Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Δ (απόσπασμα)




Άνοιγε κόκκινο στη μνήμη:
μία ρωγμή στο τρυφερό
κουφάρι ενός κορυδαλλού.


α'

Δεν ήθελα να ξέρω τ' όνομά της-
χαμογελούσε κ' έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.

Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μού συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.

Έψαχνα στα τυφλά
τον δρόμο για την επομένη.


β'

Λίγο τα πριν μεσάνυχτα
και πίσω απ' την κουρτίνα
ντυνότανε χοντρό κόκκινο δέρμα,
χτένιζε τα μαλλιά
κι άνοιγε το παράθυρο στο μέσα σπίτι
κ' έτρεχε νύχτα.
"Τίποτα δεν είναι τυχαίο", μονολογούσα,
"τίποτα", και σηκωνόμουν το πρωί
με πόνους στο σαγόνι.


γ'

Τραβιόταν η Δ. στη γωνία
-τα πόδια της ως τον μηρό στην πίσσα-
γονάτιζε και σήκωνε τα μαλλιά
και τίναζε τ' άστρα απ' τον αυχένα.

Σαν να 'νιωθα τι είχε συμβεί-
ξερίζωνα τ' άσπρα κυκλάμινα
που είχαν προλάβει να φανούν
κάτω απ' τη γλώσσα μου.


δ'

Φυσούσε μια πίσω φωνή και ζωντάνευε,
μούδιαζε το χέρι μου. Δεν άκουγα
νέα την απορία και αν αίμα
δικό σου ήταν και μάλιστα
σε φως ημέρας;
Δεν ήταν και ησύχαζα
μια ανάσα ελλείμματα. (Σκεφτόμουν ένα πρόσωπο
μαρτυρικά στο πρόσωπό μου: βιαστικά
βαλμένα αυτιά, κακοραμμένο στόμα
δανεικό μου) και δεν υπήρχαν εγκλήματα: πληγές
υποψία, πάτωμα στρωμένο τη βαριά, την απέριττη

νύχτα.
Και μάζευαν, μάζευαν τα χείλη της: διάβαζα "ρίζα"
και φυσούσε μια πίσω φωνή και διάβολε
Δεν ήταν και το χέρι στο χέρι της
επέμενε την άρνησή μου.

(....Ηλέκτρα: )

Κι αν έκοψες θρήνο ερεβνό μαλλιά από τα μαλλιά σου,
δεν πλήγωσες σιωπή – παρά στην άκρη.
Ξέρω: δεν θα δεχόσουν καν
την ύστερη παράδοση της ομορφιάς στον πόνο.
Κι’ ούτε πως είδες μάτια στον δικό νεκρό μου∙
κι’ ούτε πως ράγισες
δάκρυ φωνή σ’ ένα ψοφίμι στόμα.
Μόνη σου, τώρα! – μια αράχνη μέταλλο από φως
τρέχει στο μέτωπό σου. Τίποτα, τίποτα!
– κάτι βουβά οστό κοιμάται πόρνη αυτή την πολιτεία∙
βαθύ μαχαίρι σπλάχνα ουρανός κι ο Έλληνας: νεκρός σου.

Σκυλιά φυλάτε τ΄αφεντικά σας

Η οφειλή του κτήνους σε άνθρωπο και τη ξεθάβουν
χώμα κόκαλο στο πτώμα Ελλάδα.

Ύστερα πληρώνεις πορφύρα αμέθυστο
για ένα γυαλί σκοτάδι: κανένας δεν εγείρει άρνηση
στον έμπορο παροξυσμό μίας τέτοιας πράξης.

Ας είναι Δεν διατίθεμαι
να σύρω το Κακό από το πνεύμα Του.

Μόνο ποιος χόρτασε βυθό τα πάθη ως την τρέλα
γνωρίζει –φάσμα– τον τυφλό θόρυβο της ψυχής:
γλώσσα κομμένη πυρετός σ’ ένα πηγάδι νύκτα
κι’ έρημος νύχια κοφτερά σπαρακτική.

Στάσου! Ακόμη διεκδικώ το μέρισμα
σε δύο σίδερα καρφί – το λιγότερο, σπορά•
θέλω να πω Κάποτε κι’ ο βωμός
σηκώνει τους νεκρούς στον ουρανό του.

οι δώδεκα: Μια ημιτελής συμφωνία



Αν ήμουν ερωτευμένος
δεν θα περίμενα μισόν αιώνα ψέματα
[…]
γυμνός στο δρόμο θα ’βγαινα να διαδηλώσω την καρδιά μου
Ζ. Δ. Αϊναλής


Αλεξάνδρας – η λεωφόρος. Μπαλκόνι: επέκταση πορείας. Πιο πέρα, τ’ όρος: όπου σπηλιά γέρνει βαθύτερα κεφάλι – ζαρωμένο τη γαλήνη στο ύψος μάτια. Κάποιος σκεπάζει βλέφαρα το πλήθος. Ανδρέας:

Εδώ η τρέλα επινοεί μια κόγχη έρημο:
σκοτάδι μαύρο τρωκτικό – και γύρω,
πείνα κόκαλο ως το βαθύ ψοφίμι.

– Αυτή την έξοδο φαντάστηκες Λαό;

Δες: έρχονται από πού το κτήνος μαίνεται
ένδεια και κραυγή την υπερούσια χώρα
– χιλιάδες νύκτες βήματα κατά το χέρι
που υπολείπεται θεό στην προσφορά του.

Κι’ ένας γυρίζει μάτια στη σκιά   Και ξεχωρίζει
σπλάχνα θηλαστικό να τρίζουν άσπρη άσπιλη φωτιά
τα δόντια στην καρδιά του   Κι’ άλλος
υψώνει δώδεκα δάχτυλα φωνή στον πυρετό ουρανό
– και κάτι ξένο ματώνει ο λόγος ακατάληπτα.

Πώς επιμένεις βράχους; Ότι πληθαίνουν άνθρωποι
στα χάσματά τους   Ότι προφέρουν –Κύριος– τ’ άθροισμά σου
και γονατίζουν και συμφέρονται ένα μέρισμα κοινό;

Κι’ αν χρεωθείς την ύστερη απαντοχή του πνεύματος:
δεν θα σημαίνεις του θανάτου; Ιδού: ασάλευτος
βουβός   μετέωρος   στην έκσταση του ζώου ανάμεσα
και τον φρικτό σπασμό – εσύ: πέτρα και σάρκα και σπαθί•
εσύ: ο χαλκός απ’ τις πληγές και η απότομη στροφή
του αγέρα και η παραφορά
που κομματιάζει ρίγη σκοτεινό το μέτωπο – δεν βλέπεις;

Πέντε άζυμα ψωμί και δυο αγκίστρια λέπι   Τώρα
ποιο πλάσμα ζωντανό ποια ζάλη εντός
δεν σέρνει δαίμονα βοή τα πέλματα στην άμμο;

– καν δεν γνωρίζεις τι σφαγή είν’ ένας λάκκος άνδρες.

Μέσα στη βουή του δρόμου


Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να 'βρω τ' όνειρό μου,
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασε όπως περνούνε
όσα δεν θα ξαναρθούνε -
πουλιά που 'χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.

Κι άφησε το πέρασμά του
- πέρασμα ζωής θανάτου -
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω... την πεθαμένα ελπίδα.

Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δω κάτου
ως την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.

Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.

Χαμένη Αγάπη



Αν άλλοτε μ' αγάπησες κι αν πια δε μ' αγαπάς,
μες στην καρδιά μου η αγάπη σου πάντοτε η ίδια μένει.
Μ' αρκεί στη θλίψη ν' αγαπάς της βαρυχειμωνιάς
μι' άνοιξη περασμένη.

Και τώρα μάταια αν ποθώ τα θεία σου φιλιά,
την αγκαλιά σου αν έχασα κι αν νοσταλγός σου μένω,
σ' αυτόν τον κόσμο πάντοτε - πικρή παρηγοριά -
μας μένει το χαμένο.

αρρώστεια

Το φεγγάρι απόψε λάμπει
Σε θερμούς ονειροπόλους,
Σε ζευγάρια ερωτεμένα –
Λάμπει σ’ όλους, και σε μένα…


Το κοιτώ, καθώς περνάει
Ταξιδιάρικα στα χάη
Πέφτει στο κρεβάτι απάνω
Που ίσως μέλλω να πεθάνω…


- το δικό μου θέλεις πόνο;
Όλοι οι πόνοι μου κοιμούνται
Ένα «χαίρε» δόσε μόνο
Όπου ακόμα με θυμούνται…

λυρικό

Ήταν αλήθεια πως εζούσα
Κάποια ζωή ξεχωριστή
Ζούσα όπως ήθελεν η Μούσα
Κι όπως δεν ήθελε η ζωή


Λοξά με κοίταζαν οι άλλοι
Σαν να με παίρναν για τρελό
Κι ήταν για με χαρά μεγάλη
Μαζί τους πάντα να γελώ


Μ’ αλήθεια, αν έχασα το νου μου
Κι αν έχω τώρα τρελαθεί,
Το’ πάθα, αχ άστρο τα’ ουρανού μου,
Όταν επρόβαλες εσύ!…

βράδιασμα

Γύρω στη θάλασσα η στεριά, στ’ ακροθαλάσσι η χλόη
Και κάποια δέντρα που λυγούν στου δειλινού τις αύρες
Και σβήνει με το φλοίσβημα το μαύρο μοιρολόι,
Που φεύγει απ’ των κυπαρισσιών τις φυλλωσσιές τις μαύρες.


Κάποια πουλάκια που πετούν μαζί με τις βαρκούλες,
Τραγούδια που θρηνούν γλυκά μαύρων ψυχών τα πάθη
Κι όλα μαζί, βάρκες, πουλιά, τραγούδια και ψυχούλες
Με την ημέρα χάνονται στου ορίζοντα τα βάθη…

χωρισμός

Μόνοι το δρομο πήραμε και φθάσαμε σστην άκρή.
Και τώρα, αν θα χωρίσουμε, θα μας ενώνει ο πόνος.
- σφίξε το χέρι δυνατά, μά κράτησε το δάκρυ…
Μόνος εγώ τραβάω μπροστά κι εσύ γυρίζεις μόνος.


- Πρόσμενε πάντα πρόσμενε ποιος ξέρει αν κάποια μέρα
Με σταματήσει η κούραση και με γυρίσει πίσω
Και νεκρωμένος τότε πιά, γυρνώντας από πέρα,
Σαν αστρά αθάνατης ζωής τα μάτια σου αντικρίσω;

Φτερούγισμα

Ερημωμένο ανάστερο του υγρού Σεπτέμβρη βράδυ
Αστραπής λάμψη ξέσκισε το σύμπυκνο σκοτάδι
Κι ακούστηκε στη σιγαλιά βροντή βαρειά, μεγάλη.
Ανήσυχη η γατούλα μου κοιτάει για το μαγκάλι…

το ρολόγι


Δουλεύει το ρολόγι με τη μπαταρία συνεχώς
(ως έξω ακούγονται
τα βήματα του λεπτοδείχτη)
κι αυτόματα το ξυπνητήρι ενεργοποιείται.

Τόσων εξαρτημάτων μάταιος μόχθος
αφού μέσα στο σπίτι δεν υπάρχει χρόνος
για να μετρηθεί
ούτε ν' αφυπνισθεί ύπαρξη ζώσα.

Δε συγκινείται το κενό με σαματάδες.

χρόνος του απογεύματος

Ακούω τις υλακές των αγριµιών της νύχτας
το σκόρπισµα της στάχτης ηµερών που χάθηκαν.
 
Να φύγω µακριά σας να γλιτώσω
γιατί δεν είστε άνθρωποι µέ σπλάχνιση'
είστε του Ιώβ οι µαύροι παρηγορητές
η ερανική επιτροπή του φιλοπτώχου.
Η παρουσία σας αναστατώνει ησυχασμένα ένστικτα,
προβάλλει τις σκιές των πεθαµένων.
Και µην κοιτάτε τα χρυσά ρολόγια'
ο χρόνος δεν περνά από ελατήρια,
περνάει µονάχα από  τις συνειδήσεις.
 
Από τούς χρόνους ο χειρότερος είναι του απογεύματος.
Θυµίζει τελεσίδικη θανατική κρίση
και άγγελο εξολοθρεµού πάνω απ' την πόλη.
Τα σπίτια ετοιμάζονται να κοιµηθούν
ντυµένα τις βελούδινες κουρτίνες.
 
Και ή ώρα της ψυχής µένει στο σούρουπο
µε χέρια αδρανή στις τσέπες του παλτού της.
Γιατί τα απογεύµατα στην πόλη
είναι βιβλία πολυδιαβασµένα,
ανιαροί αγώνες ποδοσφαίρου'
µας είναι αδιάφορο  ποιός θα νικήσει.

«Αγρίνιο 1948»

Απόψε ονειρεύτηκα
πως έπιασα το Θεό απ’ το σακάκι
και τον ακολουθούσα στον περίπατό Του μες στο σύμπαν.
Κ’ ήταν το σύμπαν, λέει, επίπεδο σαν δίσκος
Που θύμιζε πλατεία της Περίστας,
μόνο που τούλειπε στο κέντρο το πλατάνι.
Πατούσαμε προσεχτικά στους γαλαξίες
αποφεύγοντας τα κενά, που θα μπορούσα
να τα αντιστοιχήσω με τα βρωμονέρια
σε γούρνες τόσων δρόμων της Αθήνας.
 
Ήταν ένα όνειρο από αντανάκλαση
παλιών κακουχιών στα χρόνια του εμφυλίου
όταν διέσχιζα μια μέρα την πλατεία Μπέλλου στο Αγρίνιο
περνώντας από πλήθος ανταρτόπληκτων
ξεσπιτωμένων και μισότρελων από τη φρίκη
κρατώντας τον πατέρα μου απ’ το σακάκι.
 
Στου Ματραλή το καφενείο θα μαθαίναμε
Πόσοι συγχωριανοί μας σακατεύτηκαν
πόσοι τραβούνε για τα έκτακτα στρατοδικεία
και πόσοι πλέον έχουνε περάσει
στη Λαϊκή Δημοκρατία του θανάτου.

Παρόρμηση


Είναι στιγμές που έρχεται η παρόρμηση
στης ρημαγμένης μας ζωής το καθαρτήριο
να γίνει ο πόνος διαβατήριο
Του πιθανού κι αλλιώτικου αφόρμηση


Ωστόσο, παραμένει το ζητούμενο
αυτό το άθλιο και μίζερο υποκείμενο,
να συλλαβίσει μες στο κείμενο,
το τωρινό αλλά και το μελλούμενο,


ζωής σπαράγματα και μνήμες περασμένων
Όσα περνούν και γίνονται χαλάσματα
Της απουσίας τα φαντάσματα
Αποθυμιά κορμιών λησμονημένων


Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Θα πεθάνω αξίζοντας

Ο υπερθετικός μου είναι ένας ύμνος από γαλανό ορίζοντα
που δεν θα τον χωρέσω πουθενά

Θα καθαιρεθώ μέσα από όλες μου τις ανάγκες και θα μείνω
γυμνός όπως πρωτόπλαστος που να θρησκεύει δεν θα ξέρει

Θα έχω το ύφος που δεν θα διαβάζεται παρά μόνο
μέσα στα ευαγγέλια που θα χαθούν μετά
μες σε διδασκαλίες πουλιών και σε λόγια νεραΐδας.

Αναχωρητής από άποψη-        της ερημιάς θα νέμομαι το χάος

Και θα ξυπνώ χαράζοντας τη μέρα μέσα στα ζεστά,
ωραία χρώματά της.

Της πολιτείας των ανθρώπων η βαριά βοή
θ’ αναστατώνει τα φρένα μου-       σαν τρελός θα γυρίζω
μέσα στις μέρες που θα λιγοστεύουν τις ελπίδες μου…

Με έναν ποίησης θεό που θα λείπει..

Θα φλυαρώ κομίζοντας άχρηστα ρήματα και της φιλοσοφίας
λαμπερές γιρλάντες.

Αιρετικός του εαυτού μου ακόμα.

Αντωνυμίες εγωιστικής φαυλότητας
θα ακυρώνουν γύρω μου τα ξεφτισμένα ουσιαστικά
που θα πατούν το ένα πόδι έξω απ’ τον πλανήτη.

Των αγγέλων οι θεωρίες θα υπερασπίζονται αιώνιους απέθαντους θεούς-

Καθώς θα γράφουν σε ψαλμούς δοξαστικούς λιβανισμένο τ’ όνομά τους.

Και έτσι όπως θα γερνώ και θα γυρνώ
μέσα στο Τίποτα που θα μου χαριστεί ατόφιο

Θα φτάνω τον θνητό μου μύθο ως το τέλος του
και θα πεθάνω αξίζοντας μια ρίμα πικραμένη…

Eν είδει τρικυμίας


Αυτόματα δένεται ο κόμπος κεί που  θάρρεψες πως λύνονται οι  κόμποι χωρίς  σπαθί
Ηχοι πολέμου μιας παραλογισμένης πόλης κι εικόνες -καρτ-ποστάλ με τη σεπια του χρόνου να τις εξωραίζει σύμπλεγμα αξεδιάλυτο σε εναν άγριο χορό
Κι ολα αυτα σ΄ενα ποτήρι

Σπουδή στις πυρκαγιές σε μια κουζίνα



Δεν φουντώνουν
πυρκαγιές
μ' ενα αποτσίγαρο
Ψέματα
γράφουν οι φυλλάδες
κι οι προειδοποιητικές πινακίδες
Αμα δεν εχεις
εμπρηστή
[καμικάζι με στουπί]
ισα που τα ξερά
φύλλα θα καπνίσουν

σε ενα απο καιρό
 πεθαμένο
δάσος

Παιδική αυλή

Θέλω να ξανατρέξω στην αυλή μου
καθώς η μάνα μου τα ρούχα θα απλώνει,
και πάνω στο κατάλευκο σεντόνι
να ξαναπαίζεται όλη η ζωή μου.

Να ‘ρχεται βράδυ, να πέφτω να κοιμάμαι
τα βογγητά ν’ ακούω των γονιών μου,
τα παραμιλητά των αδελφών μου
τους εφιάλτες το πρωί να μη θυμάμαι.

Και την αυγή να πάω στο σχολείο
να δω το κοριτσάκι που αγαπούσα,
το βλάκα δάσκαλο που τόσο εμισούσα
καθώς σκυφτός θα ζωγραφίζω το θρανίο

Θέλω να ξεχαστώ
για πάντα στην αυλή μου.

λευκές σελίδες


Λευκές σελίδες στο βιβλίο που κρατώ.
Λείιπουν οι στίχοι. Το τραγούδι αποσώνει.
Τους ποιητές που αποξεχάστηκαν κοιτώ
και χάσκουν μπρος στην τηλεοπτική οθόνη.

Ας σηκωθούμε γρήγορα από τον καναπέ.
Με πνίγει το δωμάτιο. Ας βγούμε λίγο έξω.
Νιώθω μια φλόγα μέσα μου. Τί λες για ένα φραπέ;
Τα ξεραμένα χείλη μου πως ήθελα να βρέξω.

Κι έτσι, λοιπόν, τα χείλη μας δροσίζοντας, θαρρώ,
σκοτώνοντας τις ώρες μας, γλυτώσαμε κι απόψε...
Ποίηση, μη με τυραννάς, άσε με στο σωρό
και το στερνό λουλούδι σου απ' την καρδιά μου κόψε.

Τα δακρυγόνα



Τα μάτια μας έμεναν πάντα δακρυσμένα.
Γιατί αντί να περπατούμε στα πεζοδρόμια,
εμείς διαλέγαμε πάντα τους δρόμους,
τις πορείες,τα πανό,τους αστυνόμους.
Αγωνιστήκαμε,με δίχως όπλα
και με τα πρόσωπα γυμνά στα δακρυγόνα.
Κι ενώ υπήρχανε χιλιάδες χέρια,να κρατηθείς,
τα όνειρά μας έμοιαζαν σίγουρα χαμένα.
Κι έτσι τα μάτια...παραμέναν δακρυσμένα.

Παραμεθόριο Νεκροταφείο (απόσπασμα)

XVII

Η αρμονία της αυγής ανακαλύπτει,
ένα λευκό λαιμό
σαν κλώνο κερασιάς να γέρνει δυτικά,
στις όχθες του κορμιού μου.

Καθώς κυλάει το νερό
στο σώμα, της υφαίνεται
ένα μονήρες όστρακο,
σε χρώματα πορφύρας

Παραμεθόριο Νεκροταφείο

ΧΙΙΙ

Παραμιλώντας οι νεκροί θεάθηκαν
στους λόφους,
των πεθαμένων τα πανιά θα μας
νεκρώσουν όλους.

Απόχες είναι οι ψυχές όταν,
οι οικείοι τις καλούν στα γιορτινά τραπέζια.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Νυχτερινά (απόσπασμα)

Ι
Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει
Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί
Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.

το δένδρο

Αυτό το δέντρο είναι τα μαλλιά σου νομίζω
Που από καιρό μέσα μου
Έγιναν φωλιές
Με αυγά πουλιών
Ερπετών
Νυχτών
Είναι το χέρι μου
Που χρόνια μπαινοβγαίνει εντός σου
Ή και σε σφίγγει και σου βγάζει το κουκούτσι
Είναι η ματιά μου που σαν κλωστή
Μαύρη κίτρινη πράσινη κόκκινη – όχι γαλάζια
Κεντάει στα πόδια σου
Σκηνές ιστορικών μαχών
Οι ρίζες του είναι
Αυτοκτονίες νέων
Όχι γι αστείες υποθέσεις
Αλλά γιατί
Κάποτε οι Σουλτάνοι αποκοιμήθηκαν πλάι τους
Και μόνο τα φύλλα αυτού του δέντρου
Είναι όπως τα ξέρουν όλοι
Και πιο πολύ οι βοτανολόγοι
Που ξέρουν τη χημεία της χλωροφύλλης.

θέμα

Τὰ κύματα σὲ γύμνωσαν καὶ σ’ ἔχουν φέρει
Κατάντικρυ στὰ διάφανα τοπία καὶ φύκια
Μέσα σου ἀκόμη ἀχνίζει τὸ νωπὸ μαντήλι
Τοῦ γυρισμοῦ σου, ποὺ βοσκάει τὸ μεσημέρι
Τὸ ρίγος πέρασε ἀπ’ τὴ σάρκα ὡς τὰ σκουλήκια
Ἀπὸ τὸν ὥριμο οὐρανὸ πέφτουν τ’ ἀστέρια
Τὰ μέτωπα χτυποῦν κι ἀπὸ τὸν κάθε χτύπο
Κορυδαλλοὶ πετοῦν στῶν κοριτσιῶν τὰ βρύα
Στὴν παχυλὴ γαλήνη ψάχνονται τὰ χέρια
M’ ἀντὶ νὰ βροῦν αὐγὴ γυρνοῦν στὸν κῆπο
Μιὰ γούρνα ὑμνολογοῦν κι ἐνὸς καρποῦ τὸ μέλι
Ἀπὸ τὶς ρίζες μιὰ ζητωκραυγὴ ἀνεβαίνει
Χρώματα μύρια κρέμασε τὸ συντριβάνι
Τὴ μέλισσά του ἕνας ἀνθὸς ἄσπρος τὴ θέλει
Μὲ κάτι μέσα μου ἕνας τζίτζικας μὲ δένει
Ξανὰ θ’ ἀστράψει ἡ σκέψη ἀπὸ γδυτὴ γαλήνη
Ζητώντας ἄλλα χώματα ’λαφριά στ’ ἀστέρια
Τὰ δάχτυλα νὰ γίνουνε μουσικὰ ράμφη
Χαρά μου! νὰ μὲ στάζεις ὕδωρ γλυκειὰ κρήνη
Καὶ γύρω μου νὰ φέρνεις ἀγριοπεριστέρια
Ὢ πιὸ μακριὰ ἀπ’ τὸ πέλαγο πετρώνουν ὕπνοι
Ὕπνοι πετρώνουν σὲ νησάκια ἀπὸ κοράλια
Σὲ μιὰ ὑακίνθινη μεριὰ τῆς γῆς χορταίνουν
Ἀνθοὶ μὲ μάτια παιδικά· τὸ πρωτοΰπνι
Στὰ νέφη στέλνουνε δροσιὲς τὰ πορτοκάλια
Τί κύματα τί λίμνες τί πλωτὰ ποτάμια
Τί θημωνιὲς ἀέρινες στοῦ ἥλιου τὴ μάχη
Μὲς στὰ νερὰ τὰ πρόσχαρα κυκλοφοροῦνε
Ματιὲς ἀπ’ τῶν παραθυριῶν τὰ θαμπὰ τζάμια
Φωνὲς ἀπὸ τὰ βήματα κι ἀπὸ τὸ στάχυ
Φεγγάρια ἀπογευματινὰ στὰ μονοπάτια
Στ’ αὐτιὰ τῶν θάμνων κρεμασμένα σκουλαρίκια
Καὶ κάπου ἐκεῖ φεγγοβολὲς φυγῆς κρυμμένες
Ποὺ τὶς τσιμποῦν ράμφη πουλιῶν καὶ μάτια
Χιλιάδες φεύγουν ἀπὸ μέσα μου καΐκια
Τί κύματα τί λίμνες τί πλωτὰ ποτάμια
Γράφουν στῆς γῆς τὴν πίκρα τοῦ καιροῦ τὸ χάρτη
Ὅσο κι ἂν σπέρνονται στὴ σκέψη δροσεράνθια
Κι ὅσο κι ἂν φτιάνει αὐλοὺς ἡ μοίρα ἀπὸ καλάμια
Πάντα θὰ κρύβεται ἀπό μᾶς ἕνα κατάρτι.

Εναντιοδρομία

Ὅλα ν’ ἀλλάξουν ὄνομα καὶ μόνο τ’ οὐρανοῦ νὰ μείνει τὸ ἴδιο
Τὴν ψυχὴ νὰ τὴν ποῦμε ἴλιγγο καὶ μέθη, ρουφήχτρα σκοταδιοῦ καὶ ἥλιου
Τὸν ἥλιο νὰ τὸν ποῦμε πολλαπλασιασμένο δάσος
Τὸ δάσος ἔκρηξη σ’ ἄγγιγμα σύννεφου
Τὸ σύννεφο κομμένη κραυγὴ σκοτωμένου
Τὸν σκοτωμένο ὀμορφιὰ ποὺ τῆς ἔβγαλαν τὰ μάτια
Τὰ μάτια κομμάτια οὐρανοῦ ποὺ σφυροκοπᾶνε τοὺς πόθους
Τὴ νύχτα νὰ τὴν ποῦμε μυρμηγκιὰ ποὺ ἐξιλεώνει τὴ σκέψη
Τὴ σκέψη ἀφαίρεση ὅλων τῶν ἀριθμῶν ἀπ’ τὸ ἔξαλλο ἄθροισμα τῆς πέτρας καὶ τῆς πετριᾶς
Τὴ γυναίκα πυράκανθα, τὸν ἄντρα καὶ τὸ παιδὶ αὐλὸ ἀπὸ μυρωδάτο ξύλο
Τὴν πυράκανθα πετριὰ στὸ πετρωμένο τοῦ νοῦ
Τὸν αὐλὸ αὖρες ποὺ φυσοῦν παντοῦ ὡς καὶ στὰ λόγια ποὺ τὰ πίνει ἡ αὐγὴ
Τὴν αὐγὴ νὰ τὴν ποῦμε μάτι ὀρθάνοιχτο στὰ θηρία ἢ στὸ δίκηο τοῦ θεοῦ
Τὸ θεὸ διαδρομὴ τοῦ ἄστρου καὶ τοῦ ζωυφιοῦ στὴν ἴδια ἀγριάδα
Ὅπου ἕνας λύκος ἕνα βρέφος κι’ ἕνα ἀηδόνι σκιρτοῦν στὴ λέξη «ἀεί»
Τότε καθὼς θὰ ’χω πλαγιάσει σ’ ἕνα λειβάδι θὰ ’μαι τὸ ἀδολοφόνητο κορμὶ ἀντάμα μ’ ὅλες τὶς καμπύλες
Καὶ μ’ ὅλα τ’ ἄγρια πουλιὰ ποὺ ’χε γεννήσει ἡ ἄμωμη καρδιὰ
Καὶ θὰ ’μαι τὸ ἄστρο ποὺ φέγγει μὲς στὸ μεσημέρι ἴδιο ἀπριλιάτικη περπατησιὰ
Ὁ ψίθυρος «κουράγιο φίλε» στὸ αὐτὶ τοῦ κοκκαλιάρη ἀφρικανοῦ
Μαγνήτης ποὺ ἠλεκτροθυμίζει, χωάνη κυκλοέλικτη αἰσθημάτων
Ἀνάποδος στροβιλισμὸς ὅλων μαζὶ τῶν ζωντανῶν μέσα στὸ βόγγο τῆς θαλάσσης, ὅπως καθρεφτίζει
Ἄστρο τὸν κάτοικο τοῦ ψαροκάλυβου ποὺ λείπει:
Ἐμένα ποὺ δὲ ζῶ καὶ μὲς στ’ αὐτί μου ξαγρυπνάω
Αἰῶνες.

εγενόμην


I
Ἡ μικρὰ σκέψις ὡς κρῶζον πτηνὸ
Ἐκ τοῦ ὕψους σκοπεύει τὴ σάρκα
Τὸ ξηρὸ δέντρο
Ἡ σκληρὴ πέτρα ποὺ ἐλαξεύθη
Ἀπ’ τὸ ἀκαταμάχητο ὄνειρο
Καὶ στὴν Πάτμο ἀνεστράφη ἡ καρδία
Καὶ μαράθηκε τὸ ἄνθος τὸ πικρὸ
Ὢ ξηρὸ δέντρο διάφανο
Διὰ νὰ βλέπομεν ἄστρα
Διὰ νὰ βλέπομε πίδακες κίτρων
Καὶ εἰς κόπρον ἀλόγων
Σπόρους δασῶν
Διὰ νὰ βλέπομε σύννεφα
Καὶ ρομφαῖες ψιθύρων
Ἡ στενωπὸς ἐκ τῆς καρδίας κατέβαινε
Κι ἀνέβαιναν αὖρες
Ὡς διάφανα ὄνειρα
Κι ἀπὸ τῶν παραθύρων τὰ ὁλάνοιχτα βλέφαρα
Ἔχυναν μέσα
Γλυκεῖς στεναγμοὺς τῶν ἁγίων
Γραῖες ἐβάδιζαν, παιδὶα
Ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου ἔγραφαν τοὺς ἤχους
Τοῦ μέλλοντος
Οἱ ὄρχεις των λάμποντα νούφαρα
Ἔπιναν τὰ λιμνάζοντα ὕδατα
Ἐνῶ τὰ φύλλα ἐδρόσιζαν
Τὰ γόνατα τῶν ἀπομάχων
Καὶ ἡ μικρὰ σκέψις
Μὴ ὁμοιάζουσα πλέον μὲ πτηνὸ
Ἀπέκτησεν ἰριδισμοὺς ποὺ ἔφεγγαν
Καὶ οὕτω αἱ καρδίαι τοῦ πλήθους
Ὠμοίαζαν μὲ κατοικίες ἁλιέων
Τὴ νύχτα
Καὶ ὅπως τοῦ φοίνικος
Ὁ χρόνος ἀφαιρεῖ τοὺς κλάδους
Καὶ ἀνέρχεται ὁ κορμός του
Ἐν μέσῳ ἡλίου καὶ ἀνέμων
Τῆς διανοίας παρομοίως
Συνέβη ἡ ἄνοδος

Χαμηλοφώνως

Διότι εἶσαι τὸ πρῶτο ἐφετινὸ χελιδόνι ποὺ μπῆκε ἀπ’ τὸ φεγγίτη ἔκαμε τρεῖς γύρους στὸ ταβάνι καὶ ἤσουν κατόπιν ὅλα μαζὶ τὰ χελιδόνια
Διότι εἶσαι μιὰ μεριὰ ἤρεμη τῆς θάλασσας ὅπου τὸ κύμα
Κόβει κομμάτια τὸ φεγγάρι καὶ τὸ ρίχνει στὴν ψιλὴ ἄμμο
Διότι τὰ χέρια μου εἶναι ἄδεια σὰν καρύδια ποὺ ἡ ψίχα τους φαγώθηκε ἀπὸ παράσιτα
Κι ἐσὺ τὰ γέμισες μὲ τὰ μαλλιά σου καὶ τὸ μέτωπό σου
Διότι στὰ μαλλιά σου περνῶ τὰ δάχτυλά μου ὅπως περνάει ὁ ἀγέρας ἀπὸ φύλλα κυπαρισσιοῦ
Διότι εἶμαι ἕνα σπίτι ἐξοχικὸ κι ἔρχεσαι μόνη τὸ καλοκαίρι καὶ κοιμᾶσαι
Καὶ ξυπνᾶς πότε-πότε τὰ μεσάνυχτα ἀνάβεις τὴ λάμπα καὶ θυμᾶσαι
Διότι θυμᾶσαι
Γι’ αὐτὸ σ’ ἀγαπῶ κι ἀνάμεσα στὰ τελευταῖα πουλιὰ εἴμαστε μαζὶ
Κι ἀπέναντί μας ἡ θάλασσα φθείρεται ν’ ἀνεβοκατεβαίνει τὰ δέντρα
Ὅπως πηγαίναμε σὲ μιὰ κατηφοριὰ τῆς Βάρκιζας
Κι ἕνα γύρω οἱ χρωματιστὲς πέτρες μας ἀκολουθοῦσαν
Γιατί ὅταν σκύβω πάνω ἀπὸ πηγάδια βλέπω τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ λέω: νὰ τὸ ριζικὸ κι ἡ ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζὶ τρεῖς τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες ἀπ’ τὸ κόκκινο –σὰν τὰ μάτια τοῦ μπεκρὴ– λυκόφως
Καὶ εἴπαμε νὰ τὸ ριζικὸ νὰ οἱ ἀγάπες βγῆκαν στοὺς δρόμους γιὰ τὸν ἐπιούσιο
Γιατί βλέπαμε μαζὶ τὶς τρεῖς τσιγγάνες
Νὰ ’ρχονται καὶ νὰ χάνονται
Γι’ αὐτὸ σ’ ἀγαπῶ
Κι ἀνάμεσα στὰ τελευταῖα πουλιὰ
Εἶσαι κεῖνο ποὺ γλίτωσε ἀπ’ τὰ σκάγια
Γιατί εἶμαι γεμάτος ἀπὸ σένα καὶ μπρὸς ἀπὸ κάθε τί ἀπὸ σκέψη ἀπὸ αἴσθηση κι ἀπὸ φωνὴ
Εἶναι κάτι δικό σου ποὺ σὰν ἀθλητὴς τερματίζει πρῶτο
Γιατί τὰ βλέφαρά σου εἶναι βρύα σὲ σχισμάδες βράχων
Γι’ αὐτὸ σ’ ἀγαπῶ.

λίμνες τςη Σελήνης

Η μικρή πέτρα
που ριγά στ' άγγιγμά σου
κι η κραυγή
του σύμπαντός σου
είμαι.

Και στέκω εκεί

και θωρώ στα μάτια σου
τους ουρανούς και τους πλανήτες
και τις λίμνες της Σελήνης.
Και μένω εκεί
κι αναζητώ στην ανάσα σου
τον άλλο ορίζοντα
και τα νησιά
που δεν ανακαλύφθηκαν ακόμη.

Η μικρή φλόγα

που θεριεύει στ' άγγιγμά σου
κι η γαλήνη
του Απείρου σου
είμαι.

Χίλια μύρια κύματα

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί

Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί

με τα μακεδονίτικα πουλιά και τ’ αρμενάκια
που ελοξοδρόμησαν και χάσανε την Μπαρμπαριά

Πότε παραμονεύοντας τον πόρφυρα

το μαύρο ψάρι έρχεται φεύγει
μικραίνουν οι κύκλοι του

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί


Μεγάλωσαν τα γένια μας η ψυχή μας αλλιώτεψε

αγριεμένο το σκυλί γαβγίζει τη φωνή του
βοήθα καλέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί


Ώρες ώρες μερεύουμε με τη χορδή της λύρας

δεμένος πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι
ο Χιώτης ο τυφλός τραγουδιστής βραχνός προφήτης
μασώντας τη μαστίχα του παινεύει την Ελένη
κι άλλοτε τη Τζαβέλαινα τραβάει στο χορό

Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί

το λιονταρόπουλο

Τη μέρα που γεννήθηκες
και γιόμισες την πλάση
το μπόι σου δε χώραγε
την πόρτα να περάσει.

Κοιμάσαι λιονταρόπουλο

κι ο ύπνος σου δε θρέφει
και τ’ άγρια μεσάνυχτα
κρυφός καημός σου γνέφει.

Ξύπνα ν’ ακούσεις τη φωνή

που σήκωσαν τ’ αγρίμια
τα ήμερα κρυφτήκανε
και βγήκαν τα θρασίμια.

Να πάρεις λιονταρόπουλο

τη δημοσιά να φτάσεις
κι αν εύρεις κόσμο ξέγνοιαστο
την ώρα σου μη χάσεις.

Μη λυπηθείς τη μάνα σου

τ’ αδέρφια σου, κανένα
κι αν χρειαστεί στο δρόμο σου
μη λυπηθείς και μένα.

Μάνα

Μάνα μου πόσο μέστωνε το στάρι στις ταφόπετρες
πόσο γλυκό στη γέψη το ψωμί το ψυχοσάββατο
και το κρασί στυφή παρηγοριά στο ξόδι του παππούλη.
Στο γάμο του μικρού μικρού μεταλαβιά του βλάμη.

Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ’ ελιά και λάδι

μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ’ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.

Κι όταν στην έρμη ρεματιά

φυτρώνουν οι μικρές ελιές
κι όταν μαζεύαμε καρπό σε ερωτικά νυχτέρια
κι όταν πιθάρια πήλινα το σώμα τρώγαν του λαδιού,
μάνα καλή το ξέραμε πως φύλαγες το πιο καλό
στην πιο κρυφή και σκοτεινή βενέτικη κασέλα.

Λίγο για τα βαφτιστικά, λίγο για τα στερνά στερνά,

λίγο για την αβασκανιά και την κακή την ώρα.

Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ’ ελιά και λάδι

μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ’ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.

δικαιοσύνη

Η δικαιοσύνη, πάμφωτη κατοικεί
στα καπνισμένα καλυβάκια των φτωχών,
τιμώντας τη ζωή τη ζυγιασμένη.

Παίρνει των οματιών της και φεύγει,

απ’ τα παλάτια, που `χτιζαν χρυσά,
άνομα βρώμικα χέρια.

Και φτάνει σε θύρες αγνές, ταπεινές,

μισώντας την χάρτινη δύναμη,
του φουσκωμένου πλούτου.

Κι όλα τα κατευθύνει,

προς το μοιραίο τέλος,
η δικαιοσύνη.

καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ"


Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" ο σαλτιπάγκος
πουλά τα νούμερα φτηνά
δραχμή τα ακροβατικά
οι αλυσίδες δωρεάν
το πήδημα θανάτου δυο δραχμές
χωρίς σκοινιά, περάστε κόσμε.

Ασώματος η κεφαλή περάστε κόσμε

τη βρήκανε στην Αφρική
καπνίζει, πίνει και πονά
τρελαίνεται για μουσική
χορεύει με τα μάτια δυο δραχμές
ποιος θα τη δει; Περάστε κόσμε.

Στο καφενείον "Η ΕΛΛΑΣ" οι θεατρίνοι

μ’ ασετυλίνη και κεριά
την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά
με φουστανέλες δανεικές
και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά
και τρεις δραχμές, περάστε κόσμε.

Ένα απόγευμα



Ταξίδεψα μέσα στις σκέψεις μου
ποντίκια τρέχουν
μία κοίλη γη η τρύπα στο κρανίο
και ένα χέρι δαιμονικό
μετακινεί αδιαφορώντας
η μπαλκονόπορτα είναι ανοιγμένη
κάποιος φωνάζει έξω
σαν να είμαι ένας γέρος που στέκομαι
χωρίς κανένα στοιχείο για τίποτα
εκτός από την αγάπη
όχι αυτήν που σέρνομαι απο πίσω της
κάποιος συνεχίζει να φωνάζει
υπάρχει αγάπη όπου βρίσκεται ύπαρξη
διαπερνώ την μοίρα μου
όλη μου την ύπαρξη πόλεις πλημμυρίζουν
τραγουδάω ένα τραγούδι
πουλιά συνωμοτούνε
μέσα στο απόγευμα

Νέο Ποίημα



Ο Ναπολέων είναι απών και
Ο Αϊζενχάουερ είναι απών
o κόσμος παραμένει να μην είναι ωραίο μέρος.
ένας μοναχικός άνθρωπος προσπαθεί
σκίζοντας τα κομμάτια ενός ημερολογίου.
προσπαθώντας
κοιτώντας τα μπλουζ του αιώνα
να χάνονται μέσα σε μια γλώσσα μη αποδεκτή.
Αμάξια σηκώνονται και φεύγουν σε γνώριμες διαδρομές.
νέοι κοιτάζουν τα φώτα του δρόμου σαν να
Μην τα έχουν ξαναδεί ποτέ ότι αυτή είναι μία
Πρώτη νύχτα των ανθρώπων των σπηλαίων.
Το αυτί μου τεντώνεται ακούγοντας μια
θεσπέσια μουσική να έρχεται μάλλον
από ένα βιβλιοπωλείο.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Αναρίθμητο Ποίημα


Στην Α.Ο.

Τα όνειρά σου μετατρέπονται σε πάγο.
κάποια άλογα τρέχουν μακριά στην Μινεσότα.
Ο κόσμος είναι ένα κλειστό μέρος, τώρα βρέχει.
Το αμάξι κάθεται διαβάζοντας ποίηση.
Χωρίς αντίκρισμα, μυστικά, πασχίζοντας
Να γίνει ένα κελαΐδισμα,o ταχυδρόμος μαζεύει
Όλα τα γράμματα από ένα κιβώτιο. η σκέψη μου
Προχωράει χιλιάδες χιλιόμετρα, περνώντας
Από χορτάρια και σπίτια, προσπαθώντας να περιγράψει
Τις αστραπές και την βροχή.
Κάθομαι σε μία άκρη, προσπαθώντας να ανασάνω.
Μερικά φύλλα παρασύρονται τυχαία στο δάσος.
Κοιτάω να ζεστάνω τα χέρια μου στις τσέπες,
Πατώντας το χώμα που έχει αρχίσει να μαλακώνει.
Η ποίησή μου θα πετάξει. κάπου πέφτει ένα δέντρο.
Ένας σκίουρος κρύβεται σιωπηλά σε μία κουφάλα.
Γυρίζω το κεφάλι μου και χαμογελάω.

Γεννήθηκα

Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού,
σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές
του λιβανιού,
πήρα το δρόμο της σποράς.

Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι

του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του λαγού.
Αγνάντευα την πυρκαγιά
της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.

Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς,

το άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.

αίστηση

Ω, αίστηση! απόσπερης ερημοσύνης θρέμμα,
φευγάτη απ' του κολασμού τα ζοφερά κελιά,
σα φρεναπάτης άγγιγμα, που με γλυκολαλιά
στρεβλώνεις τη συνείδηση και πυρπολείς το αίμα,

οι θρίαμβοι των ηδονών καθώς καταλαγιάνε
και στα μπεντένια οκνεύουνε οι πόθοι μαχητές,
ξύπνα μου το αγάλλιασμα, που οι τραγικοί εραστές,
στη σκέψη πως θα λογιαστούν αυτόχειρες, μεθάνε.

Έλα, κι' ας κατακαίς το νου σα φλογερό καμίνι
κι' ως κάβος μέσα σου βογγά του Άδη η καρδιά,
έχεις τα σκότη σύμμαχο και τούτη τη βραδυά,
που η κόλαση με σπάνια μύρα την περιχύνει

Ως σάρκας αφροφέγγισμα κατάγυμνη προσμένει
το συναπάντημα η Ψυχή, κι' ας ξέρει πως θα βγει
ολέθριο. Χαιρέκακη και αλαζονική
θα χάνεσαι κι' η ερημιά θριαμβική θα μπαίνει.

Κι' ως θα μακραίνουν, όραμα σατανικό του Άδη,
τα μάτια που φωτοβολούν ως κόλασης πυρσοί,
ποιού όλβιου νου το πέρασμα στο άπλαστο εσύ
θα φέγγεις και θα γίνομαι ένα με το σκοτάδι!

Γονικές παρακαταθήκες

Διώχνε τ' άστρα που γέρνουν να φτιάξουν φωλιά στα μαλλιά σου
στη θωριά όντας μόνο τερπνά, κοντινά μας φλογάνε.
Πριν την πεις διάβασέ την γραφτή στο μυαλό τη μιλιά σου,
οι κουβέντες οκνές και μονάχα για όσους γρικάνε.

Πριν του μόχτου το διάβα, στον Πλάστη να πεις «Καλημέρα».
Τροφαντό ή ισχνό το πουγκί μη μετράς μπρος σε άλλους.
Αν στης γνώσης τα ξέφωτα συ πορευτείς παραπέρα
να τιμάς και ποτέ μη κομπάσεις μπροστά σε δασκάλούς.

Δνο μερώνε κοπιάσματα ώσμε να γράψεις το άλφα
κρίνε πόσα λογάκια κι. αγάπη σμιλέψαν το γράμμα.
Κι αν πιο γνώστρα εσύ απ' αυτούς κάνεις πάλι τον κάλφα
με σμαράγδια κοσμείς την ψυχή, την καρδιά με αδάμα.

Προσκυνήτρα να σκύβεις μπροστά στην ανθρώπινη θλίψη.
Της χαράς σου το ξέσπασμα πράο, μεστό ταπεινάδα.
Αν ο πλούτος σε βρει, ο παράς μη σε στείλει στα ύψη
κι αν κρυφό το κρατήσεις τρανή θα φανεί φρονιμάδα.

Αν σ' αγγίξει το χάδι μη βάλεις καρδιάς υποθήκη.
Αν δεχτείς τη βρισιά δυο λεφτά την απόκριση κράτα.
Δικιωμός σου θα γίνει ο χρόνος, δικιά σου κι η νίκη,
σαν ο φταίχτης κρυφά στης ντροπής θα ξακρίσει τη στράτα.

Τις πλανεύτρες της τράπουλας όψες,  μορφές τον διαβόλου
να θαρρείς. Και φτονούν το χαΐρι και σέπουν τα σπλάχνα.
Μ' αν ρισκάρεις, παράκουη, βιος και το χάσεις, διόλου
βαριοκάρδι, στον παίχτη που πλούτισες γέλα και... άχνα.

Δανεισμένη ή δανείστρια ποτέ. Δίνε, δίχως σπατάλη.
Στο σωστό ξοδεμό ο Θεός ευλογάει το γρόσι
Αν δεχτείς απ' τη μοίρα σου σκόρτσο μη γείρεις κεφάλι,
ξαναρχίνα με πείσμα, παιδέψου με πιότερη γνώση.

Σα σταθείς στον καθρέφτη και δεις καλοθώρητη νάσαι,
– σε ροδόκαλες όψες το νύχι του χρόνου μανιάζει –
-τη ρυτίδα φοβέρα στο άψυχο είδωλο άσε,
τη ρικνή μας μορφή της ψυχής η χρυσαύγεια ξομπλιάζει.

Αν ποθείς τ' αψηλά, τελευταίο σκαλί δεν εφτιάχτη,
καθενός η αξία το πάει μια πήχη πιο πάνω.
Την τιμή των γονιών σου να γνέθεις στης μνήμης τ' αδράχτι
όσο ζεις, ιερή αρνησιά στον καιρό το σουλτάνο.

Να γεραίρεις την πάσαν αυγή σαν ξυπνάς κι ανασαίνεις
και ζητώντας τον ήλιο να λες "είμαι εδώ ζωοδότη".
Μη σου φύγει στιγμή, τον ιστό της ζωής να υφαίνεις.
Το χαΐρι της τίμιας δουλειάς είν' ευκή τον Δεσπότη.

Οι ορμήνιες μου όλες ετούτες μονάχες δεν τάζουν
ευτυχιά. Στης κακίας τ' αράθυμο μαύρο ζουλάπι
λίγες στράτες σφαλάν, στην ψυχή μας αν δεν ευωδιάζουν
πασχαλιές, κι ακριβό τζοβαΐρι δε λάμπει η αγάπη.

 

Παροχή

Να παραδοθώ θα πει να παραδώσω
το εγώ μου σε μια όμορφη γυναίκα
ξανθιά, με μάτια τσακίρικα
φωνή σα χαρακτηριστικά λεπτή
αλλά βαθιά
να ανατέμνει ανασφάλειες
με θήλαστρα
και στο γάλα να τις πνίγει.
Αλλά πώς να παραδώσω
έτσι το εγώ μου
δίχως νερό για να ποτίζει τα λουλούδια της.
Πρέπει να το αναγραμματίσω
να απορρίψω τη βαθύτερη δομή του
κι ύστερα το έκδυμα να φάω:
                                         γεώ
τα κατάφερα, στο τελευταίο γράμμα
ο τονισμός, εντάξει η τελειότης.
Και τώρα, η μόνη λύση για να ποτίζει
τα λουλούδια της:
                                       γεώτρηση
μόνιμη παροχή οφθαλμών στους κήπους της
οξυνόμενο, περισπώμενο, αιώνια σκλαβωμένο
ωμέγα στο σώμα της
κι άλφα η πρώτη φορά που την είδα.

ADAGIO

Ψάξε ένα μέρος να κρυφτείς
ας πούμε ένα μέρος άξενο
γείρε πάνω στα χείλη της ακρίδας
που απέρριψε το σμήνος.
Ας πούμε μια άξενη ζωή
γείρε πάνω στα χείλη της ακρίδας
κι άσε τις άλλες να σαρώνουν
τις καλλιέργειες των ανθρώπων.
Γείρε πάνω στα χείλη της ακρίδας
ντύσου μια σιωπηρή ασπίδα
κι αγάπα τους ανθρώπους
με τον τρόπο σου
σ’ ένα άξενο κελί που δεν
τους καταδέχεται
όλους μα όλους τους
τους τρόπους.
Ας πούμε σα μονάκριβος αρπιστής
σαν αντιρρησίας της συνείδησης της μοίρας
σπείρε πάνω στα χείλη της ακρίδας
θρύλους σαν άσπρα στίγματα
που ξέχασαν οι κύκνοι
μες σε φιλιά κοράκων.

(Τα μαλλιά σου είναι καφετιά..)

Τα μαλλιά σου είναι καφετιά
όπως το πρωινό μου ρόφημα
που τόσο δείχνεις να σε νοιάζει.
Τα μαλλιά σου θα ’ναι καφετιά
ακόμα κι όταν νεκρός
θα ψαύω μες στον τάφο μου
την πρωινή μου κούπα
ανήμπορος να θυμηθώ τα χρώματα.
Τα μαλλιά σου είναι καφετιά
όπως το πρωινό μου ρόφημα
και μέσα σε τόσα άλλα
εξίσου καφετιά
τα μόνα απαραίτητα
της πρωινής μου δίψας.

Έξι μήνες

Έξι μήνες τώρα
σε δάκρυα μετρώ

το πένθος να μην είσαι.

Σ’ αυτό το μέτρημα

-το ξέρεις καλά-

δεν περισσεύει χώρος για χαμόγελα

ούτε πότε έφαγα

ούτε τι ήπια

ούτε αν είμαι καλά

ή με πονάει κοιλιά μου
μανούλα μου
εσύ που έλεγες ότι θα πέθαινες για μένα
για μία μέρα

μόνο

σήκω

να σ’ αποχαιρετήσω.

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.