Η αχερούσια μοναξιά με πλημμυρίζει.
Χορταίνω
τρώγοντας την αδηφάγα σιωπή μου
ύστερα σπάζω τα χορτασμένα νεύρα μου στους τοίχους.
Ευφραίνομαι ανήσυχος.
Χωνεύοντας διασκεδάζω την αμήχανη έξοδό μου.
Ο βαρκάρης
Έκλεισε το καλοριφέρ σήκωσε τις κουβέρτες
άφησε τα όνειρα ακάλυπτα
«μπορώ να ζήσω και δίχως αυτά» είπε.
Τότε θυμήθηκε τον βαρκάρη
που μ' ένα οβολό περνούσες στην απέναντι όχθη.
Πάλι γιατί τον θυμήθηκε;
Μα για να κάνει τη βόλτα του να ξεσκάσει λιγάκι
έτσι ολόγυμνος που ήταν...
Ενδότερα
Η ώρα γυρίζει στο μαύρο.
Τα χρώματα που με συγκινούσαν
βουλιάξαν στη θάλασσα,
όμως θάλασσα δεν υπάρχει
έχω μετακομίσει στα ενδότερα και ησυχάζω.
Αύριο
θα ξηλώσω όλες τις παλιές σκαλωσιές
βαρέθηκα τις διαστολές και συστολές του μυαλού μου.
Με δέκα πρόσωπα
Έπαιζε με δέκα πρόσωπα.
Γελούσε πριν απ' το ένα
ύστερα
τ' ανακάτωνε.
Εκείνο
με το φως εξαφάνιζε τ' άλλα
σκοτείνιαζε καθώς το κοιτούσες
άλλαζε χρώμα ύφος.
Φοβόμουν μήπως σκοντάψω.
Έστρεφα
πίσω
σκάλιζα στάχτες πρόσεχα τη φωτιά
ακύρωνα πράξεις
άπρακτος
ανάμεσα στο πλασματικό και το πραγματικό.
Οι μεταμορφώσεις με ακρωτηριάζαν
αναστατώναν το νευρικό μου σύστημα.
Τέλος
δεν έβλεπα παρά το ένα το μοναδικό πρόσωπο.
Το γυμνό
Ζωγραφίζω γυμνό
δίχως προοπτική.
Αδειάζει
το πραγματικό στο αδιάκοπο.
Το χρώμα άνυδρο.
Το νερό κι ο αέρας έξω απ' τον πίνακα.
Είναι ένα «μέσα» χωρίς φόδρα
που με ξεγελά
γυμνός μέσα στον εαυτό μου
ανακαλύπτομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου