Γνώση,
χίμαιρες - θύελλες και προσμονή
Τι από μένα συ τάχα γυρεύεις
δείχνοντάς μου Ηλύσια,
μα κορφές υψώνοντάς μου;
Οι ευωδίες του Είναι σου στα χέρια σου ποτήρι,
στο διψασμένο σου παιδί τροφή
"Πιες, είπες,
πιοτό που λέγεται γητεύτρα ηδονή"
Την προσφορά τη ρούφηξα... ω θεϊκή μητέρα,
έμοιαζε με έρωτα κυλίστηκα, στου Βάκχου το μεθύσι,
κι ακούστηκες απόκοσμη, σαν ήχος μιας λύρας μακρινής :
"Παιδί, σαν με θαρρείς μητέρα,
θνητέ, ποιον έχεις για πατέρα;"
Ω μελωδία ανάκουστη, ω της σκέψης μου θρήνε,
ω τραγική μου ύπαρξη, καταραμένο είμαι γέννημα;
Ποιον έχω για πατέρα;
Μάνα ποιον έχεις έρωτα; Τα δώρα του ποθώ...
Τι θέληση με γέννησε,
τι οργίου άγρια νύχτα,
τι σπέρματα στο χάος έσμιξαν
και σπόρος πρόβαλα εγώ
βυζαίνοντας τα θέλγητρα φιλήδονης γεννήτρας;
Μιας συνουσίας ιερής, λάθος είμαι τάχα,
παιχνίδι μήπως ασήμαντο μιας θείας τραγωδίας;
Ω πάλη μου, βυθίστηκα στον ίλιγγο... κατρακυλώ
τελειώνοντας το έργο μου από την ειμαρμένη
κι απ'τις κορφές κι απ'τις κυλάδες των Μακάρων
που τα λυχνάρια έσβηναν του νου και της καρδιάς μου...
Γνώση, γνώση υψηλή...
νιώθοντας παιδί δικό σου βύζαξα
από τον οργασμό της σάρκας σου χυμό
Μα, εκείνη η ανθρώπινη ομορφιά
είναι πετράδι κι από σένα πιο λαμπρό,
το'να το κλείνει η σκέψη μου και τ'άλλο η ψυχή μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου