Τὸ ἐπίφοβο βλέμμα στέρεψε στὰ χαλίκια
πέτρινα χείλη πέτρινα φύκια
κι ὁ κόσμος φεγγάρι θανάτου γυρνοῦσε κουρασμένα
«Τί παράφωνη αὐγή...» ψιθύριζες μπροστὰ στὶς τραβηγμένες κουρτίνες
Πράγματι, μαῦροι καὶ κίτρινοι ἴσκιοι σὰν ἄτεχνα βαμμένο δέρμα
...Ὅ,τι κι ἂν πιάσω βρίσκω ἐσένα —
τὸ χεροῦλι τῆς πόρτας ζεστὸ ἀκόμη ἀπὸ τὸ ἄγγιγμά σου
Τί παιδικὰ ποὺ μοιάζουνε τὰ δάχτυλά σου...
Καὶ λυπημένα ἀναρριχητικὰ τὰ μάτια σου ἂς μ' ὁδηγοῦσαν κάπου
Μόνο τὰ χέρια σου ἐπάνω στὴ δικογραφία
σὰν μιά παλιὰ χαλκογραφία
Τὸ ἐπίφοβο βλέμμα χαμένο στὰ νερὰ
Θάλασσες σὰν γριὲς βαμμένες λικνίζονται στὰ λουλακιὰ
Ὦ θανάσιμο κῦμα...
βαθύ της ἕλξης τὸ μνῆμα
Τὸ ἐπίφοβο βλέμμα ὄστρακο στὸ βυθὸ
Καλύτερα νὰ μὴ σὲ ξαναδῶ μούγκριζε ἡ λεωφόρος μὲ τὰ τροχοφόρα
Στὰ βόρεια προάστια κατέβαινε ἡ μπόρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου