Παραμονή Χριστούγεννα, βαρυχειμωνιά. Στα βουνά το χιόνι έφτανε το ένα μπόι.
Αρμενίζαμε ώρες∙ φυσούσε δυνατός γρεγολεβάντες και ο καιρός σταυρωμένος από τον βορρά. Τέλος, βγήκαμε στη στεριά, σε μέρος ευλίμενο.
Κι αφού βαδίσαμε πολλή ώρα ξεχιονίζοντας με φτυάρια και αξίνες εδώ κι εκεί, φτάσαμε στο ναό.
Μέσα στο ναό, απρόσμενα ολωσδιόλου, μας υποδέχτηκε η γλύκα μιας φωτιάς.
Ήταν εκεί, γύρω στη φωτιά, ο κυρ Αλέξανδρος οι τρεις αιπόλοι κι αυτοί που είχαν φτάσει από σταβέτ∙ και οι άλλοι που το καράβι τους ο καιρός το γύρισε από το Αγιονόρος.
Ο κυρ Αλέξανδρος πάντα σκυμμένο το κεφάλι∙ και σα θλιμμένος, καθώς μου φάνηκε στο αντηλάρισμα της φωτιάς. Μια στιγμή μονάχα που ψιθύρισεν «ξυλάρμενοι, πάλι, ξυλάρμενοι».
Θα 'ταν τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και όπως ο αέρας είχε σταθεί λιγάκι, εγώ που χρόνια είχα να διακονήσω τα θαύματα,
μήτε μπορούσα να βλέπω το άνθος του γιαλού γιατί αθώος δεν ήμουν άλλο για να αισθάνομαι τα μυστικά του κόσμου αυτού,
ένιωσα ξαφνικά τους ίσκιους γύρω στη φωτιά να γίνονται, εκείνη των αγραυλούντων η τοιχογραφία.
Και μολονότι είχα ξεχάσει όλες τις προσευχές, παρακάλεσα να έχω κοντά μου κάτι για προσάναμμα∙ για να ζεστάνω τα χρόνια που αφουγκραζόμουν έξω να σιμώνουν και μ' έπιανε φόβος κι έτρεμα, σαν τ' αγριοπερίστερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου