Γεννήθηκε το 1902 στη Καλαμάτα. Όταν τέλειωσε το γυμνάσιο στη πατρίδα της γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών χωρίς όμως ποτέ να πάρει πτυχίο. Διορίστηκεν υπάλληλος κι εργάστηκε σε διάφορες νομαρχίες, παράλληλα έγραφε ποιήματα. Το 1927 ταξίδεψε στο Παρίσι, αλλά γύρισεν άρρωστη από φυματίωση. Τελικά μπήκε στο νοσοκομείο Σωτηρία, αλλά ήτανε πλέον αργά. Το 1930 πέθανε 28 χρονών.
Έγραψε δυο ποιητικές συλλογές: «Τρίλιες Που Σβήνουν» κι «Ηχώ Στο Χάος». Η ζωή κι η ποίησή της ήταν επηρεασμένη από την άτυχη σχέση της με τον Καρυωτάκη, γνωστό πεισιθάνατο ποιητή των «Νηπενθών». Δεν έζησε αρκετά ώστε να ολοκληρώσει τη ποιητική της προσπάθεια. Οι στίχοι της είν' ατημέλητοι και τους διακρίνει μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή.
Είναι μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά το μελετητή, να τη πλησιάσει και να εμβαθύνει στη προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δε τον βοηθάει, καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί κι υπάρξει σα συνηθισμένος άνθρωπος. Όταν ακολουθήσουμε τη πορεία του βίου της, αν μελετήσουμε τη ποίησή της, όταν εντρυφήσουμε λέξη προς λέξη, στα ημερολόγιά της και των ανθρώπων που την αγάπησαν και τη γνώρισαν, όταν η σκέψη μας είναι κατάμεστη απ' όλ' αυτά τα συγκεντρωμένα στοιχεία, τότε δηλαδή που ο μελετητής πιστεύει πως είν' έτοιμος να καταστρώσει τα συμπεράσματά του, τότε ακριβώς αντιλαμβάνεται πόσο προβληματική παρουσιάζεται η προσωπικότητα της.
Θα 'ταν ασέβεια, αν όχι, άγνοια κι επιπολαιότητα, αν επιχειρούσαμε να διατυπώσουμε με τον καθιερωμένο τρόπο τις κρίσεις μας γι' αυτήν. Όπως δηλαδή γίνεται μ' επιβεβλημένους κορυφαίους της διανόησης. Με κείνα τα τυπικά: πού γεννήθηκε, τι σπούδασε, ποιους επηρεασμούς δέχτηκε, ποιες οι επαγγελματικές ή οι εξωεπαγγελματικές του απασχολήσεις, οι κλίσεις του, οι ιδεολογικοί του προσανατολισμοί, ποιο το οικογενειακό περιβάλλον του... κλπ θα βγούμε έξω από τη περιοχή, όπου περιδιαβάζει. Ποιος μπόρεσε ποτέ να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού, ενός χελιδονιού; Ωστόσο ας καταθέσουμε ό,τι μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε:
Ο πατέρας ήτανε καθηγητής, για τη μητέρα της ξέρουμε πως ήτανε καλή και τρυφερή μάνα και πως η Μαρία ποτέ δε μπόρεσε να θεραπευτεί από τύψεις που τη παίδευανε, γιατί είχεν αφήσει άρρωστη τη μητέρα της και πέθανε κατά την απουσία της. Οι βασανιστικές τύψεις γίνηκαν η αιτία να γράψει ποίημα αφιερωμένο στη τρυφερή και πονεμένη μάνα:
...Δεν σ' ένιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.
Ο ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης στο ημερολόγιό του αναφέρει:
«...την άλλη μέρα (τη προηγούμενη την είχε περάσει στη κλινική Καραμάνη, στη οδό Πατησίων... ήταν Μάρτης 1930… όπου είχε πάει να επισκεφτεί και να την αποχαιρετήσει), περνώντας από τα Φιλιατρά γιατί πήγαινα στους Γαργαλιάνους, (σα δικαστικός είχε λάβει μετάθεση), αντίκρυσα με βαθύ αίσθημα λύπης και παγερής αδάκρυτης μελαγχολίας το μεγάλο κτίριο του Γυμνασίου, όπου είχε φοιτήσει κάποτε, χαρωπή ίσως παιδούλα η ποιήτρια...»
Είχε βγάλει λοιπόν το Γυμνάσιο Φιλιατρών και στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα όπου συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο. Είχεν εγγραφεί στη Νομική σχολή αντί της Φιλοσοφικής που 'ταν η προτίμηση του πατέρα. Μαθαίνουμε στη συνέχεια πως σα φοιτήτρια γνωρίστηκε με τον Καρυωτάκη. Κι ο μεν φοίτησε κανονικά και στα χρονικά όρια πήρε το δίπλωμά του, η Μαρία δε συμπλήρωσε ποτέ τις σπουδές της.
Στην Αθήνα στο λίγο χρόνο που ζει τη φοιτητική ζωή της, έχει πετύχει κάποιο διορισμό σε δημόσια υπηρεσία, που συνεχίζεται και μετέπειτα για λίγο διάστημα. Αλλά καθώς οι μέρες της κυλούν ανέμελα, μ' απουσίες από την υπηρεσία της, μ' αταξία κι ασυνέπεια, έτσι που να δημιουργηθεί εντύπωση πως πρόκειται για υπάλληλο αργόμισθο, παύεται από την υπηρεσία, απομένοντας στερημένη των απαραίτητων υλικών μέσων.
Τώρα ξέρουμε πως παρά τις δυσκολίες τις οικονομικές κείνου του καιρού, όντας κάτοχος ενός ακινήτου στη Καλαμάτα, προβαίνει στην εκποίησή του και με το συγκεντρωμένο ποσό αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι. Πολλά ειπώθηκαν για το ταξίδι αυτό. Πως έφυγε για να κάνει επίδειξη αδιαφορίας στον Καρυωτάκη που η άρνησή του στη πρότασή της για γάμο, είχε τραυματίσει την αξιοπρέπειά και τον εγωισμό της. Κείνην ακριβώς την εποχή είχεν αρραβωνιαστεί μ' ένα νέο καθ' όλα αξιόλογο, επιστήμονα κι έφυγε χωρίς και μ' αυτόν να εξηγηθεί. 'Αγνωστο παραμένει με ποιες ασχολίες και με ποια ενδιαφέροντα κύλησανε τα χρόνια της διαμονής της στο Παρίσι. Αρρώστησεν εκεί και για ορισμένο διάστημα νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο κι όταν επέστρεψε στην Αθήνα τόσον από υγεία, όσο κι από οικονομική επάρκεια, η κατάστασή της ήταν τραγική. Επεδίωξε και πέτυχε την είσοδό της στη Σωτηρία, το έσχατο τότε καταφύγιο των φυματικών μ' ανεπαρκή οικονομικά μέσα, όχι τόσο της κλονισμένης υγείας, όσο για να 'χει εξασφαλισμένη κάποια στέγη και τροφή.
Επίσης είναι γνωστό πως από το Παρίσι έγραψε στον αρραβωνιαστικό της πως ο δεσμός τους παίρνει τέλος, γιατί δεν αισθάνεται τόσο δεμένη μαζί του ώστε ο δεσμός τους να πάρει μονιμότερη μορφή. Παραθέτουμε σύντομο χρονολογικό πίνακα των βασικών γεγονότων της ζωής της, για πληρέστερο κατατοπισμό.
1902: Γεννήθηκε στη Καλαμάτα. Ο Γιάννης Χονδρογιάννης σε γράμμα, την 8 Αυγούστου 1929 από τη Κέρκυρα, αναφέρει το χωριό της, το «Μέλλον ή Κέντρο» Καλαμών.
1915: Πρώτα δημοσιεύματα, απλά, ρομαντικά, συγκεντρωμένα σε τόμο.
1919: Υπάλληλος στη Νομαρχία Καλαμών.
1920: Φοιτήτρια στη Νομική Αθηνών. Μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών.
1922: Γνωρίζεται με τον Καρυωτάκη, υπάλληλο στη Νομαρχία Αττικής.
1923: Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια. Σύγκρουση με τον Καρυωτάκη.
1924: Παύεται ως αργόμισθος. Αρραβωνίαζεται με το δικηγόρο Κ. Γεωργίου.
1925: Φεύγει για το Παρίσι.
1928: Επιστρέφει από το Παρίσι.
Τέλη 1928, αρχές 1929, εκφράζεται ενθουσιαστικά για τον τόμο ποιημάτων, έκδοση 1926, "Λυπημένα Λουλούδια", του Γ. Χονδρογιάννη.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν τα ποιήματα της "Τρίλιες Που Σβήνουν", για τα οποία ο Γιάννης Χονδρογιάννης έγραψε ενθουσιαστική κριτική στο περιοδικό «Πνοή» του Δεκέμβρη του 1928.
1929: Τέλη, κυκλοφόρησε το 2ο βιβλίο της «Ηχώ Στο Χάος»
1930: Το Μάρτη ο Γ. Χ. την επισκέπτεται στη κλινική Καραμάνη, για να την αποχαιρετήσει. Κάτω από το μαξιλάρι της είχε το βιβλίο του «Μυστικές Ημέρες». Το τράβηξε και του μίλησε για ποιήματά του γραμμένη για κείνη. Στις 6 Απρίλη στέλνει τη φωτογραφία της στον Γ. Χ. στους Γαργαλιάνους.
1930: Τη τελευταία ημέρα του Απρίλη, πέθανε στη κλινική Καραμάνη.
Μερικές γνώμες συγχρόνων της συγγραφέων και κριτικών που τις εξέφρασαν μετά το θάνατό της, που αποφαίνονται για τον άνθρωπο και για το έργο του με τη δοκησισοφία και την παγερότητα που θα εκφράζονταν και για τον 80άχρονο, λόγου χάριν, Ουγκώ, ενοχλούν κι εξοργίζουν. Αλλά την οργή δε τη προκαλεί τ' άκαιρο του σχολιασμού. Τη προκαλεί η επιπόλαιη θεώρηση ενός ποιητικού έργου γεμάτου πάθος, ειλικρίνεια και ποιητική δόνηση. Κι εκφρασμένη από σαφώς αντιποιητές συγγραφείς, σαφώς ανίκανους να σταθμίσουν και να εκτιμήσουν της Πολυδούρη την απύθμενη ποιητική και μόνο ποιητική, ύπαρξη. Πως ν' αποτιμήσει ο 'Aλκης Θρύλος π.χ. τον Κρυστάλλη... Πως ο Θεοτοκάς τη Μαρία Πολυδούρη. Καλοί κι ικανοί συγγραφείς κι οι δύο, αλλά εντελώς ξένοι και στις συνθήκες ζωής τους (Κρυστάλλης, Ελένη Νεγρεπόντη) και στο παθητικό, το άκρως συγκινημένο αντίκρισμα της συναισθηματικής περιοχής του ανθρώπινου θυμικού.
Ωστόσο πέρα από την υποκειμενική αγάπη που τρέφουμε γι' αυτή προτιμήσαμε να προσκομίσουμε τις εκτιμήσεις κριτικών που 'ναι γενικά αποδεκτοί κι επιβεβλημένοι για την οξυδέρκεια κι ευθυκρισία τους. Ή ποιητών που 'ν' ιδιαίτερα ενδεδειγμένοι ν' αποφανθούν και να πείσουν, για θέματα κι εκπροσώπους της ειδικότητάς τους.
Έτσι έγραψε ο Χονδρογιάννης:
«Η Μ. Π. είναι το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ποίηση» και «Μετά το θάνατο της χάθηκε από την Ελλάδα, μια από τις μουσικότερες, τις γνησιότερες, τις καθαρότερες, τις λυρικότερες φωνές που ακούστηκαν τα τελευταία χρόνια».
Έτσι έγραψε ο Αντρέας Καραντώνης:
"Έχει κάτι από την αίγλη των τραγικών θρύλων των πλασμάτων από ποίηση, έρωτα και θάνατο" (σελ 183 των "Ποιητικών", έκδοση 1977) κι αλλού "...η ψυχή της ήταν ένα σιντριβάνι αιμάτων και δακρύων" (σελ 188).
Γράφει κι ο Ουράνης, -σελ. 77 του βιβλίου της Λιλής Ζωγράφου για τη Μ. Π.: (Είχε δημοσιευθεί στο Ελεύθερο Βήμα.)
"...Δυο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... Έτσι όπως μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... κι είναι αυτό ακριβώς που κάνει τα ποιήματα αυτά να είναι η ίδια η ποίηση σ’ ό,τι πλατύ κι ανθρώπινο κι αιώνιο..."
Όταν κάποτε η Λιλή Ζωγράφου είπε στον Αυγέρη πως τοποθετούν τη Μ. Π. σα ποιήτρια, δίπλα στη Βαλμόρ και τη Μπράουνιγκ, απάντησε: «Αυτό την αδικεί».
Δεν επιθυμούμε να προσθέσουμε τίποτε που θα χαμήλωνε τον τόνο ύστερα από τη παράθεση των προηγούμενων αποτιμήσεων. Θα επισημάνουμε ωστόσο και τις ευτυχισμένες συγκυρίες που τη συνόδεψαν στην ολιγόχρονη περιδάβασή της στη ζωή. Αγάπησε κι αγαπήθηκε από τα καλύτερα πνεύματα της εποχής. Αγαπήθηκε κι αγάπησε τον Καρυωτάκη, που γι' αυτήν έγραψε το «Τι Νέοι Που Φτάσαμεν Εδώ» και στη Α' έκδοση του βιβλίου, «Ελεγεία & Σάτιρες» το 1927, της αφιερώνει το ποίημα «Ένα Σπιτάκι». Το 1929 η Μ. Π. γράφει ποίημα αφιερωμένο στον Καρυωτάκη.
Στη Σωτηρία, το 1928 γνωρίζεται λίγο με το Ρίτσο και του αφιερώνει το ποίημα «Θυσία». Στον ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλο που χάθηκε κι αυτός φυματικός 26άχρονος, του γράφει το υπέροχο ποίημα «Ο Ποιητής» με την αφιέρωση: «Στην ακοίμητη ακιά του Ιωσήφ Ραφτόπουλου».
Αλλά τα τρυφερά δείγματα μιας ιδανικής αγάπης θα τα βρούμε στην αλληλογραφία της ποιήτριας με τον αισθαντικό και ταλαντούχο ποιητή Χονδρογιάννη που όπως αποκάλυπταν οι γνώστες, αυτός υπήρξε ο τελευταίος και πιο θερμός ερωτικός δεσμός που της έδωσε χαρά και συγκίνηση. Στην αλληλογραφία τους διαβάζουμε και τις αλληλοποιητικές διασυνδέσεις τους.
Πρέπει ιδιαίτερα να τονίσουμε τη θερμή συμπαράσταση της Μυρτιώτισσας όλον τον τελευταίο καρό στη πονεμένη Μαρία. Κι εκείνη της εμπιστεύθηκεν εκμυστηρεύσεις και τα τελευταία χειρόγραφά της. Αυτή με τη σειρά της μου δώρισε τρία χειρόγραφα της Μ. Π., από τα χαρισμένα της, χειρονομία που εκτίμησα ιδιαίτερα και με κατασυγκίνησε. Με συντροφεύουν σήμερα κορνιζωμένα ζωντανεύοντας στη μνήμη μου δυο κορυφαίες αντιπροσώπους της νεοελληνικής ποίησης.
Φτωχή, αλλά ζωηρή κι ακοίμητη η μία και μοναδική εικόνα που 'τυχε να κρατήσω από τη Μ. Π. Θα πήγαινε η αδερφή μου, η Γαλάτεια, να την επισκεφθεί στη Σωτηρία και με πήρε μαζί. Το δωμάτιο που τη βρήκαμε ήτανε ξεμοναχιασμένο στον αυλόγυρο του νοσοκομείου. Στο δωμάτιο ήταν κι άλλοι επισκέπτες. Ανάμεσα στα κενά που σχηματίζονταν διέκρινα ξαπλωμένη μιαν ωραία νεανική μορφή με στεφάνι γύρω στη μορφή τα μαύρα της μαλλιά. Σ' ένα παλαιικό λαβομάνο και σ' ένα τραπέζι εντυπωσίαζαν τα μεγάλα κλωνάρια από ανθισμένες αμυγδαλιές. Γέμιζαν κι αρωμάτιζαν το δωμάτιο.
Στις "Τρίλιες Που Σβήνουν" υπάρχει ένα τραγούδι της που αρχίζει:
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη...
Πέθανε στις 30 Απρίλη 1930.
Ο Κώστας Παπαδάκης, ο Γιάννης Χονδρογιάννης, η Λιλή Ζωγράφου, που της έγραψε τη πιο εμπεριστατωμένη κι ολοκληρωμένη μονογραφία, αποδέχονται την εκδοχή πως αυτοκτόνησε μ' ενέσεις μορφίνης.
Εισαγωγικό Σημείωμα Έλλης Αλεξίου στο βιβλίο "ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ: Ποιήματα" Εκδόσεις "Γ. Οικονόμου" Αθήνα 23-3-1981
----------------------------------------------------------------------------------
Ανάμεσα σ' ολάνθιστες βατιές
χαρούμενα πουλάκια που πηδούν
αθόρυβα -της ευτυχίας ματιές-
τ' ασημωτά νερά λαμποκοπούν
του ποταμού -χαρά της λαγκαδιάς-
και βιαστικά πηγαίνουν και περνούν
στην άβυσσο να πέσουνε με μιας,
να πέσουν να χαθούν!
Όνειρο
'Ανθη μάζευα για σένα
στο βυθό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα 'σφιγγα πονούσα.
Να περάσεις καρτερούσα
στον βορηά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στη καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρι.
Μες στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κι έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα 'χα φέρει μόνη.
Θα 'ρθεις Αργά
Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθείς και πάλι
σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα;
Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα.
ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι-αγάλι...
’Ακου στα δέντρα πένθιμα πώς τρίζουνε τα φύλλα,
μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ' ουρανού το χρώμα
το θόλωσαν τα σύννεφα... Μια κρύα ανατριχίλα
στα λουλουδάκια χύνεται... κι αργείς, αργείς ακόμα!
Θα 'ρθεις αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα,
με το χιονοσαβάνωμα, με του βοριά το θρήνο
και δε θα βγεις ούτ' ένα ρόδο, ούτ' ένα αθώο κρίνο
να μου χαρίσεις... ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα.
Σωτηρία
Ας περάσει πια η μέρα με το φως της
Η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;
Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με καρτερεί.
Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι ο ύπνος θα 'ρθει σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεβάτι εδώ δίνει
εντύπωση καμμιά.
Θα με διπλώσει το σκοτάδι κι όπως
μες στις βαθιές σκιές θα μπερδευτώ,
πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι
από τον κόσμο αυτό.
Μόνο στο φόβο θα βαθαίνει η νύχτα
όταν ο άνεμος θα 'ρθει ξαφνικά.
Ο ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξει
και των ονείρων μαζί τα μυστικά.
Το μυστικόν αγώνα θα γροικάω
του φθινοπώρου, ανίκητος εχθρός.
Θα με λικνίζει χαρωπό τραγούδι
ο απελπισμένος θυρωρός.
Κι αν δε τη καρτερώ, ξέρω πως θα 'ρθει
η γάτα αυτή που νυχτοπερπατεί,
μια γάτα που δε ξέρει τι είναι χάδι
και δε το δίνει και δε το ζητεί.
Στα πόδια μου κοντά κάθεται μόνο
αδιάφορη στο κρύο το παγερό
διακριτικά το βλέμμα μου αποφεύγει
κι είναι σα να μη ξέρει από καιρό.
Γιατί Μ' Αγάπησες...
Δε τραγουδώ, παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δε τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σα κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στη ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με τη ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστικα το υπέρτατο
της ύπαρξης μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παιζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κι είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
-μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο για σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου 'κεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισ' η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτή αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.
Κοντά Σου
Κοντά σου δεν ηχούν άγριοι οι άνεμοι.
Κοντά σου είν' η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά,
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάϊ μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σα πνοή.
Ποιος Ξέρει
Καμιάν απο τις πίκρες μου δε γνώρισες
τις πίκρες μου τις άσωστες τις μαύρες
και στων ματιών μου μες στο φεγγοβόλημα
τα δάκρυα μου στεγνωμένα τα 'βρες
Εσύ μονάχα το γλυκό χαμόγελο
καμάρωσες στα χείλη μου απλωμένο
και έχεις μες στων ματιών μου το ξαστέρωμα
τον πόθο σου τρελά καθρεφτισμένο
Με γνώρισες να γέρνω στην αγάπη σου
σα πεταλούδα στ' άλικο λουλούδι
και να σκορπίζω όσο η καρδιά μου δίνονταν
μεθυστικό το ερωτικό τραγούδι
'Ανοιξη
Φούντωσ' η 'Ανοιξη κι εδώ σε κάθε δέντρου κλώνο.
Τα πάρκα λουλουδίσανε κι εκείνα.
Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους παρά μόνο
πως λείπω μακριά 'πό σέν' Αθήνα.
Έρχετ' ακάλεστη, βουβή, μες στου ηλιού το θάμπος
βροχούλα που κανείς δεν υποπέφτει
και νιώθω η νοσταλγία σου καθώς μ' ανάφτει, σάμπως
ξεχωριστά για μένανε να πέφτει.
Ζωή
Ξεχωριστά μες στ' άλλα
δέντρα, δέντρα ολόισια,
βουβά τα κυπαρίσια
στο μεσημέρι ντάλα.
Τρελές ξελογιασμένες
λεύκες, τ' ωραίο σας γέλιο
είναι σα περιγέλιο
στις νύχτες τις θλιμμένες.
Πεύκα, κρυφή κατάρα
θρηνεί μες στα κλαδιά σας
κι αγγίζει τη καρδιά σας
του ήλιου η λαχτάρα.
Χλωρή στρωμνή στον ήλιο
οι καρυδιές που δίνουν
οι σκιες στις ρίζες στήνουν
το μαύρο τους βασίλειο.
Οι παπαρούνες λαύρα
φανταχτερό λουλούδι.
Φεύγει η ζωή τους χνούδι
στη παιχνιδιάραν αύρα.
Βαριά Καρδιά
Πως με κοιτάς έτσι γλυκά, νέο μ' ανθάκι χαρωπό!
Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω τη καρδιά βαριά... μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο κι ευτυχισμένο να 'σαι.
Πως με κοιτάς έτσι γλυκά... συ, τόσο νιό και χαρωπό;
Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σα κάτι να προσμένω...
Αλί! έχω βάρος στη καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί κάλλιο ασυλλόγιστο να 'σαι κι ευτυχισμένο.
Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα
και τη καρδια μου στη γλυκιά σου μυρωδιά να λούσω.
Με καίει ο πόθος σκύβοντας πάνω σου σα βεργούλα
του φτάχτη, τον τρελό παλμό της νιας σου ζωής ν' ακούσω.
Τολμώ τ' άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν' απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν' αγγίσω
μα κάτι, σα να μη μπορώ κει που 'σαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν... πίσω...
Ούτε Κι Εδώ...
Ούτε κι εδώ στη ξενητιά που μ' έχει ρίξει
καθώς με συγκυλά της δυστυχίας το κύμα,
βρήκα τη ταφική του ναυαγίου γαλήνη.
Τα σωθικά μου αν τα 'χει η μαύρη δίψα φρίξει
κι αν η φωνή μου απ' τη κραυγή του πόνου σβήνει
μα πάντα θα 'μαι του ονείρου τ' αστεί θύμα.
Καθώς φωτίζαν πάνω μου τα δυο σου μάτια,
των λογισμών μου σκίζοντας το μαύρο βύθος,
το δρόμο προς τα χείλη σου βρήκ' άθελά μου.
Κοίτομαι μπρος σου κι ονειρεύομαι παλάτια
νεραϊδικά, σαν σπ' αυτά που θέλει ο μύθος
και δε κοιτάζω πως Θεός στη ζωή μου μπαίνεις
Εσύ, κι εμένα πόσο ανάξιο το 'ενδυμά μου...
Όνειρο
Δε μ' έφταν' ούτε καν αχός
μες στη ζωή που ζούσα.
Κι η θύμηση λιγόθυμη
των όσων αγαπούσα.
Κι ήρθ' η ματιά σου γελαστή
εαρινή αχτίδα
και για τα, που μου λείψανε
μου μίλησε μ' ελπίδα.
Μα είν' οι χαρές μας φτερωτές
και το φθινόπωρο είναι
μέσα στην ίδια μου φωνή
που σου φωνάζει: -"Μείνε".
Και της ματιάς σου ο γελαστός
ήλιος θα βασιλέψει
και τ' όνειρο θα ξεχαστεί
προτού καν αληθέψει.
Μη Με Βλέπετε Που Κλαίω...
Ω μη με βλέπετε που κλαίω,
δεν έχω θλίψη στη ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κι είμαι μοναχή μου.
Είν' η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι αν τη ματιά δε μου 'χουν πάρει
ο λογισμός μου πάντα λείπει.
Με τι σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δε τους γνωρίζω.
Νιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.
Τίποτε 'δω δε με πλανεύει.
Τίποτε 'κει δε μ' οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.
Ω μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θα 'ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε...
Χαμένα
Προσμένω είν' η ψυχή μου ελπίδα
στη νύχτα τη τρισκοτεινή
τον ήλιο τέτοιο που πρωτοείδα
εκεί αντικρύ μου να φανεί.
Προσμένω που σημαίνουν τώρα
στριγγές φωνές τον χαλασμό,
προσμένω τη γαλήνιαν ώρα,
τον βραδινό χαιρετισμό.
Στη ξερασιά τώρα το χιόνι
που 'χει σα σάβανο απλωθεί,
το μακρεμένο χελιδόνι
προσμένω πως θα ξαναρθεί.
Όλα προσμένω τα χαμένα
κι η ελπίδα μάγισσα μια γρια
που λέει πως έρχοντ' ολοένα
οι σκιες που χάνονται μακριά.
Δειλινά
Περνά εμπρός μου η μέρα
σημάδι φωτεινό.
Και πάντα έτσι με βρίσκει
απάντεχο από πέρα
βαρύ το δειλινό.
Το φως σου θα στερέψεις
ελπίδα μου χρυσή,
θα σε σιμώσουν οι ίσκιοι
κι έτσι μοιραία θα γνέψεις
στο δειλινό κι εσύ.
Εικόνα
Στα μαλλιά κερδίζει πλάτια
η σκοτεινιά.
Και πιο κάτω μες στα μάτια
η τρικυμιά.
Πέρα που στα χείλη ανάφτει
αχνό ένα φως,
μου 'φυγε΄γοργά κι εθάφτη
ο στοχασμός.
Σαν Πεθάνω
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ' Απρίλη
όταν αντικρύ θ' ανοίγει μες στη γλάστρα μου δειλά
ένα ρόδο -μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σα τη ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλά πονετικό
στ' άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζει τη γιορτή μου,
στ' άγιο χώμα που θα μου 'ναι κρεβατάκι νεκρικό.
Όσ' αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θ' αφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ' αγαπήσαν μόνο θα 'ρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλούνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ' Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θα 'ρθει να στο πει και τότε πια,
όση σ' απομέν' αγάπη, θα 'ναι σα θαμπό καντήλι
-φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
Μια Επιστολή
"Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα..."
Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ' αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ' όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι' ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι' αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ' αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δε πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ' αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νοιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; 'Ανθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε;
Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε.Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ' ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.
Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε τη ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα!
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ' από μας, ούτ' από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ' αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ' αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης.
Κι όμως ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Κ. (εννοεί τον Καρυωτάκη) ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι' αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι' αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ' ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ' ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα.
"Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου.
Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με τη καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη. Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου κείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νοιώσω το φίλημά σου. Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν.
Τα λόγια αυτά ίσως ν' ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δε μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν' ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν' αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν' αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθη η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια.
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ' Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ' αγάπησαν ήρθαν να μ' αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν.
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη. Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη