Όρθιος έξω
με τυρόπιτα στο χέρι μου
ζεστή
απολαμβάνω τις μπουκιές μου.
Τα κομματάκια που πέφτουν
δε χάνονται˙ έρχονται
τα περιστέρια και ραμφίζουν
ό,τι το στόμα μου αφήνει.
Ύστερα διψάνε.
Τους δείχνω τις πιτσίλες
στη σέλα της μοτοσικλέτας
όμως εκείνα δε θέλουν να πιουν
σταγόνες που το στόμα μου
δεν έσταξε.
στο ρόφημά μου στόχο.
Δεν την κατάλαβα απ’ τη γεύση
ούτε την είδα στο ποτήρι μου
να πέφτει. Όμως γνωρίζω
πότε πρόκειται να πιω
τον ουρανό. Το στόμα μου
στεγνώνει
και διψώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου