Από το ανοιχτό παράθυρο εισχωρούσε, η καλοκαιρινή φλυαρία της τρυφερής λείανσης των μικρών λίθων.
Εκείνη είπε:
- Να συλλέξεις το νερό που φιλοξένησε τα λουλούδια, όταν σπάσει το κρύσταλλο.
Εκείνος δεν απάντησε. Κοίταζε τη μαύρη Blatta orientalis που έκανε κύκλους γύρω από τα ελαφρά υποδήματα, κάτω από το κρεβάτι.
Έπειτα τη ρώτησε:
- Θέλεις να στρώσω το μικρό χαλί; Έχει υγρασία.
- Όχι. Η χλόη του κήπου αρκεί. Τ’ αστέρια διαβαίνουν διακριτικά, δεν ακούγονται ποτέ τα βήματά τους.
Εκείνη την ώρα, τα ρολόγια στο φράχτη, σήμαναν ευωδιά και το κίτρινο φρύδι, αρμένισε μεσοπέλαγα.
- Σε παρακαλώ, το πρωί να κρεμάσεις σ’ ένα άλλο σημείο τη φωτογραφία μου που βρίσκεται στον τοίχο, αντίκρυ στον καθρέφτη. Είναι κουραστικό, επίπονο να παρακολουθείς αδιάκοπα τις καιρικές μεταβολές.
- Ξέχασα να αγοράσω το φάρμακό σου. Θα πεταχτώ στο φαρμακείο.
- Όχι, είναι αργά και απορώ πώς λησμόνησες τη είπε ο ποιητής, για το πόσο υποφέρει ένας ευαίσθητος διανυκτερεύων φαρμακοποιός. Άλλωστε πρέπει να σηκωθείς πρωί, να βάλεις νερό και στην αυγή των φτερωτών ασμάτων.
Εκείνος ξανακοίταξε κάτω από το κρεβάτι. Η Blatta orientalis απομακρυνόταν, δεν προχώρησε κι απόψε στα σκοτεινά δώματα των ελαφρών υποδημάτων.
(Από το βιβλίο «Ο κατασκευασμένος χρόνος»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου