μήδε γκέμια με χάντρες για τα κακά τα μάτια
Μόνο γυμνός σαν τότε πούρθες, στη ράχη πήδα
- μη αντεριέσαι, αντρίκια ειν’ τα δέντρα το χειμώνα χωρίς φύλλα –
σφίξ’ τα κανιά στου μαύρου τα παΐδια,
αγκάλιασε σφιχτά το σβέρκο του κι αμόλα.
Σε κοιμισμένες πολιτείες, με κόκαλα σπαρμένα σε μπαΐρια,
σε νερομάνες στέρφες με μαρμαρωμένα ξωτικά,
σε σχολασμένα πανηγύρια,
θ’ ακούγεται το πέταλο αποσταμένα σε καλντερίμια να χτυπά.
Κι ως έρθει το γέρμα χωρίς ταχιά κι ιδρός σα στάξει στο φαρί,
στη μαύρη τρίχα, στου Μαυροπόταμου το έμπα μη ξεχνιέσαι.
Γρίκα της βάβως το νανάρισμα στιγμή στερνή,
του Πετρολούκα τ’ αρμυρό το μοιρολόι
και διάτα στον Μαύρο δώσε συ, το ξύλο αργά να λάμνει,
για του κάτω κόσμου τ’ αχολόι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου