ασάλευτος σαν Βούδας στο πικρό κεφενείο του
πίσω απ’ τα ψηλά χορτάρια του θανάτου
χάζευε τη Φωκίωνος Νέγρη σμάρι τα περιστέρια
δε μίλαγε πολύ και νήστευε το φθόνο
δίπλα του κάτι ψέλλιζε ο πιστός φίλος
για δύστυχους αυτόχειρες ποιητές όταν
ο Μίλτος Σαχτούρης απρόσμενα τον ρώτησε
«Ξέρεις έναν ποιητή Ηλία Γκρή;»
Όχι, απάντησεν ο άλλος, ενώ καπνούρα τσιγάρου
σκέπαζε άδεια βλέμματα νεκρές αγάπες
σαν ομίχλη κάμπου μεσοχείμωνο, οπότε
ο Σαχτούρης «Ξέρεις τον ποιητή Ηλία Γκρή;»
ξαφνιασμένος τινάχτηκε ο φίλος του
όχι, είπε και σαν από γλυκιά συνήθεια
χώθηκαν αγρίμια στο κλουβί της σιωπής τους
κι όταν σε λίγο σαλεύοντας ο Σαχτούρης
έκανε κάτι να πει όπως αίφνης
εγείρεται από τον ύπνο και θυμάται η συνείδηση
άρχισαν οι δυο τους να σβήνουν βουλιάζοντας
μες στα ψηλά χορτάρια του θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου