Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Νυχτερινός επισκέπτης (αποσπάσματα Β)

.Άντρες με μακριές λόγχες κρατούσαν ακόμα και την αναπνοή μας μακριά απ’ το στρωμένο τραπέζι. Μα εκείνον, που τόλμησε και προχώρησε, τον κάρφωσαν και τον σήκωσαν ψηλά, ……..πάνω απ’ όλους τους συνδαιτυμόνες.


==============================


 Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα ‘πεφτε μπροστά του να τελειώνει. Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ’ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ’ τ’ όνειρο. ……Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δυο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες, ……ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.

==============================

 Απ’ τον πατέρα μου κληρονόμησα αυτό το δυστυχισμένο χέρι κι απ’ τη μητέρα μου ένα μεγάλο φτερό, από κείνα που έβγαζε απ’ την ψυχή της και τα κάρφωνε στο αστείο καπέλο της — είναι από τότε που τις νύχτες η παλιά ντουλάπα ανοίγει μόνη της και βγαίνει η λαιμητόμος, εγώ παλεύω μαζί της, παίρνω τον μπαλντά και την κάνω κομμάτια, ύστερα καταπίνω τις σανίδες για να μην τις βρουν, πολλοί ναυαγοί σώθηκαν έτσι. ……Χρόνια έζησα τρέμοντας τις πόρτες, ώσπου μάζεψα τα χαρτιά μου, τις τύψεις μου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθμό είδα πάλι εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα. ……Από τότε έμεινα για πάντα στην Κόλαση.

===============================


 Κανείς δε θα μάθει ποτέ με πόσες αγρυπνίες συντήρησα τη ζωή μου, γιατί έπρεπε να προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή απ’ την καταχθόνια δύναμη, που κρατούσε αυτήν την αδιατάρακτη τάξη, φυσικά, όπως ήμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες με κούραζαν, προτιμούσα, λοιπόν, πλαγιασμένος να βλέπω κρυμμένο το μυστικό που φθείρουμε ζώντας, και πώς θα επιστρέψουμε με άδεια χέρια ……και συχνά αναρωτιόμουν, πόσοι να υπάρχουν, αλήθεια, στο σπίτι, καμιά φορά, μάλιστα, μετρούσα τα γάντια τους για να το εξακριβώσω, μα ήξερα πως ήταν κι οι άλλοι, που πονούσαν με γυμνά χέρια, άλλοτε πάλι έρχονταν ξένοι που δεν ξανάφευγαν, κι ας μην τους έβλεπα, έβλεπα, όμως, τους αμαξάδες τους που γερνούσαν και πέθαιναν έξω στο δρόμο, ……ώσπου βράδιαζε σιγά σιγά, κι ακουγόταν η άρπα, που ίσως, βέβαια, και να μην ήταν άρπα, αλλά η αθάνατη αυτή θλίψη που συνοδεύει τους θνητούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.