Μηχανισμός εμέσματος
μια πιατέλα χώμα.
Το σάλιο, ρουφηξιά ικεσίας.
Ενώ βιασμοί μικρόσωμοι
παρηγορούν κηδείες
το γέμισμα του ήλιου
ναρκωμένος σε μια ενδοφλέβια θάλασσα.
Να μου μιλά, να της μιλά.
Ο εκσφενδονισμός των διηγήσεών του
μεταφερόταν απ' τον ουρανό
πίσω σ' αυτόν.
Παππού, είμαι η επαλήθευσή σου
Κι αν τώρα η μνήμη σου στένεψε
θυμάμαι εγώ να σου πω για την Αμμόχωστο.
Το χρώμα που ιδιοποιήθηκε ο ήλιος.
να αποκτήσεις
μια βαρκούλα ...
Αυτή
δεν φοβάται
τον πλου ...
Μα θα τρυπήσω τα δάκτυλο
με την πιο σμιλευμένη
πρώτη ακτίδα του φωτεινού ήλιου
Θα γράψω με χρώμα ερυθρό
στο γαλάζιο τ' ουρανού
το πρώτο ...
Σ΄ αγαπώ ...
Να το δεις στην πορεία σου
δώρο ακριβό
Μην δακρύσεις ουρανέ μου
και μου χαλάσεις το σχέδιο,
δεν πονώ,
μόνο ήλιε μου
γερά να στιλβώσεις το ερυθρό
μη χαθεί
ως που οι φτερούγες
της αγάπης
το αγκαλιάσουν ...
Χωμένοι στη πρασινάδα κήπων
Οι πλαστικοί νάνοι αναζητούν την Χιονάτη
ένα μήλο τους στέρησε την μοναδική ελπίδα
να φωτίζονται τ’ανήλιαγα λημέρια της μοναξιάς τους
με την άλικη ομορφιά της
Για ένα μήλο χάθηκε ο Παράδεισος και η Τροία
Χάθηκαν πια και οι Ελένες και οι Χιονάτες
Η ομορφιά ουτοπία, πλανά και πλανάται
Τα παραμύθια δεν τα πιστεύει πια κανείς
Μονάχα η Εύα γυρίζει μες τον χαμένο παράδεισο
με ένα φίδι να έρπει συντροφιά της
Όταν η καρδιά στραγγίσει και την τελευταία σταγόνα
Καταπίνοντας τις μηδαμινές επιλογές
όταν το λογισμικό του μυαλού
δώσει εντολή διαγραφής της μνήμης
Όσες φορές προσπάθησα να σ ’αγαπήσω
Παρακαλούσα τ ’αστέρια
Να φωτίσουν τον αστερισμό της Αφροδίτης
Να δώσουν λίγο από το δανεικό τους φως
Στα ερέβη του σκότους μου
Παρακαλούσα να κτυπηθώ αλύπητα
Από την μοιραία σαϊτιά του έρωτα
Να ερωτευτώ ξανά, να νοιώσω στις φλέβες μου
Να κυκλοφορά με ορμή το αίμα
Την αδρεναλίνη να χτυπήσει κόκκινο
Βάφοντας τις παρυφές του ονείρου μου
Δίνοντας παλμό στον αδύνατο κτύπο της καρδιάς
Όταν η αγάπη πεθάνει
Θάβεις μαζί της το μισό εαυτό σου
Τον άλλο τον έχεις θάψει ήδη στο βωμό της αγάπης…
ποτέ στην καρδιά του δεν μπήκε
Τούτη η θετή πατρίδα
που ρούφηξε τα νιάτα
του μετανάστη.
Εικοσιενός χρονών τότε ,
τώρα στα πρώτα ….ήντα
κι αυτός!
Ν'απομένει περαστικός
να αεροβατεί τον γυρισμό
Η θετή χώρα πολλά τον έμαθε
Δυνατό τον έκανε .
Τόσα του έδωσε
που η μάνα πατρίδα ,
η ζυμωμένη στο είναι του
ποτέ δεν θα του δίδασκε .
Δεν θα μπορούσε
να του προσφέρει την εμπειρία
που πάντα καταφέρνει
την καλύτερη περιγραφή.
Άσε τον άνεμο να κάνει ένα τραγούδι
Για να σε φτάσω
Ενημερώστε τα πουλιά
Να χτίσω ένα σπίτι αγάπης. Σε εμάς
Ακούστε το τριαντάφυλλο
Βάλε τα φύλλα στη μέση
Να σας ακούσει η αυγή και να φωτίσει τη μέρα σας
Για να ακούσει το παιδί να κρέμεται στα αθώα του
Μην ξεγελιέστε με το να σας εξαπατούν.
Να το ακούσει το φεγγάρι και να κάνει ασήμι
Είμαστε το tonerimiz μας
Άντε να περάσει η ώρα
Στέκομαι στις καρδιές μας
Μην ξεχνάμε και ας μην απομακρυνθούμε
Και το χαμένο
Κάθε μέρα της ζωής μου.
να καλημερίζω την κάθε μέρα σου
μέχρι τα πιο κρυφά της ακρογιάλια
και σπουργίτι
κουρνιασμένο τα βράδια στα κλαδιά της
να την καληνυχτίζω
βρέθηκα τώρα καράβι στο βυθό
κυνηγημένο απ’ τον ουρανό σου
αλλά δεν πνίγομαι
- μ' ακούς;-
δεν πνίγομαι
γιατί χρόνια πολλά
προτού να με γνωρίσεις
ήμουν χελιδονόψαρο
και διαθέτω βράγχια.
ο πατέρας μου
καθώς πελεκούσε τα ξύλα
πελεκούσαν τη σκέψη μου
τέσσερα ονόματα
που ο ίδιος είχε γράψει
πίσω απ' την πόρτα μιας ντουλάπας
εκείνα τα ονόματα
ποτέ μου δεν κατάλαβα
ούτε ποτέ
τον ρώτησα να μάθω
που ο πατέρας
δεν είναι πια εκεί
να πελεκά τα ξύλα
αυτά τα τέσσερα ονόματα
δεν έπαψαν ποτέ να πελεκούν
τη σκέψη μου
και χαίρομαι
γιατί καταλαβαίνω
πως ό,τι πελεκά τη σκέψη
φτιάχνει την αθανασία.
Μετουσιώνω τις σκέψεις
σε λέξεις, στίχους, στροφές
σαν με γυρνάνε σε κάθε στιγμή
που αγάπησα και θέλω παράφορα
να χαράξω σ’ άσπρο χαρτί.
Να το πονέσω με μια πένα
που ταξιδεύει και με εκδικείται
σαν αμείλικτα ο οίστρος αστροπελέκια ρίχνει
στου κόσμου τις άδειες γραμμές.
είδα τα κόκαλα τους άσπρα στον ήλιο.
Η σάρκα χαμένη όπως ετάχθη,
μόνο η ψυχή φτερούγιζε στον άνεμο
με της βροχής το άσμα το γνώριμο
πριν ταξιδέψει στο τέλος του Χρόνου
πριν η Εικόνα να ξεθωριάσει
αντίκρισα το αίνιγμα στο φως
καθ’ομοίωση της αρχαίας πνοής
με συνάντησε ο τρίτος στίχος
στους ήχους της σιωπής τoυ κόσμου.
μου είπαν μια φορά
πολλούς καιρούς
σ΄ένα νανούρισμα
τρέφει
-αμήν -
ο ύπνος τα παιδιά
άγια στιγμή τους τζιαι τζιυρά
κάθε βράδυ ανάγκη ήτανε να κοιμηθώ
πολύ το θέλανε
να ησυχάσει η έγνοια τους
για το αυθόρμητο της ηλικίας
εγώ παιδί δεν ήμουνα
κι ας ήταν οι λέξεις μου μισές
από φόβο λεν
από τρόμο λέω
πρέπει να είναι το ένα μάτι ανοικτό
η διαίσθηση ακάθιστος ύπνος
ξέρει ο κόσμος να περπατάει στην πλάτη μου
την κατάλληλη στιγμή
να αμολάει τατουάζ της εποχής
κάποιο στυλό της μοίρας μου θα έσπασε
ανεξίτηλη μουντζούρα κουβαλώ
μα δεν τη βλέπω
Το σπίτι μίλησε απότομα μια μέρα
καθώς ξεσκόνιζα ξανά την απουσία σου
Στίλβωνα τις ώρες που γεννήσανε ανάμεσά μας
την αόρατη δέσμευση δύο βλεμμάτων
που δεν αγάπησες
την πεντακάθαρη απουσία σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου