγινε κανένα έγκλημα εδώ, τόσο μοναχός ώστε ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να βγάλω απ’ την τσέπη μου τέσσερις ή δώδεκα άμαξες, τόσο άγνωστος για να με βρουν και να μου τις πάρουν πίσω.

Φορτηγά γεμάτα καταδίκους διάβαιναν τραντάζοντας τη γέφυρα, γεγονότα παλιά ξεχασμένα στέκονταν στις γωνιές, σαν τους μονόφθαλμους έξω απ’ τα φαρμακεία – ποιος πρόδωσε; ποιος μπήκε στο λεωφορείο; ποιος δεν ξέχασε! Όλα συγκεχυμένα, με μόνο τον αλέκτορα να θυμάται κάθε πρωί την καταστροφή που αρχίζει. Κι όταν με φωνάζουν, γυρίζω απλώς από κακία διαιωνίζοντας την ψευδαίσθησή τους.

Θυμάμαι, μια νύχτα, περπατούσα στους έρημους δρόμους – φυσικά, όλα τέλειωσαν στο αστυνομικό τμήμα, παρ’ όλο το κρύο, γιατί στο κακόβουλο εστιατόριο που μπήκα να πιω μια ζεστή σούπα, όταν ήρθε η στιγμή να πληρώσω, έβγαλα απ’ την τσέπη μου την άδεια κουβαρίστρα της μητέρας – ενώ έπρεπε να μου δώσουν και ρέστα οι άθλιοι!

Παλιοί καλοί μου σύντροφοι, θαμμένοι πρόχειρα, σαν να ‘ταν να τη βγάλει κανείς για ένα βράδυ, ο Ηλίας «ο νερόβραστος», ο Θωμάς με την κλεμμένη γούνα κι ο δύστυχος ο «Αμήν», θρησκόληπτος, όταν ξεψύχησε, κάτσαμε πλάι του, το παντελόνι του φούσκωνε απ’ τη βαριά βουβωνοκήλη, ο δύστυχος ο Αμήν είχε να δει γυναίκα απ’ τον καιρό των πρωτοπλάστων – σύντροφοι καλοί μου, φύγατε τόσο απλά, σαν τον αγράμματο χωρικό που λέει ένα ακατάληπτο Πάτερ ημών κι όμως ο καπνός ανεβαίνει.

Η αληθινή ζωή μας, σκέφτομαι καμιά φορά, παίζεται πίσω απ’ τον τοίχο και το έγκλημα ήταν από καιρό προμελετημένο – δεν έλειπε ούτε η υπόσχεση, ούτε ο χλωμός νοικάρης, ούτε ο άφωνος δρόμος με τα κλειστά μαγαζιά, δυστυχισμένος κόσμος, δε θα μάθει ποτέ τι έγραφε αυτή η πανάρχαια χαμένη σφραγίδα και πως μια ομπρέλα είναι κι εκείνη ένα φάντασμα που δε συγχωρεί.

Φίλοι μου, που νύχτες ολάκερες μιλούσαμε για τις τύχες του κόσμου, ανάμεσα στις μικρές παύσεις της συνομιλίας μας ήταν, ίσως, ό,τι κληροδοτήσαμε στους άλλους – ακατόρθωτο για να επιζήσει, και τόσο οικείο ώστε να προσπερνάς χωρίς να το βλέπεις, σχεδόν.

Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια. Οι άρρωστοι περίμεναν ν’ ανοίξει το παλιό ξυλουργείο, εγώ προτιμούσα ν’ ανεβαίνω στη σοφίτα, εκεί έμενε ο τυφλός με τους σπάγκους ενώ κάτω οι ένοικοι φαντάζονταν πως ζουν. «Θα σου καθίσω», έλεγε η άσχημη γυναίκα, «αλλά βάλε μου μια πετσέτα στο πρόσωπο», σκοτεινή, αδιαπέραστη, υγρή όλη από πάνω ως κάτω σαν ένα μεγάλο νόημα, κι όταν ο Χρυσόστομος βρόμισε απ’ τη γάγγραινα, εκείνη στάθηκε στην πόρτα κι έδιωχνε τα σκυλιά – μια νύχτα, μάλιστα, αλλά τι να τους απαντήσεις, «ληστές», φώναξα, κόσμος πηγαινόρχονταν, έκλαιγαν ή έβαζαν στοιχήματα αφού υπάρχει πάντα ένα μαύρο άλογο εκεί που δε βλέπεις τίποτα, και το αλκοόλ έχει κι εκείνο την πέτρινη φτερούγα του.

Α, ήταν μεγάλες εκείνες οι μέρες, τα πλήθη τρέχανε στους δρόμους, η εξέγερση έριχνε πάνω απ’ την πόλη μια σκάλα, σαν την προσευχή, μέρες σαν ένας λαός από κεριά σκορπισμένα κάτω στην άσφαλτο κι εμείς που ζήσαμε δεν έχουμε τώρα τα σπίρτα παρά μόνο για τα τσιγάρα μας.

Θυμάμαι εκείνον τον φτωχό ανθρωπάκο στη γωνιά, κρατούσε ένα πτυελοδοχείο πάνω στο πρόσωπό του για να πηγαίνει άδολος κι οι υπνοβάτες περπατούν στην άκρη της στέγης, χωρίς να πέφτουν, αφού άλλος κρατάει το λογαριασμό. Σαν τα πουλιά που είναι εχέμυθα για να μας σκοτώνουν καλύτερα.

Όλα τόσο απίθανα, Θεέ μου: σαν μια πέτρα δίχως μυστήριο ή σαν αυτόν που ξαναβρίσκει το χαμένο νόμισμα μες στον σπαταλημένο καιρό. Οι ταξιδιώτες κρατούν λίγα λουλούδια στις βιαστικές κηδείες των σταθμών, ενώ οι ζητιάνοι τρέχουν, για λίγες δεκάρες, πίσω από ξεχειλισμένα ρούχα. Ω, αν είχα δικό μου ένα μόνο τηλεφωνικό θάλαμο ή μια πιο καθαρή οδοντοστοιχία, ίσως τότε πολλά εγκλήματα θα ‘χαν αποφευχθεί, ή έστω επισημανθεί εγκαίρως. Τ’ άλλα θα μείνουν άγνωστα – σαν ένα άξαφνο κουδούνισμα από κάποιον που ‘χει κιόλας απομακρυνθεί μια μυρωδιά θαμπή που χάθηκε πριν προλάβεις να θυμηθείς, λίγος αχνός απ’ το παιδικό τσάι που τόσες θεομηνίες δεν μπόρεσαν να τον σκορπίσουν ακόμα.

Ω, αν είχα τη δύναμη, θα έφτιαχνα ένα χέρι στο δρόμο για τους τυφλούς ή εύκολα αινίγματα για τους κουρασμένους, θα έφτιαχνα ένα φλύαρο κοιμητήρι που να μας διηγιέται το βράδυ τα παλιά ή θ’ αέριζα τα σεντόνια όπως σ’ ένα ναυάγιο. Είμαι, λοιπόν, ξεγραμμένος σαν το θαύμα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιη τη ζωή…




 ========================================
  • Κι ίσως τα εικονίσματα ν’ άγιασαν επειδή δεν μπορούν να ξεφύγουν.
  • Δώσε, λοιπόν, Κύριε, σε κάθε βιβλίο να υπάρχει μια σελίδα σκισμένη.
  • Τώρα, πριν φύγω, θα θελα ν’ ακουμπήσω μερικά σπίρτα στο κομοδίνο γι’ αυτόν που με φόβισε στο δρόμο, να πιω έναν καφέ με το περαστικό σκυλί χωρίς να με μαρτυρήσει, να δώσω λίγο χρόνο στα κορίτσια που τα μάλωνε η μαμά-Τερέζα, όταν αργοπορούσαν στα δωμάτια, να σκεπάσω το πρόσωπό μου με βαριά πολυκαιρισμένα υφάσματα, αφήνοντας το ένα μου μάτι ανοιχτό σαν αφηρημένο νοσοκομείο.
  • Υπάρχουν, αλήθεια, χιλιάδες τρόποι να κερδίσει κανείς τη ζωή του μα ένας μόνο για να τη χάσει.
  • Γι’ αυτό, σας λέω, να μπορούσε να σηκώσει κανείς, μια νύχτα, όλη τη λησμονιά απ’ τα φτωχά καπέλα, να ζήσει τρώγοντας τις γάζες στους παλιούς σταθμούς, να φτιάξει μια πολυθρόνα για τα εγκαταλελειμμένα μήλα, ή να κλάψει τόσο που να κουδουνίσει, ξανά, το μικρό ρολογάδικο του παππού – και πες στους φίλους μας πως έχασαν την αιωνιότητα, μονάχα εκείνοι που έπαψαν να τη θυμούνται..
  • Φτωχή ανθρωπότητα, δεν πρόφτασες ούτε ένα μικρό κεφάλαιο να γράψεις ακόμα [..]
  • Κι ύστερα, κάθε φορά που κάποιος μπαίνει στη ζωή σου, είναι σα να σου παίρνει μια ακόμα βελόνα γραμμοφώνου, ώσπου, τελικά, πρέπει να τραγουδήσεις μόνος σου..
  • [..] κι ίσως, για να βγάλεις φτερά, φτάνει ν’ ακουμπήσεις σ’ έναν τοίχο και να σκεφτείς πόσο λίγο θα ζήσεις – έτσι άρχισαν τα πουλιά..
  • [..] – ώσπου ένα μικρό, τυχαίο άστρο μου παιρνε και το τελευταίο επιχείρημα πως δεν είναι ωραίος ο κόσμος!
  • Όταν, τέλος, πήρα την απόφαση να ξεκινήσω, ήταν αργά. Όλες οι ομηρικές περιπέτειες είχαν από καιρό τραγουδηθεί, δεν έμεναν παρά τα λιγοστά φανάρια με το κίτρινο φως κι η νοσταλγία ενός κόσμου έξω απ’ τον κόσμο.
  • Τόσα πράγματα, αλήθεια, και κανείς δεν τα βλέπει – πώς να τ’ αντέξεις μόνος σου  και το όνειρο ή η αυταπάρνηση, η θυσία ή ο οίχτος, σαν τους φτωχούς συγγενείς που τους αφήνεις να σε κλέβουν, για να νιώθεις πιο πλούσιος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.