Στον Χρήστο Τσάγκα
Κι ως έβγαζε τ’ αβόλευτα, τη μάσκα και κοθόρνους,
Ανάμεσα απ’ του ναού, του Φοίβου τις κολώνες,
Ήλιος ν’ αφήνει θάλασσα, να γέρνει σ’ ελαιώνες,
Ελόγιαζε στου Κρέοντα, τους εδικούς του γόνους.
Πώς θ’ άφηνε χωρίς στοργή, πατέρα, μάνας, μόνους,
Κι αν δίκια θα μοιράζονταν, κορώνα ηγεμόνες,
Αν δίκια πάλι όριζαν, της πόλης τους κανόνες.
Σε ποια παλάτια θα ‘μπαιναν οι όμορφές του κόρες.
Κι ως έπαιρνε με τους στερνούς, π’ αδειάζαν τις κερκίδες,
Μες απ’ τα πεύκα το στρατί, να φτάσει στον ξενώνα,
Τ’ αυριανό σκεφτόταν ρόλο του, στο τραγικό αγώνα.
Οιδίπους μάτια ξόρυξε, με αργυρές ακίδες,
Κρέων ταχιά θα τυφλωθεί, από ισχύος μώρα,
Τέχνη τρανή να διακονεί, σε ύβρεως λειμώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου