πού και πώς κατατάχτηκαν,
ποιες μορφές να ’χουν πάρει
οι σκόρπιες αισθήσεις μας
(...) οι οσμές και οι γεύσεις και τα ίχνη στα δάχτυλα,
τι να γίναν οι ορμές τους,
τ’ αχαλίνωτα πάθη τους.
Τι απομένει να κάμουν
τα μεταίχμια ώτα μας,
των σειρήνων τους ήχους να πιάσουν,
τον αχό τον προαιώνιο έστω,
μέσα από ένα κοχύλι της θάλασσας...
*
Άσε να στήσω την παράδεισο εδωνά,
μ’ όλη τη δύναμη των επιθυμιών μας
να δώσω μια να βυθιστώ
στην αγκαλιά της άγνοιάς σου.
Άσε με να κατέβω μέσα σου βαθιά
και με κουπιά να λάμνω απαλά
έως το νέκταρ να εντοπίσω που αναβλύζει
απ’ των ματιών σου την αχερουσία.
Μία εξαίσια σταγόνα του αρκεί
ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά.
*
Όταν τα κίτρινα ποτάμια κατακλύσουν
την πάσα γη κι αρχίσει
το σχήμα των ματιών όλων ν’ αλλάζει
προς το στενότερο και πάψουν
ν’ ανθίζουν οι αμυγδαλιές στο αρχιπέλαγος,
ποια μάτια τότε θα υποδέχονται τον έρωτα,
ποια ώτα θα συλλέγουν τους ψιθύρους
και ποιος και πώς θα μεταφράσει
τα ρω του έρωτα μια μέρα
στα κινέζικα;
*
Πάντα εραστής
πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων
που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,
ν' ακούς σου μένει τις σειρήνες
δεμένος στο κατάρτι,
σ' ένα δέντρο,
σε ένα γιούσουρι βυθού,
να χαϊδεύουν τα αυτιά σου
και επιμόνως να σε προκαλούν,
έστω κι αν τίποτε να κάνεις
δεν μπορείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου