- Γεώργιος Αλεξανδρής
- Σταύρος Βαρβέρης
- Κώστας Βασιλάκος
- Γαβρίλης Ιστικόπουλος
- Δημήτρης Π. Κρανιώτης
- Γιάννης Β. Κωβαίος
- Κώστας Λάνταβος
- Ιωάννης Μασμανίδης
- Γιάννης Ποταμιάνος
αγιογραφία της σοφίας και πληρότητας του κόσμου
και θυσιαστήριο προνόησης για τις βεβαιότητες της ζωής.
Τα χέρια σου δυο στάχυα ξανθά τ' ουρανού τεντωμένα,
τ' αψήλου αθώριαστες κορφές, πέρα και πάνω από βλέψεις,
δυο λάβαρα γνώσης,αναπεταρισμού και συνέχειας υψωμένα,
να φέρεις τον ήλιο φώτισμα και μερτικό σε ασύνορες χώρες,
να φράξεις με κρίνα και χέρια σφιγμένα τους φράχτες,
να φυτέψεις απροσποίητο γέλιο και μιλιά ανυπόκριτη στους δρόμους.
μικρές αυλές ,ανήσυχες γωνιές, κοινωνούν αναφορές και μαντάτα
και μισεμοί και αποδημίες βαθαίνουν λογισμούς και εποχές πλαταίνουν.
Βήματα και έδρες, μνημονεύουν αριθμούς,επιλογές και ευδοκίες,
εισηγητές και ταγοί κορυφώνουν ιδεολογίες και συνειδήσεις,
χειροκροτητές κι αντιρρησίες επιμένουν σε αφορμές και υπερβάσεις,
να προλάβεις αδογμάτιστο το αύριο, πολύφωνη τη σιωπή,
να προστρέξεις βιγλάτορας της ανάγκης, της ιστορίας αφηγητής
και να προσφέρεις προοπτική του θείου και μνήμη ανθρωπινή.
σχήμα και λόγος η μέρα τους η χθεσινή και η αυριανή απορία,
τι μέγα το χάσμα του ευδαιμονισμού από την κομπορρημοσύνη.
Το δίκιο τους ενέχυρο και το χρέος τους αναστολή και δίκη,
έλλειμμα προγραμματισμού η φήμη τους κι απίστωτη η δόξα,
γι' αυτό και κάθε γενιά που τρόμαζε και τούτη που εξουσιάζει,
σε είδαν ως παράσταση αθωότητας και δική τους ετυμηγορία
και σ' είπαν θεό δημιουργό μιας νέας δογματικής αλήθειας,
αφού ένας θεός πιστεύει και ορθοφρονεί στο ψέμα, γιατί δεν το ξέρει.
Έβαφε τη μοναξιά με αισθήσεων αντιφωνήσεις,
και μάθαινε των αστεριών να συλλαβίζουν φως.
γυμνή να χορέψει στ’ ουρανού το μπαλκόνι,
να έχει δρόμους η ψυχή, και η μνήμη γιορτή.
κορφολογήσαμε απ’ τις αθώες μνήμες
και κινήσαμε απαίδευτο θρήνο της ψυχής.
μισές πνοές μας χάλκευαν άδεια στήθια
κι έγιναν σπάραγμα τα εγκώμια του λάμπους.
και γείραμε σε ασχημάτιστη ευχή,
γιατί τα χέρια μας δεν έσμιγαν ψηλά
στην σιγαλιά της νύχτας,
το πολύτιμο΄
αυτό που κρύβεται
πίσω απ' το αχνό τρεμόπαιγμα του άστρου
κι αναζητά στο ποίημα,
το πιο χρυσό του ψήγμα.
Κι εσύ ένα μυρμήγκι στην φωλιά σου,
να βλέπεις το χορτάρι δένδρο
και την φτυσιά για λίμνη.
εκεί κρύβεται η ζωή....κάτω από έναν τσίγκο,
που χτυπά ένα μεσημέρι η βροχή
και όσοι κοιμούνται δεν ακούν τον ήχο της...
κι όσοι τον ακούν κρατούν ομπρέλα,
μόνο οι ποιητές κάθονται κάτω από το τρύπιο τσίγκο
και την τρύπια ομπρέλα και βρέχονται.... ευχαριστιακά!
και αγγίζω το κορμί σου ,
η πλάση ολόκληρη
χωράει στις παλάμες μου ,
βολεύεται στο κέντρο
της καρδιάς ,
γιατί η ομορφιά του κόσμου
και η απεραντοσύνη
έχουν τη μορφή σου .
Δυο βήματα μπροστά
απ το παγκάκι του κήπου
που συνήθιζαν να κάθονται.
Άνοιξε στη γη μια τρύπα.
Έθαψε με πόνο ένα μενταγιόν
Το δικό της
Κι ένα μικρό ξερό κλαράκι
από αμυγδαλιά.
Χειμώνας έφτανε
κι η Άνοιξη αργούσε ακόμα.
Ήταν η επόμενη μέρα
αφ' ότου εκείνη
δεν θα μπορούσε πια
να τον αγαπήσει
με τα μάτια που τόσο
τον είχαν λατρέψει.
Μετά, έβαλε πάνω στο χώμα
μια μικρή στρογγυλή πέτρα.
Για να θυμάται το μέρος
που ήθελε πολύ
να την ξανά συναντούσε.
Έφυγε.
σαν κέντρισε η μορφή της
το κουρασμένο του μυαλό,
τα πρώτα του βήματα
τον οδήγησαν εκεί.
Η μικρή στρογγυλή πέτρα
είχε χαθεί.
Σε λίγο θα χανόταν
και το λιόγερμα.
Στη θέση της μόνο η θύμηση
και μια μικρή ανθισμένη αμυγδαλιά.
Δεν σκέφτηκε πολύ.
Εδώ θα είναι, μονολόγησε.
Και κάθισε στην σιωπηλή σκιά της
για να την αγαπήσει
πάλι απ την αρχή.
Την έλεγαν Κλάρα.
Εκείνος την έλεγε... Κλαράκι μου.
Να, που έστω και αργά
η άνοιξη δεν τους ξέχασε.
σακατεμένους, παγωμένους,
γεμάτους πληγές και τραύματα,
οικτρά απομεινάρια μιας άλλης εποχής,
έτσι βλέπουν, έτσι θέλουν τους καλλιτέχνες μας,
τα Συστήματα κι οι Εξουσίες.
Ναι, υπερβολές θα σας απαντήσω,
αλλά, για ελάτε στη θέση τους.
Όχι, δεν θα αναλύσω εδώ,
προβλήματα, σχέσεις και συμπεριφορές.
Μπορείτε και μόνοι ας, αν ασχοληθείτε λίγο.
Μια προτροπή μονάχα...
με τη σκέψη τους που δεν νικήθηκε ποτέ
και με το άχραντο Φως της Τέχνης
που φωτίζει τα όνειρα τους!
την ακαταμάχητη ζωογόνα δύναμη
που απλόχερα χάρισε σε όλους μας η Πλάση!
Τον ουρανό
Μέρες που μ’ έχασα
Και μ’ απαρνήθηκα
Τις έζησα
Κόκκινο έβαψα
Το νερό
Σε δάκρυα μ’ έπνιξα
Ξεχνώντας τύψεις
Με ξεγέλασα
Κόκκινο έβαψα
Το ποίημα αυτό
Με λέξεις μ’ έσβησα
Γράφοντας μ’ αίμα
Μ’ εκδικήθηκα
κι οι αρχαιότητες.
Άλλο να είσαι κάποτε σκοπός
και άλλο μέσον…
δέν ξαποσταίνει στόν ἴσκιο μου;
δέν γλαυκαίνει ἀπ’ τό φῶς μου;
δεν θεοῦται στό χάδι μου;
θά ἀποκλήρωνε ἐμένα;
θά τούς ἀναγκάσω γοργά νά διαβοῦν.
Ἐπείγομαι ἐρωμένη μου τή δόξα νά κάνω
νά στεφανώνει τό ἔργο μου ἰσοβίως
νά θύει διαρκῶς στό ὄνομά μου.
Τό ξέρω, φιλόδοξος νέος θά ποῦν
καί ἴσως σκωπτικά σχόλια τά χείλη τους χαράξουν•
ἴσως μερικοί προχωρήσουν ἀκόμη
καί μέ ποῦν ματαιόδοξο.
Ὅμως, σύ Δόξα γνωρίζεις
πώς ἀξίζω τόν κότινο πού ὀνειρεύομαι
ἀφοῦ εἶμαι ὁ κάλλιστος τῶν ὡραίων…»
θέλω να είναι μόνο ημέρα.
Ποτέ η νύχτα να μην έρθει.
Κι όταν η νύχτα πέφτει
σαν πέτρα πελώρια με συνθλίβει.
Σκέφτομαι, μήπως ο θάνατος με φοβίζει
που συνηθίζει κυρίως τις νύχτες
να βγαίνει στο κυνήγι.
Από την άλλη πάλι σκέφτομαι τα όνειρα
καθώς τώρα με επισκέπτονται κατά ριπάς
σαν ένα πλήθος ανελέητων δημίων,
κάνοντας τον ύπνο μου θύελλα
που αρνείται να κοπάσει
παρά μονάχα όταν τα βλέφαρά μου ανοίξω.
η νύχτα να μού γίνεται οικεία,
το βλέμμα μου θα ΄πρεπε θαρραλέο
να υποδέχεται το σκοτάδι,
να μη με τρομάζει η φωνή της νύχτας
όταν στ’ αυτιά μου ανεβαίνει
για να με καλωσορίσει στο δικό της καταφύγιο.
Θα ΄πρεπε μήπως, ν’ αποζητώ της νύχτας
την παραισθητική αγκάλη,
να εγκαταλείπομαι στα μυρωμένα της εδάφη,
να παραδίνομαι στη στυφή εκπόρνευσή της,
ώσπου η σκέψη μου ανάλαφρη και διαμελισμένη,
να δραπετεύσει προς τους κήπους
με τις μύριες αυταπάτες;
θέλω ατέρμονη να είναι η μέρα,
ποτέ να μη βυθίζεται στην άβυσσο της νύχτας.
Εἶναι τούτη ἡ ἐρημιὰ
Μιὰ ξύλινη ἑτοιμόρροπη παρὰγκα
Θαμπὴ
Στὶς ἐταζιέρες
Μὲ πένθιμο χρῶμα
Χτισμένες μὲ πέτρα
Ἀπ' τὰ παλιὰ γράμματὰ σου
Συνθέτοντας μέ τόνο ἑρμητικὸ
Λείπεις
Ἕνα στρῶμα πυκνοῦ σκοταδιοῦ
Σὲ τούτη τὴν πεισματικὴ πάλη
Παρόμοια λύπη πατρίδα
Δὲν ἔχει χρῶμα
Κι ἕνα πρόσωπο ἀχνὸ
Ποὺ λείπεις
Μὲ σπασμένα δόντια
Ποὺ λείπεις
Ριγμένα
Τῶν κρεμασμένων
ἀφήνω ἀφειδώλευτα τὰ χνάρια μου
συνοδοιπορῶ ἀναγκαστικὰ
μὲ τὸν βίαιο ὑλισμὸ γύρω μου
μὲ τὸ ξεψύχισμα
ἀρκετὸς ἥλιος στὴν ψυχὴ μου
νὰ ντύσει τὸ χειμωνιάτικο κάμπο γύρω
τρυφερότητα νὰ παράγω
ὡς μιὰ ἐμβίωση ἀνθρώπινη
ὡς ἀποτυχημένος ποιητής πραγματικότητας
ἀδυνατῶ θαρρῶ
πότε ποτὲ
ἤ ἴσως
στὸ ἀτελεύτητο ταξίδι μέσα στὸν ἑαυτὸ μου
ἀπὸ τὴ σκοτοδίνη ὡς μύρο
ἀναβλύζει πλουσιοπάροχα μέσα μου
ἀγάπη
σφηνώνει τό παρελθὸν σὲ παγωμένα καλούπια
τὴν παραστρατημένη μου εὐπάθεια
ποὺ δέν εἶναι διάρκεια ὑλικοῦ κόσμου
ἀλλὰ ζῶσα ἔρημη ψυχὴ μόνη
μόνη πολὺ
νὰ μὴν ὁμιλῶ μονολογώντας
ἀνίκανη νὰ δεχτεῖ
πληγιασμένη σὲ διαρκῆ ἀγρύπνια
στὴν ὀδυνηρὴ ἀπορία τοῦ "ὑπάρχειν"
μὲ μάτια στραμμένα πρὸς τὰ μέσα πορεύεται
τὸ κορμί μὲ τὸ χῶμα συνομιλεῖ ἄραγε
σὲ ἕναν τόπο σιωπηλοῦ ἴσκιου
περιμένω ἑρμηνευτὴ στὴν πρεπούμενη ὤρα
μάταια
τὴν ὑψηλονόητη μέθη τοῦ νοῦ καλῶ
τὰ μικροσκοπικὰ τοῦτα λεξίδια αἰχμαλωτίζω
οἱ ἄλλοι ζητοῦν ζητοῦν ζητοῦν ὅλο ζητοῦν
νὰ ζήσει τὸ χρόνο καθὼς γίνεται
στὴν πρόσκαιρη γοητεία τῆς λογικῆς
ὡς πέρα ἀπὸ τὴ λογικὴ σὲ ζητῶ
=====================
Η γλώσσα είναι ταξίδι
---------- κι ο λόγος το ενδιαίτημα του ωραίου
Μ’ ένα μπουκέτο χρώματα
-------------------------------- απ’ το ουράνιο τόξο
κι ήχους από κελάηδημα πουλιών
-------------------------- κτίζει φωλιά στο Άστεγο
-------- ένα στιγμιότυπο χωρίς αρχή και τέλος
κι ο στίχος κορμός
---------------------- που παρασέρνει ο ποταμός
Η αντοχή θα φανεί στον καταρράκτη
όπου η ελευθερία γίνεται φόβος
------------------------- κι η πτήση γίνεται πτώση
--------------------- για να ζωγραφίσει το Κάλος
ή μήπως το ασπρόμαυρο
-------------------- είναι το ένδυμα του ωραίου;
πόσα συνωμοτικά σύμφωνα ενδοσκόπησης
----------------- συναρθρώνουν λόγο Κτισμένο;
---- τα θεμέλιά του, στο θολό των οριζόντων
Ο λόγος ο αεί με τις ρίζες του στο παρελθόν
-------------- και τους καρπούς του στο μέλλον
------------------------------------ σε χώρες ξωτικές
με πολύχρωμα πουλιά κι ουράνιες μουσικές
Εκεί όπου ο λόγος ο νυν και αεί
-------- κτίζει στο Άκτιστο τη φωλιά του έρωτα
==================
Η μηχανή γυρίζει
------------------------- αυτός στέκει δίπλα της
Στο χέρι του κρατάει
------------------------------- ένα κόκκινο πουλί
Τα δάχτυλά του στάζουν αίμα
------------------------ του τσακίζει τα δάχτυλα
Η μηχανή γυρίζει
--------------------------- του τσακίζει τα όνειρα
Τα όνειρά του στάζουν αίμα
Περήφανος στον πόνο, μαρμάρινος
-------- το πρόσωπό του ένα χλωμό φεγγάρι
Ας του γλύφει τα μάτια η απόγνωση
Αυτός στέκει δίπλα της
--------------- περήφανος και στην απόγνωση
Ξέρει καλά
-------- πως ο δρόμος του περνάει
--------------------------------- απ’ την απόγνωση
Ξέρει καλά πως θα πληρώνει με αίμα
Αίμα για ψωμί
----------- Αίμα για γνώση
---------------------- Αίμα για ελευθερία
------------------------------------ Αίμα για όνειρα
Αυτός στέκει δίπλα
------------------------------ στις γυμνές λεπίδες
Ξέρει καλά πως δεν φταίνε οι λεπίδες
Ξέρει καλά
πως το κέρδος αφήνει
-------------------------------- τις λεπίδες γυμνές
Ξέρει καλά
----------- πως το κέρδος μασάει τα δάχτυλα
---------------------------------- αιμορραγεί, ξέρει
Ξέρει και πληρώνει με αίμα
Ξέρει και επιμένει
-------------- να σηκώνει τη σπασμένη γροθιά
Ξέρει και επιμένει
---- με το κομμένο δάχτυλο, τεντωμένο
-------- να δείχνει στην Ιστορία το δρόμο της
------------------------------------------ δίπλα μας
ακούστε τον,
------ μην τον κοιτάτε, ακολουθήστε τον
------------------το αίμα του δείχνει το δρόμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου