σαν δυο μικρά έντομα πιασμένα,
στην πελώρια αράχνη του φεγγαριού.
Κάθε τόσο ακουγόταν πυροβολισμοί στο βάθος.
-Μα δε βλέπεις, χαθήκαν όλα. Φύγε! Είπε εκείνη.
Ο άντρας φόρεσε το κράνος του. Δε μίλησε.
-Λυπήσου τη ζωή σου, του ξανάπε. Σ’ αγαπώ!
Και πάλι ο άντρας δε μίλησε.
Τη φίλησε βιαστικά και χάθηκε μες στο σκοτάδι.
Πολεμούσε.
Τον ξαναντάμωσα έπειτα από χρόνια.
Έβγαινε με τα χέρια στις τσέπες από να σφαιριστήριο.
Με γνώρισε.
«Παρά λίγο να σκοτωθώ τότε» είπε
«Τώρα πάνω σ αυτά τα ξύλινα ανθρώπινα ομοιώματα
προσπαθώ να σκοτώσω ότι απόμεινε από μένα.» Γέλασε...
Κι ύστερα μ έναν άλλο τόνο-σχεδόν εκδικητικό:
«Μου δίνεις πενήντα δραχμές;;; ξέρεις,
έχω δυο χρόνια να κοιμηθώ με γυναίκα.»
Και θυμήθηκα εκείνη τη ραγισμένη φωνή
μέσα στην παγωνιά του φεγγαριού..
«Λυπήσου τη ζωή σου. Σ' αγαπώ !!!»
Και πέφταν πυροβολισμοί και δε μας σκότωναν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου