Εσύ ήσουν η αγάπη. Ίριδα ανοιχτή, απ' το πορτοκαλί
ως το χρυσό κι ως τ' άσπρο που τυφλώνει,
δρασκελώντας κρεμαστά νερά και κρυφά στερεώματα,
έρημη μεγάλη νύχτα, πάνδημο μεσημέρι.
Μαλλιά – ποτάμια που με πνίγατε
η γη κι ο πυρωμένος σπόρος της βαθιά,
ο ουρανός κι η αφανέρωτη όψη του,
μισό κι ολόκληρο του φεγγαριού,
φέξη και χάση του κόσμου.
Η προσευχή κι εικόνισμα για προσευχή,
ασήμαντα χαμένα λόγια την ώρα της καταστροφής,
τρίξιμο της θύρας για ζωή και για θάνατο.
Ναι ή όχι: κι υπάρχεις, δεν υπάρχεις.
*
Εσύ που ήσουν η αγάπη, πες μου τώρα πώς σταματούνε
το μυαλό, πώς το σκοτώνουν.
Ω μονοκύτταρο απολιθωμένο στο νεκρό σημείο,
κλειστό στο ναρκωμένο τείχος∙
και τ' αυλάκι για το αίμα κομμένο∙
κι η φωνή, αγέρας που ζει και φέρνει τον άνθρωπο στον άνθρωπο, φευγάτη∙
κι ο χτύπος της καρδιάς, ένας ρυθμός στ' ανώνυμο ρολόγι
και το κορμί απονευρωμένο κι η σάρκα στο έλεος της βροχής.
Ένα μάτι, γι' αυτό που λένε φως∙ τ' άλλο για το σκοτάδι.
Ο ήλιος, πυρωμένο τρελό πορτοκαλί
κι η νύχτα, μαύρη κυκλοδίωκτη αμμουδιά όπου βουλιάζεις.
Η θρέψη, η πέψη, ο ύπνος.
Οι άλλοι: τα διπλανά μονοκύτταρα, στη σειρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου