Θά βάλω
εἶπε
Θά βάλω τό φυτίλι στήν ἀμασχάλη
Καί θά τό κομποδέσω μέ μεταξένιο νῆμα κόκκινο
ἀπάνω στό σημάδι ‘ταραχή’
Καί θά τ’ νάψω τό τσακμάκι
ὅταν
Ὅταν ὅλες οἱ συνειδήσεις θά κοιμοῦνται
Ὅταν
Κατά χιλιάδες θά κλαῖνε τά παιδιά
Ὅταν
ὁ ἔρωτας ἀπαγχονισμένος
θά πέφτει καταγῆς
ταπεινωμένος
ἀντάμα μέ τά ξερικά τά μύγδαλα
Ὅταν
ἡ ἀξιοπρέπεια θ΄ ἀναζητᾶ λυγμό καί τήν οὐσία
τοῦ σ’ ἀγαπῶ
γιά νά τήν ματαπεῖ
μέ κανονιοβολισμούς
καί στεναγμούς πυρακτωμένους
Ἄ, μήν τοῦ μαρτυρήσεις τοῦ Θεοῦ
πῶς ἔδραμα μέ μιάν ἀνάσα
γιά νά σᾶς ἀνταμώσω
Μήν προσευχηθεῖς γιά ἄλλα ποιήματα
Ὁ τελευταῖος σχοινοβάτης ἔκανε τήν τέχνη του
θηλειά
Ἔτσι τό μπόρεσα
νά σβήνεις τή φωτιά μέσα στή στάχτη
νά πλέκεις τό ἐγκώμιο στό ἀνύπαρκτο
κατάφερα
νά ζεῖς μές στόν ἀπόηχο τοῦ τραγουδιοῦ πού θά
ἤθελα πολύ
ν’ ἀκούσεις
νά περπατεῖς τούς δρόμους πού εἶχες σβήσει ἀπ’τούς χάρτες σου
τόν λόγο σου νά τόνε κουμαντάρουν ἀλλωνῶν οἱ
φθόγγοι
κι ὁ ἦχος ὁ δικός σου πηγαῖα μποῦστα
καί ρετρό φουστάνια
καί φάτσες πού μόλις ἀφήσανε τό φιλολογικό
κουρεῖο
σκυμμένες καί σκυφτές πουλᾶνε τώρα
μπουκετάκια μοναξιές
γιά τίς κυράδες πού διαβαίνουν τό κατώφλι
ὅπου δρᾶ καί ἀνασαλεύει
ὁ πολιτισμός τῶν καθωσπρέπειὅσων ἐδιάβασαν Αἰσχύλο καί νομίζουν
πώς μέ μνημόνια καί μνημονεύσεις
κρατεῖται ζωντανά
ὁ καρπός τῆς ποίησης
Ἄ! πῶς διασκεδάζει ἡ τραγωδία
ἀλλόκοτος ἔτσι ὅπως εἶναι
ὁ καθημερινός σου ὁ θάνατος…
Ἄν ἱκετέψω πάλι
φρόντισε να ’χεις δίπλα σου τρανή φωτιά
Τράβα τίς απλωτές σου μέ ὁρμή
μέ ὅλη σου τή δύναμη κατάντικρυ
στό πέλαο πού σέ μαυλίζει
στό μαῦρο λάγνο καί στό ἀνήμπορο
πού δέν εδέησε ποτέ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου