Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας –
άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι
ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,
μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη
καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.
Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.
Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.
Ένα πουλί ξύπνησε.
Το ποτάμι κυλούσε.
Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση
σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του
κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους
όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.
(Ποιήματα, Προσχέδια, τ. 3ος, εκδόσεις Κέδρος)
***
Τάκης ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η τελευταία κραυγή»
(απόσπασμα)
“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας
σε τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…
Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα
που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…
Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε
το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.
Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…
της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα
πρωτόγονη ακυβέρνητη…
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.
Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες
εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…
Και τότε ορθώθηκα
κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα
το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…
***
Ιούνιος της Μαρίας Κουτούση
Ψηλός, ξανθός ο νιος
που δρασκελά τον κάμπο.
Χρυσά τα στάχυα ορθώνονται
να τον υποδεχτούνε.
Λάμπει τ' άσπρο πουκάμισο
κάτω απ' το κάμα του ήλιου.
Η θάλασσα αστραφτερή
γεμίζει τη ματιά του.
Κύματα ο άνεμος φυσά
στα λεύτερα μαλλιά του.
Η ξαστεριά αστερόεσσα
στ' ωραίο μέτωπό του.
Στα βλέφαρα πετάρισμα
γαλάζιας πεταλούδας.
Τα χέρια του γλάροι λευκοί
στις αμμουδιές του ονείρου.
Η νιότη του καλοκαιριού
την πλάση την μαγεύει
κι ερωτικά το βλέμμα της
στρέφεται στη θωριά του...
Και στρώνει αγάπες και καημούς
στ' ανάερο πέρασμά του.
**
Θερινὸ Ἡλιοστάσι / Γιώργος Σεφέρης
Α´
Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.
Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.
Β´
Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -
τὸ φοβερὸ παφλασμό.
Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.
...
**
Ιούνιος μήνας και στα μάτια σου ανατέλλω / Χαρούλας Βερίγου
Στην αγκαλιά σου,
είχε πάντα ουρανό το καλοκαίρι
Στη θύμηση μου,
ένα ματσάκι γιασεμιά το μεσημέρι
Ιούνιος μήνας
και στα μάτια σου ανατέλλω
απελπισμένα,
στο βαθύ της φαντασίας μου, σε θέλω.
Έρωτας είναι,
άγνωστη χώρα δίχως νόμους και θρησκεία
Η αμαρτία μου, μια κόντρα
σε κανόνες κι όλο αλλάζει ηλικία
Χάρτης η θάλασσα
στα χέρια μου κι η σκέψη σου μελάνι
ό,τι ονειρεύομαι,
βουλιάζει, δίχως λόγο στο λιμάνι.
Ιούνιος μήνας,
πρώτη νύχτα σινεμά στην επαρχία
Μεγάλη οθόνη,
ένα φεγγάρι, δυο φιλιά στην ησυχία.
Σβήνω τα φώτα
καίω απόψε μοναξιές και τη συνήθεια
πως ξεριζώνεται
απ’ τα χείλη το αλάτι κι η αλήθεια.
Περνώ στο κόκκινο,
χρώματα ντύνεται η ψυχή, παλιός καθρέφτης
ουρλιάζουν δαίμονες,
να δραπετεύσω, πριν κι ο χρόνος γίνει ψεύτης.
Δάκρυ στο φως,
αυτή τη νύχτα που σκουριάσανε οι λέξεις
στάλες η ζήλια,
μα ήρθε η ώρα σου φωνάζω, να διαλέξεις.
Ιούνιος μήνας,
στο παγκάκι, πόσα παίξαμε στα ζάρια
πάθη και λάθη
της καρδιάς, κλειστά συρτάρια.
Ιούνιος μήνας,
να πεθαίνεις για μια νύχτα και να ζήσεις
απ’ τα κρυμμένα, μη γυρέψεις εξηγήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου