Πρωτομαγιά / του Γιάννη Βαρβέρη
Νωθρά δικαιώματα
κόκκινα ωράρια δροσερά
και λάγνα συνδικάτα.
Τ' αφεντικά τις απεργίες αμείβουνε
με υπερωρίες
εμείς κεφάτα τις δουλεύουμε
αυτές γεννούν ωάρια νέα
νέα κεφάτα ωράρια εκχωρούμε
μαζί και τους νόμιμους τόκους τους
με υπεραξίες
δωροδοκώντας το έλεος
ζούμε
**
Πρωτομαγιά
1943 / Κώστας Βάρναλης,
Πέσε στα γόνατα , προσκύνα το πανάγιο χώμα
με τη ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη
όποιος και νά ‘σαι, όθε και νά ‘σαι, κι ό,τι άνθρωπος νά
‘σαι.
Πιότερο ,αν είσαι του λαού ξωμάχος, χειρομάχος ,
φτωχόπαιδο , που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις,
τον αδερφό σου αντίκρα σου, -με μάνα εσύ κι εκείνος – .
Ετούτη η μάντρα αντίκρυ σου , το σύνορο του κόσμου .
Σ’ αυτην επάνω βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος .
Ήτανε πρώτη του Μαγιού , φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές , οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν , δυο , ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια .
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,
μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .
Και πρώτος άρχος του χορού , δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος . ( …)
**
Παράξενη
Πρωτομαγιά / Νίκος Γκάτσος)
{Παράξενη πρωτομαγιά
μ' αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ' ο καιρός του "έχε γεια"
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.} δις
Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές.
{Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.} δις
Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές.
{Παράξενη πρωτομαγιά
μ' αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ' ο καιρός του "έχε γεια"
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.} δις
Παράξενη πρωτομαγιά, παράξενη πρωτομαγιά.
Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.
Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά
του `χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.
**
Ἀηδόνι τῆς πρωτομαγιᾶς / Δημοτικό
Ἀηδόνι τῆς πρωτομαγιᾶς, νὰ παντρευτεῖ γυρεύει
Νὰ
πάρει ἄντρα γέροντα, νὰ σκλαβωθεῖ γυρεύει
Κι ἡ
μάνα της τὴν ἔλεγε, κι ἡ μάνα της τὴ λέγει:
- Κόρη μου μὴν παντρεύεσαι, μὴν
παίρνεις γέρον ἄντρα
βάστα νά ᾿ρθεῖ χινόπωρο, νά ᾿ρθοῦν τὰ παλικάρια
τότε κόρη μ᾿ νὰ παντρευτεῖς, νὰ πάρεις παλικάρι.
**
Ο ΜΑΪΟΣ ΜΑΣ ΕΦΤΑΣΕ (παραδοσιακό τραγούδι)
Ο Μάιος μας έφτασε
εμπρός βήμα ταχύ
να τον προϋπαντήσουμε
παιδιά στην εξοχή.
Δώρα στα χέρια του πολλά
Και όμορφα κρατεί
Και τα μοιράζει γελαστός
Σε όποιον το ζητεί.
**
ΠΡΩΤΗ ΜΑΓΙΟΥ / Χρήστος Κουκουσούρης
Σου γράφω τα λίγα που η σκέψη γεννάει
σκυφτός καθώς ψάχνω μικρές αναμνήσεις
στους δρόμους που πήρες το βήμα με πάει
τους δρόμους που πήρα θυμάσαι ν’ αφήσεις.
Πρώτη ήταν του Μάη κι οι κήποι ανθισμένοι
κλεμμένα λουλούδια να φτιάξω στεφάνι
με μια κληματσίδα σε κύκλο δεμένη
καινούργιο φορούσες γαλάζιο φουστάνι.
Οι θύμησες τρέχουν νερό στο κρασί μου
βιολέτες και κρίνα και ρόδα κρατούσες
μικρό ήμουν παιδάκι κι εσύ ‘σουν η αυγή μου
θα γίνει ωραίο; διαρκώς με ρωτούσες.
Που να ‘σαι ποιος ξέρει κι αν πλέκεις στη νιότη
στεφάνια από κείνα που γέλιο χαρίζαν
πόσο όμορφη ήσουν αγάπη μου πρώτη
που σαν γιασεμιά τα μαλλιά σου μυρίζαν.
Σου γράφω τα λίγα που η σκέψη γεννάει
καθώς ανατρέχω στις όμορφες μέρες,
αχ πόσο καλή μου η ψυχή μου πονάει
η αγάπη που πλέκαμε βρήκε σε ξέρες.
**
Πρώτη
Μαΐου του Μάνου Λοίζου
Πρώτη Μαΐου κι απ' τη Βαστίλη
ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών
Χίλιες σημαίες,
κόκκινες, μαύρες
ο
Φεντερίκο, η Κατρίν και η Σιμόν
Μέσα στους δρόμους, μέσα στο πλήθος
Τρέχω στους δρόμους, ψάχνω στο πλήθος
Πού 'ν' το κορίτσι, το κορίτσι π' αγαπώ
Πες μου Μαρία, μήπως θυμάσαι
εκείνο το
βράδυ που σε πήρα αγκαλιά
Πρώτη Μαΐου, όπως και τώρα
κι εγώ
φιλούσα τα μακριά σου τα μαλλιά
Μέσα στους δρόμους, μέσα στο πλήθος
Τρέχω στους δρόμους, ψάχνω στο πλήθος
Πού 'ν' το κορίτσι, το κορίτσι π' αγαπώ
Πρώτη Μαΐου, μαύρα τα ξένα
Κλείσε το τζάμι μην κρυώσει το παιδί
**
Η
Δύναμη των εργατών / Μπρεχτ Μπ
Μιαν
ορισμένη μέρα σ` ολόκληρη την Ισπανία
Σταμάτησαν
οι εργάτες τις μηχανές. Κρύα
Στεκότανε
τα τρένα πάνω στις ράγιες. Δίχως το φως
Βρεθήκανε
τα σπίτια όπως κι οι δρόμοι, και τα τηλέφωνα
Ένας
σωρός άχρηστα μαραφέτια είχανε γίνει. Οι απατεώνες
Τους
αστυνομικούς άλλο πια δεν μπορούσαν να φωνάζουν Αντί γι` αυτό
Μιλάγανε
οι μάζες αναμεταξύ τους. Τρεις ολόκληρες μέρες
Εμφανίζονταν
αυτοί που υπηρετούσαν τον πανίσχυρο μηχανισμό
Σαν
εξουσιαστές του. Οι εργάτες, σταματώντας τη δουλειά
Δείχναν
τη δύναμή τους. Το καρπερό χωράφι
Δεν
ήταν τίποτα άλλο ξαφνικά από πέτρινο έδαφος.
Αυτούς
που δε ζεσταίναν πια τα κάρβουνα από τη στοά
Ούτε
και το ακατέργαστο μαλλί γινότανε να τους ζεστάνει. Τα ίδια
τα
παπούτσια των αστυνομικών
Θα
φθείρονταν και κανέναν διάδοχο πια δε θα βρίσκαν.
Μετά
Έσπασε
η έλλειψη της ενότητας της εξέγερσης τη δύναμη, μα ακόμη και
τότε
Μια
ολόκληρη μέρα δεν μπορούσαν να φτάσουν στις μάζες
Οι
ίδιες οι διαταγές των μανδαρίνων για το σταμάτημα της απεργίας, γιατί
Βέβαια
δίχως ατμό ήτανε σταθμευμένες οι λοκομοτίβες
και
τα ταχυδρομεία εγκαταλειμμένα. Κι έτσι
Λοιπόν
ακόμα φανερώθηκε η
Μεγάλη
δύναμη των εργατών.
**
ΚΑΙ ΠΑΛΙ / Ιωάννη Πολέμη
Και πάλι, να, ο Μάιος για νάλθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.
Αχ, Μάη αν σ’ αγάπησα κι αν σ’ αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου – Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν’ αγγίξει.
**
Πρωτομαγιά / Ποταμιάνος Γιάννης
Βγήκες αιμοστάλακτη
στην όψη
με υψωμένη τη γροθιά
ανεμίζοντας αυταπάρνηση
στο φως του Μάη
Στεφανωμένη
λουλουδιασμένα
όνειρα
κι αστείρευτη αγάπη για
ζωή
Να μυρίζει ο ιδρώτας σου
έρωτα
και η δουλειά σου ελπίδα
Κι όμως σε θέρισαν οι
ριπές
σαν στάχυ
τα κόκκινα τριαντάφυλλα
έγιναν παράσημα στα στήθη
σου
επίμονα να αιμορραγούν
της λεβεντιάς το νάμα
Αχ
Πρωτομαγιά άδολη παρθένα
εμπνέεις και εμπνέεσαι
απ’ τις κεραύνιες
ομοβροντίες
της ανοιξιάτικης βροχής
και περιφρονώντας το
χαλάζι
βλέπεις μόνο καλοκαίρι
Αχ εργατική Πρωτομαγιά,
θυσία
σε κάδρο κρεμασμένη
Οι εικόνες των μαρτύρων
σου
μας οδηγούν
**
Σκοπευτήριο Καισαριανής /
Γιάννης Ρίτσος
Εδώ πέσαμε . Παιδιά του λαού . Γνωρίζετε γιατί .
Γυμνοί , κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες ,
-η Ελλάδα τις έρραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο -.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα .
Είδατε τα πουλιά , που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους ,τον ανατέλλοντα πυρφόρον .
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ανοίγουνε στο μέλλον .
Εμείς , μερτικό δε ζητήσαμε ….Τίποτα …Μόνον
θυμηθείτε το : αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας ,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα . Γεια σας .
**
«Πρωτομαγιά 1944» Ηλίας Σιμόπουλος.
“Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη.
Το τραγούδι τους πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής.
Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό
κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο.
Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν
τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα.
Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη!
Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι. Συντρόφισσες στο πόδι.
Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια,
συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε
το βλέμμα σας προς την Καισαριανή ”
τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα….
Στο πλατύ μέτωπο και στα μαλλιά
και στα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια
διαβάσαμε το μήνυμα: Η άνοιξη πως φτάνει!
Χαρά σε σας, τιμή στα παλικάρια μας, χαρά στον κόσμον όλο.
Δέστε σφιχτά- σφιχτά τα χέρια σας
και πλέχτε μιαν απέραντη αλυσίδα,
να πιάνει απ’ την Κρήτη, το Μωριά
κι από τη Ρούμελη κι από τη Θεσσαλία
ίσαμε κει ψηλά στην Ήπειρος, ίσαμε κει μακριά στη Θράκη
ν’ αρχίσουν τον Καλαματιανό και να χορέψουνε τον τσάμικο,
που να τραντάξει όλη η γη και να καεί το πελεκούδι.
Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ.
Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι
όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει.
Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός,
να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων.
Όπως εκείνοι δε φοβήθηκαν το θάνατο,
πρέπει κι εμείς να μην τον φοβηθούμε.
Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν, διακόσια παλικάρια…
**
Πρωτομαγιά / Διονύσιος Σολωμός
Του Μαΐου ροδοφαίνεται η
μέρα
που ωραιότερη φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά και γελάει
πρασινάδες, αχτίδες, νερά.
Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι
παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι
ασπροεντύματα, γέλια και κρότοι,
όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά.
Ναι, χαρείτε του χρόνου τη νιότη,
άνδρες, γέροι, γυναίκες παιδιά.
**
ΔΕΞΟΥ ΜΑΗ /Στέλιος Σπεράντζας
Η Άνοιξη, δροσιές γεμάτη
καρτερεί μεσοκαμπής
στ’ ανθισμένο της παλάτι
Μάη μου για να μπεις.
Δέξου φούχτες τα λουλούδια
απ’ την πλούσια ποδιά
δέξου Μάη γλυκά τραγούδια
κι από τα παιδιά.
**
Μάνος Χατζιδάκης για το γαλλικό Μάη του '68
«Οι Γάλλοι νέοι
Που επαναστατούν
Στους δρόμους
Στα δημόσια πάρκα
Και στις ιστορικές πλατείες
Δεν κάμουν Ιστορία.
Τραγουδούν
Καθώς παληά οι Προχριστιανοί
Τη γέννηση ενός κόσμου που θα 'ρθει
Για να ξεπλύνει τούτη τη γη
Από χιλιάδων χρόνων
Σκόνη
Μίσος
Και Μωρία.
Οι Γάλλοι νέοι
Δεν επαναστατούν
Εγκαινιάζουνε απλώς
Μιαν εντελώς
Καινούργια
Ιστορία».
**
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ / Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
Έλα στο κεφάλι το ξανθό
Να σου βάλω τ’ όμορφο στεφάνι
Που για σε όλη νύχτα το’ χω κάνει,
Να στολίσω μ’ άνθια τον ανθό.
Ιδέ το! τι ωραία που θα πάει
Του ξανθόχλωμού σου κεφαλιού!
Από τα υστερνά είναι του Απριλιού
Κι απ’ τα πρώτα λούλουδα του Μάη.
Κι έτσι με τα ρόδα στα μαλλιά
Κι έτσι στα ολόλευκα ντυμένη,
Να θαρρώ πως σφίγγω αναστημένη
Την Πρωτομαγιά στην αγκαλιά!
**
Νύχτα Πρωτομαγιάς / Ρώμος Φιλύρας
Αποσπερού στο σπίτι μας κανείς δεν εκοιμήθη,
κι αν γύρναγε στο στρώμα του με στεναγμούς γλυκούς
ανάλαφρα τα μάτια μας, κι ολόδροσος, τη λήθη
των όμορφων ημερινών δεν έβρισκεν ο νους.
Ανάερα σα να πλέαμε’ πα στ’ άχαρα κρεβάτια
και νά’ χε μείνει η θύμηση σα ρόδο μες στα ρόδα,
ο ύπνος, που κλείνει μοναχά τα βαρυμένα μάτια,
τη μυρωμένην έννοια μας-αλί-δεν επροβόδα.
Όσο που αργά στο χάραμα με μια γλυκιά καρδιά,
σαν εκατόφυλλο ανοιχτή, τα μάτια σιγοκλειούμε
όμως του κάκου, ολάγρυπνο το νου δεν ξεγελούμε,
κι η γαλανή λαχτάρα μας δεν έχει τελειωμό,
και λέμε με χαρούμενο και ποθερό καημό:
πρώτη φοράν ενιώσαμε την έννοια ως ευωδιά,
πρώτη φορά η αγρύπνια μας ήτανε σαν τραγούδι
κι η αγωνία μας απαλή πνοή που’ γγίζει χνούδι…
1 σχόλιο:
''Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ.
Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι
όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει.
Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός,
να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων.''
Και ο Πάκο, σαν ένα λουλούδι αφημένο στον τάφο
https://youtu.be/e9RS4biqyAc?t=64
Δημοσίευση σχολίου