Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

ΚΛΕΦΤΕΣ - Η μαγιά της λευτεριάς (Πηγή: Πάπυρος Λαρούς - Μπριτάννικα)

 (Προτείνει η Βασιλική Κοκκίνου)



Οι κλέφτες ήταν σώματα αντίστασης των υποδούλων εναντίον της Οθωμανικής εξουσίας που η δράση τους εκτείνεται σε ολόκληρη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και αναπτύσσεται κυρίως στους ορεινούς όγκους της ελληνικής χερσονήσου. Καθώς η τουρκική κατάκτηση ανάγκασε τους κατοίκους πολλών πεδινών περιοχών να τραπούν προς απομακρυσμένους και δυσπρόσιτους τόπους για να αποφύγουν την ταπείνωση και την καταπίεση, τα ελληνικά βουνά υπήρξαν καταφύγιο μικρών ή μεγάλων ομάδων, ιδιαίτερα κατά την πρώτη μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης περίοδο. Στους οικισμούς που δημιουργήθηκαν, οι φυγάδες αντιμετώπισαν οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης : το χώμα για την καλλιέργεια ήταν λιγοστό, το νερό σπάνιο, οι καιρικές συνθήκες τον χειμώνα δυσμενείς και η απομόνωση από τον κόσμο του κάμπου ήταν πολυήμερη και όχι σπάνια πολύμηνη. Μέσα στα πλαίσια της καινούριας ζωής, οι οικογένειες και τα άτομα ξαναγύριζαν στις αρχέγονες πηγές της ζωής, στην κτηνοτροφία και τη γεωργία, ενώ συγχρόνως στους ορεινούς πληθυσμούς δημιουργήθηκε η ψυχοσύνθεση του αντάρτη, του ανυπότακτου που αρνείται να συμβιβαστεί με την εξουσία και καταφεύγει, τόσο για την ηθική του ικανοποίηση όσο και για την κάλυψη των υλικών αναγκών του, στην αρπαγή, μοναδικό τις περισσότερες φορές μέσο για τη συντήρησή του.

Από τους οικισμούς αυτούς προήλθαν σε μεγάλο ποσοστό οι κλέφτες που με το πέρασμα των χρόνων, κυρίως τον 18ο αιώνα, αποτέλεσαν την έκφραση ενός έντονου φιλελευθερισμού και απλώθηκαν σε όλο τον ελληνικό χώρο, από τη Μακεδονία ως την Πελοπόννησο. Για να φθάσει όμως ο κλέφτης να γίνει ο θρυλικός αγωνιστής της ελευθερίας όπως μας τον παρουσιάζουν τα δημοτικά μας τραγούδια και η παράδοση, χρειάστηκε να περάσουν περίπου τρεις αιώνες μετά την Άλωση. Το «σύστημα των κλεπτών» που ήταν κατά τον Ιωάννη Φιλήμωνα «το πρότυπο πολεμικόν σχολείον της μελλούσης μεταβολής σχηματίζον την πρώτην στρατιωτική δύναμιν της Ελλάδος», ξεκίνησε από ομάδες που η συμπεριφορά τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ληστρική. Η αλλαγή όμως που πραγματοποιήθηκε υπό την επίδραση πολλών παραγόντων, και κυρίως των πολεμικών γεγονότων στον ελληνικό χώρο κατά το τέλος του 18ου αιώνα (Ορλοφικά, Λάμπρος Κατσώνης), ήταν τόσο και τέτοια ώστε να θεωρούνται οι ομάδες των κλεφτών και των αρματολών οι πυρήνες και η βάση για την εθνική εξέγερση του 1921 που προετοιμαζόταν.

Τη ζωή, τα βάσανα και τα ηρωικά κατορθώματα των κλεφτών ύμνησε το δημοτικό μας τραγούδι. Παράδειγμα, αυτό που ακολουθεί :

     ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά
πάνε για να πατήσουνε την Ντροπολιτσά.
Στον δρόμο που πηγαίναν γέροντ’ απαντούν.
Γεια σου, χαρά σου, γέρο. – Καλώς τα παιδιά.
Πού πάτε παλικάρια, πού πάτε ρε παιδιά;
Πάμε για να πατήσουμε την Ντροπολιτσά
Ώρα καλή, παιδιά μου, να πάτε στο καλό.
Έλα μαζί μας, γέρο, γεροντόκλεφτα.
Δεν ημπορώ, παιδιά μου, γιατί εγέρασα,
μον’ πάρτε τον υγιό μου τον μικρότερο
πόχει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτερά
που ξέρει τα λημέρια που λημέριαζα,
που ξέρει τις βρύσες πόπινα νερό.

ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ / Αλεξανδρής Γεώργιος




Κι όταν έσμιξαν οι επιθυμίες με τα όνειρα
και ημέρεψαν οι κρυφές φωνές και χτύποι
σε κείνα τα πρώιμα και ασχημάτιστα χρόνια,
στα μάτια σου έλαμψε η δικαιοσύνη
της ώριμης βιασύνης κι αθόρυβης σεμνότητας.
Στη διάφανη σιωπή σου και το ζωγραφισμένο γέλιο,
φέγγισε της ψυχής μας το λευτέρωμα
κι η ξαστεριά στο σκλάβωμα της αγάπης.
Λιόγιομη της χαράς αυγή τ’ αντάμωμά μας
κι ο χωρισμός, νύχτα των λογισμών και αγωνίας.
Είχε ο κόσμος λάμπρισμα στις άγνωστες τις  στράτες,
παιδί καθώς έτρεχα  σε μύθους και ιστορίες,
τον πόθο τον πρωτόγνωρο θησαύρισμα να κρατήσω
κι μ’ ένα τρισάγιο φωναχτό και απλωμένα χέρια
να γείρεις κόρη των θεών και νύμφη των ανθρώπων,
γλυκό μαντάτο ν’ ακουστείς, μούσα να σε θαρρέψω
για να ‘ναι η ζωή ξεφύλλισμα στου έρωτα τη βίβλο.
Αισθήματα πρωτόλεια, αγνά και άδολες οι σκέψεις
χωρίς αναρωτήματα, προτάγματα και δοκιμασίες.
Οι μέρες ήταν βέβαιες, κοινές και λύτρωσης υμνωδία
στο συνεπαρμό της ομορφιάς,στο μάγεμα της σαγήνης.
Πλατύ κατώφλι η χαρά, η ευτυχία μοιρασιά  και στέγη,
θέλγητρο η βάσανος της προσμονής και κάλλος η αγωνία.
Οι μνήμες, διάπλατα ανοιχτό παράθυρο του χρόνου
και  γλύκασμα αναπόλησης, χωρίς απαντοχές και προσδοκίες

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Ιστορίες


Στον Μιχάλη Χ.
Οι ιστορίες του παππού
τα παιδικά του χρόνια
το χωριό
η πρώτη του δουλειά στην πόλη
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η προσφυγιά
η ιστορία του παππού
που έφυγε μια μέρα έτσι απρόσμενα
όπως φεύγουν όλʼ οι παππούδες
μια μέρα
έτσι απρόσμενα.

Ο ήχος των ανθρώπινων ζωών / Bukowski Charles (μετάφραση: Νίκος Αδαμόπουλος)


παράξενη ζεστασιά, ζεστά και κρύα θηλυκά,
είμαι καλός στον έρωτα, όμως ο έρωτας δεν είναι μόνο
σεξ. οι περισσότερες γυναίκες που έχω γνωρίσει
είναι φιλόδοξες, κι εμένα μου αρέσει να τεμπελιάζω σε
μεγάλα αναπαυτικά μαξιλάρια στις 3
το απόγευμα, μου αρέσει να χαζεύω τον ήλιο
ανάμεσα απʼ τα φύλλα κάποιου δένδρου
καθώς ο κόσμος εκεί έξω κρατιέται
μακριά μου, το ξέρω πολύ καλά, όλες αυτές οι
βρόμικες σελίδες, και μου αρέσει να τεμπελιάζω
με την κοιλιά μου προς το ταβάνι αφού κάνουμε έρωτα
όλα να ρέουν προς τα μέσα:
είναι τόσο εύκολο να είσαι χαλαρός – αρκεί να το αφήσεις να συμβεί,
μόνο αυτό χρειάζεται.
αλλά το θηλυκό είναι παράξενο, είναι πολύ
φιλόδοξο – να πάρει! δεν μπορώ να κοιμάμαι όλη τη μέρα!
το μόνο που κάνουμε είναι να τρώμε! να κάνουμε έρωτα! να κοιμόμαστε! να τρώμε! να κάνουμε έρωτα!

αγαπητή μου, λέω, υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω αυτή τη στιγμή
που μαζεύουν τομάτες, μαρούλια, ακόμα και βαμβάκι,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν κάτω απʼ τον ήλιο,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν σε εργοστάσια
για το τίποτα, για πενταροδεκάρες
μπορώ να ακούσω τον ήχο των ανθρώπινων ζωών να θρυμματίζονται…
δεν ξέρεις πόσο τυχεροί
είμαστε…

όμως εσύ τα κατάφερες, μου λέει,
τα ποιήματά σου…

η αγάπη μου σηκώνεται από το κρεβάτι.
την ακούω στο διπλανό δωμάτιο.
η γραφομηχανή δουλεύει.

δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η προσπάθεια και η
ενέργεια
έχουν καμία σχέση
με τη δημιουργία.

υπόθέτω ότι σε θέματα όπως η πολιτική, η ιατρική,
η ιστορία και η θρησκεία
κάνουν επίσης
λάθος.

γυρίζω την κοιλιά μου από την άλλη μεριά και κοιμάμαι
με τον πισινό μου προς το ταβάνι έτσι για αλλαγή.

Ο καιόμενος / Παπασταθόπουλος Γεώργιος

 

                     

 

                               Με την απελπισία στη ματιά,  

                               ζούσε χωρίς ζωή σε χώρα ξένη  

                               και στο κορμί φορούσε μία χλαίνη,  

                               που μια βραδιά της φούντωσε φωτιά!  

 

                               Ήταν αυτό του νου του αποκοτιά;  

                               Ή μήπως η σκληρή του ειμαρμένη;  

                               Ήταν από καιρό απόφαση παρμένη,  

                               του κόσμου να μας δείξει την ψευτιά!  

 

                               Κι έγινε παρανάλωμα στο σκότος  

                               κι άφησε μοναχά μια φούχτα στάχτη,  

                               επάνω στης καμένης γης το χώμα,  

 

                               για ν’ ακουστεί στα πέρατα ο κρότος  

                               του μάρτυρα εκείνου και του κράχτη,  

                               εμάς για ν’ αφυπνίσει από το κώμα!  

Οι λυπημένες φράσεις / Δημουλά Κική


Με ημέρα αρχίζει ή εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει,
Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντ’ από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά πού δε συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια άπ’ τα παράθυρα
ποια γυναί – ποια γυναί – ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά σιγά η Κυριακή μεσουρανεί σαν τρομαγμένη απορία.

Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί – ποια γυναί – ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, εν’ αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε…

Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Με πράγματα πού δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες στους δρόμους τους εμπορικούς, τις
Κυριακές.

Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
“Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δε γίνεται
με ρίμες
ήλιοι – Απρίλιοι,
ήλιοι – Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια άπ’ τα παράθυρα
ποια γυναί – ποια γυναί – ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ’ άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.

Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί – ποια γυναί –
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.

Χαικού του Ε. Μύρων

 Βρήκε κρεβάτι

για φέτος· σ’ ένα σκαλί
της Πατησίων.

Αυτός γύμναζε
την ψυχή του· σήκωνε
όποιον έπεφτε.

Το ξυράφι σου
ξέχασε πως κάποτε
ήταν λουλούδι.

ΗΜΙΤΕΛΗ ΤΕΛΗ / Λέκα Κατερίνα


Σερβίραμε τον αποχαιρετισμό
σαν ένα άγευστο, κακόγουστο πιάτο.
Εφόσον δεν μπορούμε να το παραδεχτούμε στον εαυτό μας
Ας το παραδεχτούμε ο ένας στον άλλον,
– δεν αξίζαμε τέτοιο τέλος.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

Ο άστεγος / Παπασταθόπουλος Γεώργιος

                                                               

   

                      Άστεγος ξαπλωμένος σε μια κόχη,  

                           που της ζωής τον πρόδωσε η ρουλέτα,  

                           στο δρόμο, σε μια ξύλινη παλέτα,  

                           μουσκεύει στου χιονιά τ’ ανεμοβρόχι!  

 

                           Το λάρυγγά του πνίγουνε οι βρόγχοι,  

                           μαργώνει και της χλαίνης του τα πέτα  

                           σηκώνει και σαν σκιάχτρου σιλουέτα,  

                           φαντάζει που φυλάει το μετόχι!  

 

                           Αδιάφορος ο κόσμος προσπερνάει,  

                           κανένας δεν του ρίχνει μια ματιά  

                           και βιαστικός την πλάτη του γυρνάει  

 

                           μέσα στην παγωμένη τη νυχτιά!  

                           Αδέρφια, κεφαλή ποιος θα γυρίσει  

                           στον άστεγο προτού να ξεψυχήσει;  


Ανθρώπινη Ζούγκλα /Σαλίβερος Νικόλας



(Βασισμένο στις 10 τεχνικές χειραγώγησης των  μαζών

υπό Νόαμ Τσόμσκι)

Και δύο* ημέτεροι.

(Σε έμμετρη κι’ελεύθερη απόδοση)

--

1-Στις μάζες κατευθύνουν,οι «Λέοντες», τη σκέψη

με κάλπικες,ανόητες και χωνευτές πληροφορίες.

Γίνονται τούτα για τη δική τους μοναχά την τέρψη,

αφού άλυτες μένουν στις μάζες της αλήθειας απορίες.

/

2-Πλάθουν αλλόκοτα προβλήματα προμελετημένα

και σαν σωτήρες πρώτοι σε τούτα τάχατες αντιδρούν.

Σπεύδουν με όπλα λύσης δολίως κατασκευασμένα

σε δήθεν ελευθερία με ΄λόγια τις μάζες να επιδρούν.

/

3-Αγάλια-αγάλια ,αθιβολής φροντίζουν διδαχή

της μάζας να αφανιστεί η βασική αξιοπρέπεια.

Απόθητης  επανάστασης αποσωβούνε την αρχή,

δίχως αιδώ και τέλος στην αχρεία αμετροέπεια,

        /

4-Το «αναγκαίον κακόν» θεσμοθετούνε ως μοιραίο

Ταγοί, Ελίτ και μιμητές, να ωφελούνται τους καρπούς.

Η ελπίδα μένει στης Πανδώρας τον πύθο, επί ματαίω,

αφου  σπρώχνει  τις θυσίες σε μέλλοντος ατραπούς

/

5-«Θέαμα  κι’ άρτος αζύμωτος,πενίας πούναι τεχνική,

όπως ταϊζουν τα παιδιά,που προτιμούν παιχνίδια.

Στην απειρία του παιδιού , θύματος αρμόζουν  ταχτική

και το δικλό τους σώμα στολίζουν με χρυσοδαχτυλίδια.

/

6-Την λογική της μάζας στέλνουνε στον αγύριστο

και με τα συναισθήματα κυκλώνουν κάθε κρίση.

Ελέγχουν έτσι , αγέλης το υποσυνείδητο

φυτεύοντας φόβο π’ουδέποτε προσφέρει λύση.

/

7-Με μέτρια παιδεία τις μάζες συνεχώς ποτίζουν

και φτιάνουνε γέφυρες απροπέλαστες στη γνώση.

Τύχης οι μέτριοι , σε θώκους όλβιους καθίζουν,

την μετριότητα τους κρύβουν κι’είν’ άφοβοι στη πτώση.

/

8-Προτρέπουν φτηνό ξέδομα αντι ψυχαγωγίας

και τ’ανόητο βραβαίβουν,ας είναι και χυδαίο.

Ιντριγκες, φράξιες ,ομερτά, ναοί μυσταγωγίας,

ενώ οι μάζες θεωρούν το μέτριο  σπουδαίο

/

9-Αντίσταση και δράση στο μηδέν,απ’ αυτό-ενοχή,

 λόγω ,στην άρνηση θέλησης κι’ ενέργειας αθρόου.

«Βέλτιστον το μη χείριστον» στις μάζες κάθε εποχή,

  φτύνοντας τη δύναμη της αλήθειας του αθώου.

/

10-Η επιστήμη φόρτησε συσσωρευτές αγνοίας,

και μ’αυτούς ως σε κλουβί,οι αδαείς γνωρίζονται.

Οι μάζες αγνοούν τ’ατόμου τους πηγή κι’εννοίας,

και με νόμους άδικους πάντα  ποδηγετίζονται

*1(11)-Το χρήμα, όπλο ανίκητο, στ’αγγάρεμα του σκλάβου

           σ’όποιο δρομί  ο «δυνατός» στη ζούγκλα επιλέξει.

            Οι μάζες παραμένουν σ’ απρόσιτη πλευρά του κάβου

            κι’η λευτεριά μολύνεται ακόμα και σαν λέξη.

2-(12)-Οι δυό δικοί μου προστίθονται να δώσουν δώδεκα

           αφού ,σαν αριθμός  κυβερνάει χώρο και χρόνο.

          Σαν οι πολλοί κι’ εγώ στο δώδεκα παραδόθηκα,

          αφού πιστεύοντας σ’αυτόν κλουβιού διώχνω τον πόνο.

Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Αλληγορία / Δημήτρης Ξύστρας


Μη με ρωτάς για το θεό
αν ψάχνω να τον βρω.
Μην με ρωτάς για ποίηση,
δεν ξέρω τι να πω...
Ίσως θα πρέπει να σου πω:
πολύχρωμα γεράνια
π` ανεβοκατεβαίνουνε
ψηλά στον ουρανό..;
Ίσως θα πρέπει να σου πω:
και για χλωμά φεγγάρια
που πλέκουν τα μεσάνυχτα
με το δικό τους φως..;
Μα δεν γνωρίζω να σου πω
σταμάτα να ζητάς
ατίθαση απάντηση,
με γέλιο ή με δάκρυ,
λόγια που βάζουνε
φραγμούς στη ποίηση
και άκρη..!
Εκεί που κοντανάσαινα
στης ξενιτιάς τη στράτα,
δίψασα και μου φέρανε
νερό να δροσιστώ.
Δίψασε όμως κι η ψυχή
κι εζήτησε να έχει
κάτι κι αυτή να "δροσιστεί".
Και σφύριξαν τα χείλη μου
ένα γλυκό σκοπό και ήπιε
και ξεδίψασε, που εβρέθηκε
μονάχη ,εκεί στην έρμη
ξενιτιά μακριά από το θεό.
Μια νύχτα που σαλεύανε
του φεγγαριού τα φώτα
πάνω στο τζάμι,
εφαίνονταν, διπλά
και τρίδιπλά...
κι όταν το έκανα γραφή,
έγινε σαν το ποίημα
και ήπιε πάλι η ψυχή,
μ`αυτή την αφορμή.
Όπως με παίρνουν
οι ρυθμοί,
σαν άνεμοι ανταληγείς,
κόντρα
στους άλλους τους καιρούς,
θα τρέχουν οι καημοί.
Είναι σαν άπειρο,σαν φως..;
Το κάθε τι με τον καιρό..;
Μη με ρωτάς η ποίηση
αν είναι ωραία λόγια,
μη με ρωτάς για το θεό
δεν ξέρω να σου πω

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Γιάννης Ρίτσος: 5 ποιήματα, 5 αναστεναγμοί...

 


Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου

 

ΑΠΟΨΕ νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.

 

Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.

Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.

 

Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία

και φύλαξε τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναυθαλίνη.

 

Φωτιά ερημική στο βραδυνό βουνό. Δεν είναι

βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα

να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ’ την ίδια τη φωνή σου

που ενθαρύνει σιγά τον εαυτό της.

 

ΚΙ ΌΜΩΣ είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.

Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ’ το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.

Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης

κ’ ήξερες πως κάθε Κυριακή

στο προαύλιο με τα’ άσπρα και μαύρα πλακάκια

οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους

και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.

Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής…


**


Ρωμιοσύνη

 

Ι

 

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,

αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

 

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,

σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

 

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ’ οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.

H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.

Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.

Όλοι διψάνε. χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα

τους.

 

Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,

μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους

σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

 

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι

το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους

το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –

έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό

κ’ έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους

σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

 

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένια τους

όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους

όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

 

Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,

έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους

ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας

από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος

η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο

πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους

η βροχή χτυπάει στα κόκκαλα τους.

 

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα

βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε

το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

 

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,

γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα

όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –

πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,

μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη

και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους

για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

 

**

 Η σιωπή δυο ανθρώπων

 

Θέλω να σου δείξω όλες τις κάμαρες

την άσπρη, την τριανταφυλλιά, τη φυστικιά, τη μαύρη

και τα παλιά ντουλάπια και τα μπαούλα και τα μικρά συρτάρια

και τα υπόγεια με τα’ άδεια κιούπια και με τα σπασμένα έπιπλα

 

να σου ανοίξω όλες τις πόρτες και τα παράθυρα

να σου φανερώσω απ’ όλες τις μεριές τ’ αστέρια

να σου πω για τον ίσκιο που μεγαλώνει στον τοίχο όταν ανάβει η λάμπα

για τα δυο κουρασμένα τρίγωνα που γράφει το φως του φεγγίτη στο κεφαλόσκαλο

σαν τους δυο λυγισμένους αγκώνες που ακουμπάνε στα γόνατα της λύπης

να σου πω για το μικρό χαμόγελο που κρύβεται σ’ ένα ποτήρι νερό

για το μεγάλο πόνο που κρύβεται κάτου απ’ το χαμόγελο

και για το χνούδι του καρπού που βασανίζει τα δάχτυλα της αγάπης

να σου δείξω πόσο μικρός είμαι

πόσο μεγάλος είμαι

για να μη μείνει κάτι δικό μου που να μην είναι δικό σου

για να σμίξουμε πέρα απ’ τα χωριστά μας σώματα.

 

Η Μαρία σώπαινε.

Δεν άνοιγε κανένα παράθυρο. Μη και δεν είχε κανένα παράθυρο;

Κ’ η σιωπή φάρδαινε ανάμεσα μας, όπως το ποτάμι, όπως η θάλασσα.

Καθόμαστε στις αντίθετες όχθες και κλαίγαμε. Ώσπου ανέβαινε η σιωπη και μας έπνιγε.

 

Πέστε μου πού θα σμίξουμε;-είπε. Πέστε μου πού θα σμίξει η σιωπή τα δάχτυλα μας;

Πιο μέσα απ’ τα δάχτυλα μας που θα σμίξουμς; Ποια κραυγή

θα σπάσει αυτά τα μαύρα τζάμια-όχι να γνωριστούμε ή να γνωρίσουμε

μα να ορίσουμε ακριβώς τη θέση μας, ν’ αλλάξουμε τους κύλινδρους της ρίζας

έτσι που η ρίζα και το φύλλο νάναι σύμφωνα στο φως. Ανοίχτε τα παράθυρα.

Ανοίχτε τα παράθυρα, είπε.

Κάθε μέρα λιγότερη σιωπή κρύβουν τα λόγια μας.

Τα παράθυρα βλέπουν στον ουρανό, στα σπίτια και στα στάχυα.

 

 **

Αποχαιρετισμός (1957)

 

 (Απόσπασμα 1)

 

(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)

 

ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ πια τα ψέματα-δικά μας και ξένα.

Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς πια

να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.

 

Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,

να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ-(για ποιόν; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.

Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατο μου μια ύστατη γνώση,

ή γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.

 

Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία –

Σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας και περιμένεις

ν’ ακουστεί  μια πελώρια κραυγή (ή του παιδιού ή του Θεού), μια κραυγή πιο τρανή       απ’ τη σιωπή

 που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις

να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μιαν άχρωμη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.

 

Μαρμαρωμένη ησυχία,- μ’ όλο που ακούγονται

οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές-πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται

στεγνά σαν σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν

και μένουν σ’ ένα ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία,-

μ’ όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω-

 

Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας, μπροστά

ένας μικρός  ή ο ατέλειωτος θάνατος, στη μέση

(στη μέση;) εγώ.-Ποιός εγώ;-Τι είναι

ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος:

ένας τμηματικός ή ολόκληρος θάνατος; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.

 

ΙΣΩΣ  και να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα

Ν’ αντέξω την καταφρόνια ή τη συγνώμη ή και την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα

να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας; Θα μπορούσα

να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα

σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη

που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της;

 

Ίσως μπορούσε, κι έτσι ακόμη, νάταν όμορφα-

μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα  του παραθύρου

παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη λεπτή σημαιούλα της

μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη χαραματιά της πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης

που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.

Η φωνή ενός παιδιού-δε μπορεί- θ’ ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα

Κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας-η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ’ άγγιζε,

η ματιά μιας γυναίκας που δε σε είδε και την είδες.

Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ’ άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου

μες στο  ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως

τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα

σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του νησιού μας.

 

Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.

Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.

Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος

Μήπως και δεν μπορέσω να πεθάνω. Συγχωράτε με.

Ίσως οι τέσσερις σύντροφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα-δηλαδή πιο ειλικρινείς.

Εγώ ήμουν  αδύναμος : Ντράπηκα. 

…………………………….

 

(Απόσπασμα 2)

 

ΠΟΤΕ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς

Μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει

την πατρίδα με τις ελιές της, τα’ ακρογιάλια της, τα βάσανα της,

με τα καΐκια της μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιο αγέρα της,

τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.

Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτή τη πέτρινη σήραγγα που η έξοδος της

είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω :

από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.

Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.

 

Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια-

μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας,

μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου,

μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου

θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη

τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη

σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο,

σαν άσβηστη δάδα μέσα σε όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας

σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.

Μπορώ λοιπόν να επαναλάβω :

«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα  και το αίμα μου

– το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου,

ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,

πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα

όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ε λ ε υ θ ε ρ ί α»

και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά

και σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάσετε, σύντροφοι –

στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,

γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης. 

 

 

 **

Η γέφυρα (1959)

 

(Απόσπασμα)

 

Δε μας εξευτελίζουν  οι μικρές ανάγκες μας,

Αυτές μας σώζουν μάλιστα, μας δίνουν

ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε, να μείνουμε όρθιοι, να δουλέψουμε,

κ’  η γνώση τους κ’  η αποδοχή τους είναι η νέα αδελφοσύνη μας,

είναι η αρχή της βαθειάς ελευθερίας μας,

είναι η άγια εκείνη ειλικρίνεια

η πρώτη και ύστατη του ανθρώπου, τόσο που κάποτε

μπορεί να κλάψεις από τρυφερότητα

γι’ αυτή σου την ομολογία, γι’ αυτή σου τη ταπεινοσύνη,

γι’ αυτή την περηφάνια που γεννήθηκες και θα πεθάνεις,

γι’ αυτό σου το έργο που ξεκίνησε απ’ αυτές τις ανάγκες σου

να προσφερθεί στις ανάγκες των άλλων,

στις αιώνιες ανάγκες του ανθρώπου – αιώνιο έργο.

 

Κάθε φορά ξαναγυρνάω κοντά σας – κ’ είναι μια χαρά για μένα

Να ξέρω πως με περιμένετε, να ξέρω την ωραία υπομονή σας

Και τη βαθύτητα της εμπιστοσύνης σας. Λοιπόν αφήστε με

Να ξαναπώ τα’ άρθρα της πίστης μας με την απλή ιερατικότητα μαθητευόμενου,

με το γλυκύ ενθουσιασμό του νέου προσήλυτου που αποστηθίζει 

τα’ άρθρα της ζωής γραμμένα με μεγάλα κόκκινα γράμματα

στην πρόσοψη της ιστορίας και του ορίζοντα :

Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή του ψωμιού,

Πιστεύω πως η πρώτη πρόοδος είναι η αύξηση παραγωγής ψωμιού για όλους,

Πιστεύω πως το πρώτο χρέος μας είναι η ειρήνη,

Πιστεύω πως η πρώτη ελευθερία μας δεν είναι η μοναξιά μας,

Αλλά η συντροφικότητα μας, όσο για τα’ άλλα,

Πάντα θα υπάρχει καιρός και για κείνα, μα από κει και πέρα.

Γι αυτή τη γέφυρα ήθελα να σας μιλήσω –

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.