Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

(Έδεσε σφιχτή κοτσίδα)

Έδεσε σφιχτή κοτσίδα, τα μακριά της μαλλιά
Και βούτηξε για να τα πνίξει…
Μα, αυτά λύθηκαν, έγιναν τρίχα και κουπί
Και βγήκαν ολοζώντανα στην επιφάνεια
μαζί με τα χτένια της θάλασσας
Χυτά, σαν αποχτενίδια που έπεσαν από του Ήλιου την κόμη
την ώρα που το απομεσήμερο τον χτένιζε για να κατηφορίσει…
Όταν το κύμα ξεβράσει το λαστιχάκι της,
εκείνη θα ξέρει πια,
πως τα μακριά μαλλιά μπορείς να τα δέσεις
σε θάλασσες και σε στεριές,
αλλά μάταιο να προσπαθείς να τα πνίξεις...

Και πως η φωτιά που σε καίει
Και αμφίβια είναι
και… δεν έχει μαλλιά…

Απόπειρα

Αν σου πω ότι είμαι νεκρός
μην το πιστέψεις,

Ένα βήμα προς τον πόνο έχω κάνει
και τώρα,

Κυοφορώντας την πτώση μου,

Προχωρώ στο τέλμα του Χρόνου
Μετακινώντας τον ίσκιο μου
Στην άλλη του όχθη,

Καμιά συμφορά δεν αναγγέλλεται
Κάποιος κοιτάζει μέσα στα μάτια
Κι αιχμαλωτίζει το τελευταίο φως.

Τ΄ απογεύματα στην πατρίδα μιλούσαμε

Παιδιά, στην πατρίδα, μεσημέρι κι απόγευμα
τρέχαμε στα πηγάδια. Κάτω στο μαύρο νερό.
Το κοιτούσαμε
και φούντωνε το κόκκινο των σωμάτων μας.

Μετά, σαν πηγαίναμε, ξενιτεμένοι,
στην πατρίδα
με το χλωμό μας πρόσωπο και την καρδιά μας
ώρες, μιλούσαμε με τους πνιγμένους. 




=============


 Έχεις ακούσει ποτέ σου σαύρα;
Άρα, η σαύρα, δεν υπάρχει για την ακοή.

Κι ίσως ούτε για την όραση.
Όταν την δεις, επάνω στα πλακάκια της κουζίνας
από την αηδία σου,
τρέχει, τρέχει,
βγαίνει απ΄ τον φωταγωγό,
αναλήπτεται.

Η σαύρα υπάρχει μόνο για την όσφρηση.
Γάλα μυρίζει, αχνών θηλαστικών
που δεν συλλήφθηκαν ποτέ.

Και φώτα ζητάνε και σώματα.
Και σιωπή μέσα στα σώματα
και μπορούν να ονειρεύονται.

Είναι γλυκιά η μυρωδιά
που αφήνει στην κουζίνα,
βγαίνοντας.

ΑRΝΟ (απόσπασμα)

Ξέρω τα μεν και τα δε
την ομορφιά και την αιτιότητα
τους παραλήπτες των γραμμάτων
και του κουφού την πόρτα.
Ξέρω από ποια πλευρά του Άρνου
αντίκρισε ο Δάντης τη Βεατρίκη του
αυτή φορώντας φτερούγιες
κι αυτός με μια λύρα στο χέρι.
Ξέρω τα κόλπα του σινεμά, τα κόλπα της ηθικής
και της μεταφυσικής. Το φίδι που σούρνεται
τ’ αφήνω. Ξέρω για τους ποιητές: τι έγραψαν οι ίδιοι
και τι είπαν οι άλλοι γι’ αυτούς.
Ξέρω τα ψέματα των συνομιλιών. Ξέρω τα
πλέγματα των σχέσεων. Το χέρι που χαστουκίζει
το συγχωρώ. Ξέρω τις μεθόδους των φιλολόγων.
Ξέρω τη μέθοδο της τριπλής επαλήθευσης.
Ξέρω αυτό που είπε ο Λαμπεντούζα πως είπε
ο Μπαλζάκ. Το λέω κι εγώ.

(Δούλευες στα κρυφά)

Δούλευες στα κρυφά, τη νύχτα.
Έβγαζες τότε τα χειρόγραφα όπως τον άσσο
απ’ το μανίκι. Σου άρεσε ο ρόλος του θαυματοποιού:
να εμφανίζεις μέσα στο σκοτάδι, διάφορα αντικείμενα.
Σε κοίταζα: ήσουν για μένα το μαύρο
αναποδογυρισμένο μου μανίκι, το βελούδο
που γυρίζει στο σατέν. Σου άρεσε η νύχτα:
όχι τα μπλε αστροφώτιστα διαστήματα του έξω,
σου άρεσε μονάχα το σκοτάδι και το μέσα,
αυτό το μαύρο που ξετυλίγεται μέσα στο μέσα,
σαν η επένδυση ενός κουτιού που περιέχει
απολύτως τίποτα.

Διαβάτες του καιρού


Μνήμη Ζηνοβίας Κωστάρα


Πέρασε κι αυτή η οδοιπόρος
Χάθηκε στους απόσπερους δρόμους,
στη δύση του ορίζοντα.
Εκεί που τα σχήματα ξεθωριάζουν
και οι όγκοι σμικρύνονται,
σμίγουν τον ουρανό οι κορυφογραμμές·
εκεί που το κύμα ησυχάζει
βαθιά στις ρίζες των βράχων.

Μέσ’ στον καιρό
είχε φορές στο πέλαγος χαθεί·
μ’ ενα κοχύλι μίλησε γι’ αγάπη·
είχε πονέσει .

Πέρασε κι αυτή η οδοιπόρος
Η πορεία της σβήστηκε
στα παλίνδρομα κύματα·
το διάβα της, σκιά γλάρου,
που μέτρησε μια στιγμή
στης θάλασσας τη διάσταση.

Έτσι θα 'θελα τη ζωή

Έτσι θα 'θελα τη ζωή
Σαν τότε..
που μύριζε γαζία, αγιόκλημα και γιασεμί.
Καθάρια, ηλιόλουστη, που ήταν η πλάση.
Δεν ήταν κλουβιά τα σπίτια.
Μοσχοβολούσε ασβεστωμένη αυλή, χαμομήλι και μαντζουράνα,
σγουρός,  πλατύφυλλος βασιλικός.
Σαν τότε..
που υπήρχε γειτονιά κι ανέμελα σφυρίζαν τα παιδιά.
Μοίραζαν το ψωμί και τις έγνοιες τους οι άνθρωποι.
Είχαν ήθη και έθιμα, στόχους κι ιδανικά.
Περίσσευε το γέλιο, η χαρά, η ομορφιά, η απλότητα και αγνότητα.
Δεν ξεχνούσαν να λένε «καλημέρα»,
μήτε ξεχνούσαν το «ευχαριστώ» και το «συγγνώμη».
Έτσι θα 'θελα να είναι η ζωή.

Σαν τότε..
που άνθιζε η αγάπη,που νανούριζε η προσευχή,
που το ναι ήταν ναι, το  όχι, όχι,
δυνατή η μνήμη, λεύτερη η φαντασία.
Σαν τότε..
που δεν σφραγίζαμε την πόρτα του σπιτιού και της ψυχής μας.
Φίλοι, αδελφοί και συνάδελφοι ήσαν οι άνθρωποι.
Κι ο κάματος της μέρας μετουσιωνόταν σε τραγούδι και χορό.
Αναζητώντας τη σοφία του χθες, βιώνοντας την ανησυχία του σήμερα,
οραματιζόμενη όμορφο το αύριο, αντιστέκομαι στην απελπισία,
στη βαρβαρότητα και προδοσία.
Αντιστέκομαι στο έντεχνο ψεύδος,
στις αλυσίδες και στο υπερβολικό ξενόφερτο.
Αμύνομαι με όνειρα, με την πίστη και με την Ποίηση.
Γιατί, έτσι θα 'θελα τη ζωή,όπως και σεις την ονειρεύεστε..
Ελένη Ηλιοπούλου Ζαχαροπούλου

Ελένη Ηλιοπούλου - Ζαχαροπούλου (βιογραφία)

Η Ελένη Ηλιοπούλου - Ζαχαροπούλου γεννήθηκε στα Τρόπαια Γορτυνίας. Σπούδασε στην παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως. Γράφει Ποίηση και Δοκίμιο. Το έργο της έχει αποσπάσει σημαντικά βραβεία στην Ελλάδα και στον κόσμο. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Έχει ανθολογηθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, ιταλικά και στη Σλοβενία. Είναι μέλος της "Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων" και του "Οργανισμού για την Διεθνοποίηση της Ελληνικής Γλώσσας". Το 2005, για τη συλλογή της "Υφαίνοντας ’νεμο" βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Έργα της οι ποιητικές συλλογές: "Έξοδος από τη νηνεμία" (1994), "Αμοιβαία Μετάθεση" (1999, Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων), "Υφαίνοντας 'Aνεμο", 2004, το αφήγημα "Στην πίσω μεριά του ορίζοντα", 2001 και τα κριτικά δοκίμια: "Η παρασημοφορία" του Δημ. Ζαδέ" (1995), "Ο υπαρξιακός Ν. Δ. Καρούζος" (2000) και "Ο ποιητής Γ. Κάρτερ" (2002).

ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ



Έχει το ποίημα
προσωπίδα αθέατη,
με αινιγματική
τη γραμμή των χειλιών,
με μάτια χαοτικά
που πασχίζουν να χωρέσουν
περισσότερο ουρανό.

Πίσω από τις λέξεις
η έντρομη ματιά
στις παραστάσεις των θεαμάτων,
ο άρτος που μυστικά ιερουργεί
στο άβατον της ψυχής.

Έχει το ποίημα
μια προσωπίδα αιχμηρή
από μνήμες κρυσταλλωμένες,
που χαρακώνουν βαθιά
τις μύχιες κρύπτες του.

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙ




Εμμανουήλ,
δυο τεράστιες γλαυκές λίμνες
τ' απορημένα μάτια σου
με ακολουθούν στις απόμονες ώρες μου.
Η ασάλευτη άπνοιά τους -
άηχη διαμαρτυρία -
πόσες έγκλειστες κραυγές,
μελλούμενες θύελλες...
Χλωμό λεπτόμισχο λουλούδι
στην άνυδρη ανημπόρια σου,
Εμμανουήλ,
σημάδι του ανάλγητου καιρού,
παιδί του κόσμου, παιδί δικό μου,
μικρέ μου αθώε Εσταυρωμένε,
η μνήμη μου απαρηγόρητη.

ΕΓΚΑΥΣΤΙΚΗ


Αυτή η πίκρα
χώνεψε με τον καιρό, μητέρα,
κι η αιθάλη - πόα σκοτεινή -
ερήμωσε το σιωπηλό μου στήθος.

Με την παλίρροια της μνήμης -
νόημα μακρινό -
η αδιόρατη θλίψη σου,
η αινιγματική σου σιωπή
στ' αρχαίο κακό,
η εγκαρτέρηση.
Τόσο ξένα στα παιδικά μου σύνορα...

Τώρα εγώ, η σπάταλη των δακρύων,
με φύλλωμα χειμερινό στις αφές των εποχών -
στο μαστίγιο της βροχής
και στου ήλιου το κάμμα -
ορθή υπάρχω μητέρα...
Με το ρίγος όλου του χρόνου,
απ' την κορφή ως τη ρίζα μου,
μετρώ ημέρες,
αιώνες αντοχής.

Υπολογισμοί

έπρεπε;



Κι ήρθε το θέρος το καφτό,
καιρός, μεστής συγκομιδής.
Κόκκοι γυμνοί αποφλοιωμένοι,
άχυρα, σκορπισμένα στον άνεμο...
Το δίκρανο το πιο σκληρό,
το κράτησες, εσύ.

χωρίς επικρίσεις


"...και τύχης δείσθαι, λαμπράς."
Αυτήν την πορεία,
δεν τη ζητήσαμε, μας εδόθηκε,
μαζί με το χρώμα των ματιών
και τη βάφτιση.
Δοσμένο και τ' αγκάθι της καρδιάς,
και της ψυχής, το μάλαμα'
κι η θάλασσα ανοιχτή, δίχως σύνορα...
Δική μας, η απόφαση,
δικός μας κι ο απολογισμός.
"...και τύχης δείσθαι, λαμπράς."
Έχει εξιλασμό, κι ο ξαστοχισμένος...

Χαμόγελα, Οι τρίγλιες που σβήνουν

ΧΑΜΟΓΕΛΑ

--------------------------------------------------------------------------------

Βράδι

Καλῶς το, ποὺ ἦρθε τὸ ἄφωτο βραδάκι
ἔτσι ἁπαλό, σὰ χάδι, νὰ μ᾿ ἀγγίξη
καὶ τὴ σκέψη μου ἀγάλια νὰ τραβήξη
στὸ σκοτεινό, στὸ ἀτέλειωτο δρομάκι,

Κεῖ ποὺ ὅλες οἱ χαρές μου καρτεροῦνε
τὸ πέρασμά μου ἐκεῖθε σιωπηλές,
ὡραῖες, ἑλκυστικὲς κι᾿ ἄπιαστες, λὲς
τοῦ ὀνείρου τὰ χρυσὰ φτερὰ φοροῦνε.

Καλῶς το, ποὺ ἦρθε σὰν τὴ καλωσύνη
τὸ κουρασμένο βλέμμα μου νὰ σβήση
καὶ τὴν ψυχή μου ἐλεύτερη ν᾿ ἀφήση
ν᾿ ἁπλωθῆ πέρα ὡς πέρα στὴ γαλήνη.
============================================
Κοντά σου

Κοντά σου δὲν ἀχοῦν ἄγρια οἱ ἀνέμοι.
Κοντά σου εἶνε ἡ γαλήνη καὶ τὸ φῶς.
Στοῦ νοῦ μας τὴ χρυσόβεργην ἀνέμη
Ὁ ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου ἡ σιγαλιὰ σὰ γέλιο μοιάζει
ποὺ ἀντιφεγγίζουν μάτια τρυφερὰ
κ᾿ ἂν κάποτε μιλᾶμε, ἀναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου ἡ ἄνεργη χαρά.

Κοντά σου ἡ θλίψη ἀνθίζει σὰ λουλούδι
κι᾿ ἀνύποπτα περνᾶ μέσ᾿ στὴ ζωή.
Κοντά σου ὅλα γλυκὰ κι᾿ ὅλα σὰ χνούδι,
σὰ χάδι, σὰ δροσούλα, σὰν πνοή.
==========================================
για δες αγάπη μου

Γιὰ δὲς ἀγάπη μου μακριά, πόσο μακριὰ εἶναι οἱ κῆποι
καὶ κρίμα, δὲν εἶναι οὔτε αὐγὴ καὶ μόλις ξεκινᾶμε.
Θὰ μᾶς ρημάξη ἡ κακωσιὰ καὶ θὰ μαράνη ἡ λύπη
τὴν ἀκριβή μας τὴ χαρά, πὼς ταιριασμένοι πᾶμε.

Στέρξε νὰ μείνουμε σὲ μιὰ τοῦ δρόμου μας γωνούλα,
κάτω στὸν ἤσκιο μιᾶς ἐληᾶς - ἤσκιε μου ἐμπιστεμένε.
Καὶ γὼ θὰ δῆς μὲ τῶν φιλιῶν τὴ δροσερὴ πηγούλα
θὰ σοῦ γιομίσω τὴν καρδιὰ λουλούδια, ἀγαπημένε!
=============================================
Χρυσάνθεμα

Ὠχρὴ πορφύρα! Καὶ τὸ δάκρι μαγικὸ
πετράδι ἔχει γενῆ στὴ φορεσιά σας.
Τί κι᾿ ἂν φορᾶτε διάδημα βασιλικὸ
στὴ μαύρη χειμωνιὰ τὴν ὀμορφιά σας.

Τοῦ ξανθοῦ Ἡλίου τὸ φιλὶ διαβατικὸ
κι ἂν παίξη στὰ χρυσόξανθα μαλλιά σας,
δὲ θἆναι ἐλπίδα, οὔτε ὄνειρο θἆναι γλυκό,
μόνο πιὸ κρύα θὰ νοιῶστε τὴ χιονιά σας.

Ὠχρὴ πορφύρα! Καὶ ὁ βορηᾶς ποὺ τὸ «ὠσαννὰ»
σᾶς τραγουδάει μ᾿ ὅλα τὰ λουλούδια,
τὰ φύλλα σας μαδάει πρὶν μαραθοῦν.

Κι ὅσα πετράδια ἡ πάχνη ἀφήνει ταπεινά,
δοξαστικὰ ὅσα ἡ θύελλα τραγούδια,
στὴν ἄχαρη καρδιά σας δάκρια ἀνθοῦν...
============================================
Πάντα γυρίζω

Πάντα γυρίζω ἐκεῖ πρὸς τὰ χαράματα
τῆς ὄμορφης ἀγάπης μας. Μὴν τύχη,
φοβᾶμαι, τὸ μοιραῖο νὰ συντύχη
καὶ φύγουν γιὰ τ᾿ ἀγύριστα περάματα.

Θαρρῶ ζωὴ τῆς δίνω ἀνακαλώντας
τὰ πρωτινὰ φεγγοβολήματά της,
τὸ ἀνόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τὰ δῶρα της περίσσια σπαταλώντας.

Κι᾿ ἀναζητῶ τὸ βλέμμα σου γεμάτο
μίαν ἀφοσίωση ἀστέρευτη, σὰν ἔννοια,
σὰν ἕλξη νἄταν ὅλο μαγνητένια,
τόσο ὄμορφο ἦταν, τόσο ἦταν γεμάτο.

Ἄχ! ὁ κρυφὸς καημὸς ποὺ μοῦ κρατάει
τὴ σκέψη σκλαβωμένη στὸ πρωτάνθι,
ἐνῶ γύρα μας περισσεύουν τἄνθη
ποὺ ἀμέριμνα ἡ ἀγάπη μας σκορπάει.
============================================
Δειλινά

Περνάει ἐμπρός μου ἡ μέρα
σημάδι φωτεινό.
Καὶ πάντα ἔτσι μὲ βρίσκει
ἀπάντεχο ἀπὸ πέρα
βαρὺ τὸ δειλινό.

Τὸ φῶς σου θὰ στερέψης
ἐλπίδα μου χρυσή,
θὰ σὲ σιμώσουν οἱ ἤσκιοι
κ᾿ ἔτσι μοιραῖα θὰ γνέψης
στὸ δειλινὸ καὶ σύ.
=============================================
Εικόνα

Στὰ μαλλιὰ κερδίζει πλατιὰ
ἡ σκοτεινιά.
Καὶ πιὸ κάτω μέσ᾿ στὰ μάτια
ἡ τρικυμιά.

Πέρα ποὺ στὰ χείλη ἀνάφτει
ἀχνὸ ἕνα φῶς,
μοῦ ἔφυγε γοργὰ κ᾿ ἐθάφτη
ὁ στοχασμός!
==============================================
Είμαι το λουλούδι

Εἶμαι τὸ λουλούδι ποὺ σιγὰ τὸ τρώει τὸ κρυφὸ σαράκι.
Δὲ μὲ τυραννάει τὸ ἄγριο κακοκαίρι, ὅπως τἄλλα ἐμένα
καὶ τῆς χλωμιασμένης μου ὄψης δὲ μαδᾶνε ἕνα ἕνα τὰ φύλλα.
Οἱ καλὲς οἱ μοῖρες κ᾿ οἱ κακὲς καρτέρι κι ἂν μὤχουν στημένα,
σάμπως πεταλοῦδες νὰ μὲ τριγυρνᾶνε νοιώθω ἀνατριχίλα.

Εἶμαι τὸ λουλούδι ποὺ σιγὰ τὸ τρώει τὸ κρυφὸ σαράκι.
Γέννημα καὶ θρέμμα στὴν ψυχή μου μέσα τὸ κακὸ φωλιάζει.
Καὶ ζωὴ καὶ χάρος εἶμαι, ἀπ᾿ τὴ γελάστρα τύχη δὲν προσμένω.
Ἀψηλὸ κι ὡραῖο στήνω τὸ κορμί μου κι᾿ ἄλλο δὲ μοῦ μοιάζει.
Ὅμως ὅταν δείξω τὶς πληγές μου στἄστρα, θἆμαι πεθαμένο.
=================================================
Χαμένα

Προσμένω, εἶν᾿ ἡ ψυχή μου ἐλπίδα,
στὴ νύχτα τὴν τρισκοτεινὴ
τὸν ἥλιο τέτοιον ποὺ πρωτοεἶδα
ἐκεῖ ἀντικρύ μου νὰ φανῆ.

Προσμένω ποὺ σημαίνουν τώρα
στριγγὲς φωνὲς τὸ χαλασμό,
προσμένω τὴν γαλήνιαν ὥρα,
τὸ βραδυνὸ χαιρετισμό.

Στὴν ξερασιὰ τώρα τὸ χιόνι
πὤχει σὰ σάβανο ἁπλωθῆ,
τὸ μακρεμένο χελιδόνι
προσμένω πὼς θὰ ξαναρθῆ.

Ὅλα προσμένω τὰ χαμένα
κ᾿ ἡ ἐλπίδα μάγισσα μία γρηὰ
μοῦ λέει πὼς ἔρχονται ὁλοένα
οἱ σκιὲς ποὺ χάνονται μακριά.
=================================================

Μαράννα
Ι
Στὸν Ἄσπρο Πύργο,
στὴν πέρα χώρα,
κόσμος πουλάκια
κι᾿ ἄνθη πληθώρα.

Τί περιβόλια
δροσιὰ καὶ μύρα.
Τὸ περιγιάλι
φωτοπλημμύρα.

Στὸν Ἄσπρο Πύργο
λὲς ἔχει ἀφήσει
ὅλα τὰ χάδια της
γλυκιὰ μία φύση.

Ἡ γαλανὴ
τ᾿ οὐρανοῦ γαλήνη
μέσα στὸ κύμα
τὰ μάγια λύνει.

Κ᾿ ἔχει στὰ μάτια
κάθε κοράσι
τὸ μαγεμένο
τὸ ἀκροθαλάσσι.

Οἱ νιὲς κεῖ πέρα
πῶς περπατᾶνε
κ᾿ ἔχουνε κάτι
σὰ νὰ σκιρτᾶνε.

Κ᾿ οἱ νιοὶ γλεντᾶνε
κ᾿ ἔχουν καμάρι
γιὰ τὶς ματιές τους
ποὔχουνε πάρει.

Κάθε ὀμορφάδα
γλυκιὰ καὶ πλάνα
καὶ μέσα σ᾿ ὅλες
κ᾿ ἡ Μαριάννα.

Ὦ Μαριάννα
ποιὸς δὲ σὲ ξέρει;
Κάθε ματιά σου
κ᾿ ἕνα νυχτέρι.

Τὸ πέρασμά σου
ποιὸς θὰ χορτάση;
Τὸ καρδιοχτύπι
καὶ τὸ γιορτάσι.

Μὰ ἡ Μαριάννα
ἔχει μία θλίψη
σὰ νὰ τῆς ἔχουν
τὰ πάντα λείψει.

Καημὸς ἀγάπης
χρόνια τὴ λυώνει
κι᾿ ὅλο θεριεύει
ὅσο παληώνει.

ΙΙ
Στὸν Ἄσπρο Πύργο
ἡ αὐγὴ προβάλλει
δὲν τὴν ξανάειδαν
μὲ τέτοια κάλλη.

Γλυκοξυπνοῦνε
τὰ μάτια ταίρια,
τώρα ποὺ σβήνουν
ψηλὰ τ᾿ ἀστέρια.

Βγῆκε τὸ ἀγέρι
νὰ περπατήση
μέσα στοὺς κήπους,
πρὶν νὰ φωτίση

Καὶ θὰ κατέβη
στὸ ἀκροθαλάσσι
μ᾿ ὅλα τὰ μύρα
ποὺ θἄχη μάσει.

Μονάχα ἂς ἔρθη
γλυκὰ κι᾿ ἀγάλι
πάνω στὸ κύμα
στὸ προσκεφάλι

Ποὺ τὴ λικνίζει
σὰν κοιμισμένη
τὴν πιὸ ὡραία,
τὴν πιὸ θλιμμένη.
==============================================
Σαν πεθάνω

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη,
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγη μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο - μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάη πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.

Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
- φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.
=============================================
Θα ρθεις αργά

Ὡς πότε πιὰ θὰ καρτερῶ νὰ ξαναρθῆς καὶ πάλι
σὰν ἀπὸ χρόνους μακρινοὺς καὶ ξένες χῶρες πέρα;
Λιγόστεψε ἡ ζωούλα μου καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα,
ἀνήμπορη καὶ τρυφερή, σβήνεται ἀγάλι ἀγάλι...

Ἄκου στὰ δέντρα πένθιμα πὼς τρίζουνε τὰ φύλλα,
μηνᾶνε τὸ φθινόπωρο. Δές, τ᾿ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα
τὸ θόλωσαν τὰ σύννεφα... Μία κρύα ἀνατριχίλα
στὰ λουλουδάκια χύνεται... κι᾿ ἀργεῖς, ἀργεῖς ἀκόμα!

Θαρθῆς ἀργά, μὲ τὴ νυχτιὰ καὶ μὲ τὸν κρύο χειμώνα,
μὲ τὸ χιονοσαβάνωμα, μὲ τοῦ βορηᾶ τὸ θρῆνο
καὶ δὲ θὰ βρῆς οὔτ᾿ ἕνα ρόδο, οὔτ᾿ ἕνα ἀθῶο κρίνο
νὰ μοῦ χαρίσης... οὔτε κὰν μία πένθιμη ἀνεμώνα.
==========================================
Δε θα το πούν

Δὲ θὰ τὸ ποῦν, ὁ πόνος μου πὼς ἄνθισε
παρὰ τὰ λυπημένα μου τραγούδια.
Σὰν πεταλοῦδες οἱ χαρὲς μὲ σίμωσαν
γιατί ἤμουν δροσερὴ σὰν τὰ λουλούδια.

Δὲ θὰ τὸ ποῦν, ὁ πόνος μου πὼς μέστωσε
παρὰ τὰ πικραμένα μου τραγούδια.
Οἱ ἔρωτες, ἀηδόνια μου τραγούδαγαν
γιατί ἤμουν τρυφερὴ σὰν τὰ λουλούδια.

Δὲ θὰ τὸ ποῦν, πὼς γιγαντώθη ὁ πόνος μου
παρὰ τὰ σπαραγμένα μου τραγούδια.
Οἱ χαροκόποι ἀνύποπτα μὲ σίμωναν
γιατί ἤμουν σιωπηλὴ σὰν τὰ λουλούδια

Δὲ θὰ τὸ ποῦν, ὁ πόνος μου πὼς πέθανε
παρὰ τὰ σιωπημένα μου τραγούδια
καὶ θὰ περνᾶ ἡ ζωὴ πάνω μου ξένοιαστη
πὼς ἔσβησα γλυκὰ σὰν τὰ λουλούδια.

--------------------------------------------------------------------------------

ΟΙ ΤΡΙΛΛΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ

--------------------------------------------------------------------------------

Αφιέρωση

Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἦρθεν ἡ Ὥρα
στὴν πόρτα μου ἔξω. Κίτρινο φορεῖ
στεφάνι ἀπὸ μυρτιά. Στὰ νικηφόρα
χέρια της μία κιθάρα θλιβερή,

Κιθάρα παλαιϊκὴ ποὺ κλεῖ πληθώρα
μέσα της ἤχους καὶ ἤχους. Ἱερὴ
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
ποὺ ἦταν γλυκιὰ καὶ γίνηκε πικρή,

Ἦχος μέσ᾿ στὴν καρδιά της ἀποστάζει.
Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἐκεῖ
στὴν πόρτα μου ἦρθε δίχως νὰ διστάζη

Καὶ τὸ κιθάρισμά της πότε πότε
σὰ νἄτανε ἡ φωνή σου ἡ μυστικὴ
τοὺς στίχους σου ποὺ μοῦ τραγούδαες τότε.

Κι ήταν μια νύχτα ωραία

Κ᾿ ἦταν μία νύχτα ὡραία καὶ στὴ ματιά σου
καὶ στὰ τραγούδια σου. Ἤτανε γλυκιὰ
μία νύχτα στὰ τραγούδια τὰ παληά σου
γεμάτη ἀστέρια, νύχτα ξωτικιά.

Ἡ μόνη ἀγάπη μέσ᾿ στὴ μοναξιά σου,
τόσο ὄμορφη, τόσο ὑποβλητικιά,
ἔγινε πάθος μέσα στὴν καρδιά σου,
μέσ᾿ στὴν καρδιά σου τὴν ἐρημικιά.

Ἄχ, τὰ παληὰ τραγούδια σου ποὺ κλαίγαν
Κ᾿ ἤτανε τόσο ἀνείπωτα γλυκὰ
καὶ τὄκρυβαν σεμνὰ καὶ δὲν τὸ λέγαν.

Ἄχ, τὰ παληά σου τὰ τραγούδια ποὖνε
θλιμμένα σὰν ἀγάπης μυστικά,
σὰν ἄνθη δακρυσμένα ποὺ σιωποῦνε.

Ήρθα μια μέρα

Ἦρθα μία μέρα, ὁδηγημένη ἀπ᾿ τὴν ἱερή σου
ἀγάπη, ἐμπρὸς στὸ κύμα τὸ γλαυκὸ
καὶ μ᾿ ἄφησες τότε νὰ ἰδῶ τὴ φλογερή σου
πληγὴ στὸ στῆθος σου τὸ νεανικό.

Τότε μου μίλαες μὲ τὴν ἥσυχη φωνή σου
γιὰ τὴ ζωή σου, ἀτέλειωτο κακὸ
κι᾿ ὡς ἔνοιωθες βαθιὰ πὼς φτάνω ὡς τὴν ψυχή σου,
ἀνάβρυζε τὸ δάκρι σου γλυκό.

Κ᾿ ἦταν χαρᾶς χαρὰ νὰ κλαῖμε τραγουδώντας
στὴν ἴδια λύρα, μάντεμα πικρὸ
τὴ μοναξιά μας καὶ σάμπως λησμονώντας,

Μὲ τί χαρὰ τὸ μέτωπό σου νὰ ραντίσω
μὲ τὸν πικρὸ τῆς θάλασσας ἀφρό,
πέρα τὰ κύματα ἔτρεχα νὰ προϋπαντήσω.

Κ ήρθε μοιραία

Κ᾿ ἦρθε μοιραῖα τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα,
ἀνάμεσό μας στάθη σκυθρωπή,
μᾶς ἄφησε τ᾿ ἀνταλλαγμένα δῶρα
καὶ τὸ γιατί χωρὶς νὰ μᾶς τὸ πῆ

Μᾶς ἔρριξε στὸ δρόμο πρὸς τὴ χώρα
μὲ γρήγορο τὸ χέρι ὡς ἀστραπή.
Μαζὶ στὸν κόσμο μὰ μονάχοι τώρα,
μία μοναξιὰ σὰν τάφου σιωπή.

Μόνο ἔφτανε ὁ ἀχὸς τοῦ τραγουδιοῦ σου,
μία ἀνάστερη νυχτιὰ χωρὶς πνοή.
- Ἄχ, ποὖνε ἡ νύχτα ἐκείνη τοῦ παληοῦ σου

Τοῦ τραγουδιοῦ, μία προσμονὴ κρυμμένη;
Μ᾿ ἔφτανε ὁ ἀχός... Δὲ σώνεται ἡ ζωὴ
ὅταν τοῦ τάφου ἡ πόρτα εἶνε ἀνοιγμένη.

Με της σιωπής

Μὲ τῆς σιωπῆς τὰ κρίνα ποὺ λυγοῦνε
μέσα στὰ νικημένα μου τὰ χέρια,
μὲ τὶς σκέψες ποὺ μάταια κυνηγοῦνε
ἡ μία τὴν ἄλλη πέρα ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια,
Μὲ τὰ μάτια ποὺ κάτι νοσταλγοῦνε,
κάτι ποὺ μοῦ εἶνε ἀγνοημένο πλέρια,
σὰ νὰ μὴ βλέπουν, σὰ νὰ μὴν ἀλγοῦνε,
ἐξαϋλωμένα μάτια, μάτια αἰθέρια,

Στέκω ὁραματισμένη καὶ πιστεύω.
Δὲν ξέρω τί πιστεύω. Ξεφυλλίζω
τὰ ποιήματά σου κι᾿ ὅλο μεσιτεύω.

Στὴ σκέψη σου καὶ στὴ βουλὴ τοῦ ἀπείρου.
Κι᾿ ὅπως ποτὲ τὰ μάτια δὲ σφαλίζω
ξέρω πὼς πιὰ δὲν εἶνε ἀπάτη ὀνείρου.

Του Φθινοπώρου η ώρα

Τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἔχει καθήσει
στὴν πόρτα μου. Τὸ βλέμμα της ὑγρὸ
γεμάτο ἀπὸ τὸ ἀπόκοσμο μεθύσι,
πλανιέται σὲ ἀσφοδέλων τὸν ἀγρό.

Τί σκέψη στὴ ματιά της νἄχῃ ἀνθίσει,
τί ὀνειροπόλημα λυπητερό;
Στὴν ὄψη της σκιὲς ἔχουν μαδήσει
Κ᾿ εἶνε τὸ στόμα της τόσο πικρό...

Μὰ ὅταν κατέβη τὸ γαλήνιο βράδι
θὰ μὲ καλέση ἀμίλητα, γλυκά,
νὰ τὴν ἀκολουθήσω στὸ σκοτάδι.

Τὸ βῆμα της βουβὸ καὶ βέβαιο θἆναι,
μὰ ἡ πίστη μου θερμή, πὼς μυστικὰ
τὰ βήματά μου σένα ἀκολουθᾶνε.

Γιατί μ΄αγάπησες

Δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες
στὰ περασμένα χρόνια.
Καὶ σὲ ἥλιο, σὲ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καὶ σὲ βροχή, σὲ χιόνια,
δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες.

Μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου
μία νύχτα καὶ μὲ φίλησες στὸ στόμα,
μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶμαι ὡραῖα σὰν κρίνο ὁλάνοιχτο
κ᾿ ἔχω ἕνα ρίγος στὴν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου.

Μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν
μὲ τὴν ψυχὴ στὸ βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τὸ ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν.

Μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες
καὶ στὴ ματιά σου νὰ περνάη
εἶδα τὴ λυγερὴ σκιά μου, ὡς ὄνειρο
νὰ παίζει, νὰ πονάη,
μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες.

Γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες
καὶ μοῦ ἅπλωσες τὰ χέρια
κ᾿ εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὸ θάμπωμα
- μία ἀγάπη πλέρια,
γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες.

Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε
γι᾿ αὐτὸ ἔμεινεν ὡραῖο τὸ πέρασμά μου.
Σὰ νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦσες ὅπου πήγαινα,
σὰ νὰ περνοῦσες κάπου ἐκεῖ σιμά μου.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε.

Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα,
γι᾿ αὐτὸ ἡ ζωή μου ἐδόθη.
Στὴν ἄχαρη ζωὴ τὴν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωὴ πληρώθη.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου
μοῦ χάρισε ἡ αὐγὴ ρόδα στὰ χέρια.
Γιὰ νὰ φωτίσω μία στιγμὴ τὸ δρόμο σου
μοῦ γέμισε τὰ μάτια ἡ νύχτα ἀστέρια,
μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου.

Μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες
ἔζησα, νὰ πληθαίνω
τὰ ὀνείρατά σου, ὡραῖε ποὺ βασίλεψες
κ᾿ ἔτσι γλυκὰ πεθαίνω
μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες.

Σεμνότης

Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς δὲν θέλω νὰ τὴ νοιώσῃ.
Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σίμωνε
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ νὰ τὴ πληγώσῃ.

Ἔχω ἕνα κρίνο, κρίνο ὁλάνοιχτο
χωρὶς καμμιὰ σκιὰ στὴν ὄψη.
Καμμιὰ ἡδονὴ δὲν ἐπεθύμησε
νὰ τὸ φιλήση, νὰ τὸ κόψη.

Ἔχω ἕνα ρόδο ποὺ ζυγιάζεται
πάνω στὴν ἴδια του τὴ φλόγα
κ᾿ εἶναι σὰ νἄγινε ὁλοκαύτωμα
καὶ νὰ σιωποῦσε καὶ νὰ εὐλόγα.

Μία μαργαρίτα ποὖνε ἀμφίβολη
μ᾿ ὅλο τὸ ναὶ ποὺ λέει ἡ καρδιά της.
Μόνον ἀφήνει νὰ λικνίζεται
παθητικὰ τὴν ὀμορφιά της.

Κι᾿ ἄλλα λουλούδια ποὖνε σύμβολα
κι᾿ ἄλλα μονάχα ποὺ μεθοῦνε,
μὰ τόσο εἶνε ὅλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικὰ μόνον ἀνθοῦνε.

Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου
κανεὶς ποτὲ δὲ θὰ τὴ νοιώση.
Κι᾿ ἂν τὴν πληγώση θἆναι ἀνίδεος
κι᾿ οὔτε γι᾿ αὐτὸ θὰ μετανοιώση.

Αχ η καρδιά μου

Ἄχ, ἡ καρδιά μου νοσταλγεῖ,
τώρα ποὺ φεύγει ἡ μέρα,
τὸ ροδινὸ ξημέρωμα,
τὸν ἥλιο, τὸν αἰθέρα.

Τὰ παιδικὰ χαμόγελα,
τὸ κύμα ποὺ ἀπαντοῦσε
στὸ φλοίσβημα τῆς πρόσχαρης
φωνούλας μας ποὺ ἀχοῦσε.

Τὴ βάρκα ποὺ λικνίζοταν
στὴ μέθη μας τοῦ ὀνείρου,
τὸ ἁβρὸ τραγούδι ποὺ ἔσμιγε
τὴ σιγαλιὰ τοῦ ἀπείρου.

Τὴ χαραυγὴ ποὺ ρόδιζε
τὰ σεντεφένια πλάτια,
τὴν πεθυμιὰ τὴν ἄχραντη
στ᾿ ἀγγελικά μας μάτια.

Ἄχ, ἡ καρδιά μου νοσταλγεῖ,
τώρα ποὺ ἡ μέρα σβήνει,
τῆς ὀμορφιᾶς τὸ πέρασμα,
τὴ νειότη ποὺ μ᾿ ἀφήνει.

Ελα γλυκέ

Ἔλα γλυκέ, κι᾿ ἂν φτάνη ἡ νύχτα
καὶ τὸ σκοτάδι δὲ σ᾿ ἀρέση,
ἀστέρινο θαμπὸ στεφάνι
ἡ ἀγάπη μου θὰ σοῦ φορέση.

Στὸ ταραγμένο μέτωπό σου
ἀργὰ τὰ δάχτυλα θὰ σύρω
κι᾿ ὅ,τι εἶνε πάθος στὴν καρδιά σου
θ᾿ ἀνθίση δάκρια καὶ μύρο.

Θὰ σοῦ καρφώσω ἕνα λουλούδι
τ᾿ ὄνειρο πάνω στὴν καρδιά σου,
θὰ πλέξω τὰ ξερὰ τὰ φύλλα
μὲ τὰ κατάχλωρα μαλλιά σου.

Τὸ δέσμιο πόθο μου θ᾿ ἀφήσω,
μία πεταλούδα ναρκωμένη,
κ᾿ ἔτσι στὰ χείλη σου θὰ νοιώσης
κάτι σὰ γύρη νὰ σοῦ μένη.

Ἔλα γλυκὲ κι᾿ ἂς φτάση ἡ νύχτα.
Θὰ φέγγη ἡ νειότη σου μὲ θλίψη
τὸ σκοτεινὸ νὰ ὑφαίνω πέπλο
ποὺ ἡδονικὰ θὰ μὲ καλύψη.

Ονειρο

Δὲ μ᾿ ἔφτανε οὔτε κὰν ἀχὸς
μέσ᾿ στὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσα.
Κ᾿ ἡ θύμηση λιγόθυμη
τῶν ὅσων ἀγαποῦσα.

Κ᾿ ἦρθε ἡ ματιά σου γελαστή
ἐαρινὴ ἐλπίδα
καὶ γιὰ τὰ ποὺ μοῦ λείψανε
μοῦ μίλησε μ᾿ ἐλπίδα.

Μὰ εἶνε οἱ χαρές μας φτερωτὲς
καὶ τὸ φθινόπωρο εἶνε
μέσα στὴν ἴδια μου φωνὴ
ποὺ σοῦ φωνάζει: μεῖνε.

Καὶ τῆς ματιᾶς σου ὁ γελαστὸς
ἥλιος θὰ βασιλέψη
καὶ τ᾿ ὄνειρο θὰ ξεχαστῆ
προτοῦ κὰν ἀληθέψη.

Γιατί ονειρεύτηκα

Γιατί δὲ θέλει ἡ αὐγὴ νὰ μοῦ γελάση
κι᾿ ἀπόκρυψε τὴ ρόδινη μορφή;
Γλυκὸ τ᾿ ὄνειρο σήμερα ἔχω πλάσει
κεῖ ποὺ ἔχει ἄνανθο τ᾿ ὄνειρο ταφῆ.

Ὅμως καμμιὰ δὲ θὰ μοῦ δώση ἐλπίδα
καὶ μένει μὲ τὸ πένθος στὴ στολή,
μὲ μία μαβιὰ στὴν ὄψη της ἀχτίδα
ποὺ πνίγεται στὰ δάκρια θολή.

Ὤ, νἄχε θυμηθῆ πὼς κάποια μέρα
στὸν ἄνεμο τὸ φθινοπωρινὸ
εἶχα ποθήσει τὸ γαλάζιο αἰθέρα
τοῦ ὀνείρου, πρὶν σημάνη ἑσπερινό.

Καὶ νἄρθη ἐκεῖ στερνὰ ποὺ θἄχη γύρει
πικρὴ ἡ ζωή μου κι᾿ ἄνανθη, γλυκὰ
νὰ μοῦ χαμογελάση καὶ νὰ σπείρη
τὰ ρόδινα τοῦ ἀνθοῦ της μυστικά.

Μες στο σπιτάκι μου

Μέσ᾿ στὸ σπιτάκι μου ἦταν μία φορά
τῆς ξεγνοιασιᾶς τὸ μύρο.
Καὶ γὼ ἤμουν τὸ τραγούδι μὲ φτερὰ
ποὺ ξεπετιόταν γύρω.

Μὰ λίγο λίγο πίκραινε ὁ σκοπὸς
στὰ παιδικά μου χείλη
καὶ σάμπως ἕνας χρόνος ἀγριωπὸς
νἄχε ἄξαφνα ἀνατείλει.

Λυγίστη τοῦ πατέρα μου ἡ βουλὴ
στὰ θαλασσιά του μάτια
κ᾿ ἔκλεισαν σὰ νὰ βάρυναν πολύ.
Μέσ᾿ στ᾿ ἄφωνα δωμάτια,

Περήφανη ἡ μητέρα μου κι᾿ ὀρθὴ
στὰ πλουμιστὰ σαντάλια,
λὲς ἄφησε ἡ ψυχή της νὰ παρθῆ
στοχαστικὴ σὰν ντάλια.

Καὶ τὰ παιδιὰ τῆς πίκρας τὸ γραφτὸ
νὰ ζοῦν καὶ νὰ σωπᾶνε
καὶ φύλλα ἀπώνα ἀνώφελο φυτὸ
σκορπίστηκαν καὶ πᾶνε.

Ματαιότης

Κρυφά, βουβὰ τὰ δάκρυα τοῦ καημοῦ
στέγνωσαν στὰ χλωμὰ τὰ μάγουλά μου
καὶ στάθηκα τὸ νόημα τοῦ χαμοῦ
ζητώντας ἄθελά μου.

Καὶ στάθηκα ρωτώντας τὸ γιατί
στὰ πλούσια, στὰ περήφανα στολίδια
κ᾿ εἶπα, νἄταν ἡ ἀγάπη τάχα αὐτή;
ἡ ζωὴ μὴν ἦταν ἡ ἴδια;

Καὶ στάθηκα ρωτώντας τὸ γιατί
ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ἡ νειότη μου εὐωδοῦσε
κι᾿ ἄκουσα μία φωνή, μία βαρετὴ
φωνὴ ποὺ προβοδοῦσε.

Κ᾿ ἔμεινα ἐκεῖ στημένη, ὡς ποὺ σιγὰ
τὸ ρώτημα σὲ γέλιο ἀπολιθώθη
καὶ τὸ βαθὺ σκοτάδι ποὺ σιγὰ
στὰ μάτια μου καρφώθη.

Καμμιὰ φωνὴ δὲ φτάνει ἀπ᾿ τὰ πολλὰ
τὰ δυνατὰ πρὶν ᾿πο μένα πῆγαν.
Οἱ γνωστικοί με κύτταξαν καλὰ
κ᾿ εἶπαν πὼς εἶμαι φάντασμα καὶ φύγαν.

Στον κήπο του Ζαππείου

Ποιὰ μοίρα νὰ μοῦ ἑτοίμασε τὸ πέρασμα,
ποιὸ πνεῦμα μ᾿ ἔχει πάρει,
τὴ νύχτα ἀπόψε τὴ φθινοπωριάτικη
μ᾿ ἕνα μεγάλο θλιβερὸ φεγγάρι.

Στὸν κῆπο τοῦ Ζαππείου, φωλιὰ τοῦ ἔρωτα;
Ἐγὼ μία σκιὰ ποὺ σέρνεται στὸ χῶμα,
ἕνα φύλλο ποὺ πιὰ τὴ ρίζα του ἔχασε
καὶ ποὺ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος ἀκόμα.

Ἔρημα τὰ δρομάκια, ἔρημοι οἱ πάγκοι του.
Τὸ σπάνιο φύλλωμα σωπαίνει
ἀμφίβολα. Πρὸ μιᾶς στιγμῆς ἐφύγανε
οἱ ἐρωτευμένοι.

Ἐδῶ ἕνας νέος σκυθρωπὸς ἑτοίμαζε
κάποια χαρὰ στὴν παθιασμένη ζωή του.
Φιλοῦσε ἑνὸς μικροῦ χεριοῦ τὰ δάχτυλα
μεθοῦσεν ἡ συλλοή του.

Ἐκεῖ, κάποιος ποτὲ ποὺ δὲν ἐπίστεψε
ζητᾶ ἀπ᾿ τὰ ὡραῖα χείλη
τὸ μάταιον ὅρκο. Πόσο πιὸ καλλίτερα
νἄτανε σιωπηλὰ καὶ νὰ τὰ ἐφίλει.

Ἐδῶ, πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο μάρμαρο
εἶχε καθήσει ἡ κόρη
κ᾿ ἕνας ἄντρας ξανθὸς σὰν ἥλιος, τὸ εἴδωλο
τῆς ἀγάπης ἐθώρει.

Κάποιος, μέσ᾿ στὶς σκιὲς ποὺ ὅλο βαθαίνουνε,
ἕνας θεὸς ποὺ ἐξιλασμὸ ζητοῦσε,
μιᾶς παρθένας τὸ σῶμα ξέσκεπο ἅπλωσε
καὶ τῆς νύχτας τὰ πνεύματα καλοῦσε.

Στὸν πάγγο ποὺ τὸ βάρος τὸν γονάτισε
τὸν ἔδειρε μία τρικυμία,
κλαίγανε, κλαίγαν δυὸ ψυχὲς ποὺ ἀρρώστησαν
καὶ δὲν τοὺς δίνει ἡ ἀγάπη τους χαρὰ καμμία.

Τόσα φιλιὰ καὶ κρυφοαναστανέγματα
σὲ μία στιγμὴ πὼς σβήσαν!
Τὸ ἀγέρι τοῦ φθινόπωρου δυνάμωσε
κ᾿ οἱ ἐρωτευμένοι φύγαν καὶ μ᾿ ἀφῆσαν.

Νά, μόλις φύγαν. Μένει ἀκόμα τὸ ἄρωμα
τριγύρω ἐδῶ χυμένο.
- Καὶ γὼ μία σκιὰ ποὺ δὲ θὰ μὲ ὑποψιάζονταν
κανείς, τί θέλω ἐδῶ, τί μένω;

«Σωτηρία»

Ἂς περάσει πιὰ ἡ μέρα μὲ τὸ φῶς της.
Ἡ νύχτα γιατί τόσο ἀργοπορεῖ;
Στῶν πεύκων τὶς σκιὲς μία πολυθρόνα
μὲ καρτερεῖ.

Τῶν θαλάμων θὰ σβήσουνε τὰ φῶτα
κι᾿ ὁ ὕπνος θἄρθη σὰ λιγοθυμιά.
Ἕνα ἀδειανὸ κρεββάτι, ἐδῶ δίνει
ἐντύπωση καμμιά.

Θὰ μὲ διπλώση τὸ σκοτάδι κι᾿ ὅπως
μεσ᾿ στὶς βαθιὲς σκιὲς θὰ μπερδεφτῶ,
πὼς εἶμαι θὰ πιστέψω πάλι κάτι
ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό.

Μέσα στὸ φόβο θὰ βαθαίνη ἡ νύχτα
ὅταν ὁ ἄνεμος θἄρθη ξαφνικά.
Ὁ εὐκάλυπτος τὰ μαλλιά του θὰ τινάξη
καὶ τῶν ὀνείρων μαζὶ τὰ μυστικά.

Τὸ μυστικὸν ἀγώνα θὰ γροικάω
τοῦ φθινοπώρου, ἀνίκητος ἐχθρός.
Θὰ μὲ λικνίζη χαρωπὸ τραγούδι
ὁ ἀπελπισμένος θρός.

Κι᾿ ἂν δὲν τὴν καρτερῶ, ξέρω πὼς θἄρθη
ἡ γάτα αὐτὴ ποὺ νυχτοπερπατεῖ,
μία γάτα ποὺ δὲν ξέρει τί εἶνε χάδι
καὶ δὲν τὸ δίνει καὶ δὲν τὸ ζητεῖ.

Στὰ πόδια μου κοντὰ κάθεται μόνο,
ἀδιάφορη στὸ κρύο τὸ παγερό,
διακριτικὰ τὸ βλέμμα μου ἀποφεύγει
κ᾿ εἶνε σὰ νὰ μὲ ξέρη ἀπὸ καιρό.

Ο Ποιητής
Στὴν ἀκοίμητη Σκιὰ τοῦ Ἰωσὴφ Ραφτόπουλου

Τοῦ φθινοπώρου ἡ πνοὴ περνάει
στὰ δέντρα ποὺ δὲν τὰ φοβίζει
καταστροφή.
Ὁ εὐκάλυπτος τὴν κυβερνάει,
μιλοῦν σὰ φίλοι καὶ λυγίζει
τὴ νέα κορφή.

Ὁ πεῦκος ἄκουε μεθυσμένος
κάποιονε θρύλο ποὺ θρηνοῦσε
μέσ᾿ στὰ κλαδιά.
Θυμᾶται ποὺ συλλογισμένος
ὁ ἐρωτικὸς ποιητὴς περνοῦσε,
ὅλος καρδιά.

Τὰ μάτια του γέμιζε ὁ πόνος.
Στὰ σφραγισμένα χείλη ἀνθοῦσε
τὸ χλωμὸ φῶς.
Ὁ ποιητής περνοῦσε μόνος.
Τοῦ τραγουδιοῦ του ἀκόμη ἀχοῦσε
ὁ στεναγμός.

Μὰ τώρα σιώπησε ἡ καρδιά του
καὶ μόνον ὁ ἔρωτάς του μένει
καὶ περπατεῖ.
Καὶ ὅλοι μας λέμε εἶναι ἡ σκιά του
ποὺ τριγυρίζει - εἶναι ἡ θλιμμένη
σκιὰ τοῦ ποιητῆ.

Γλέντι

Σ᾿ ἕνα γλέντι μὲ κάλεσαν οἱ σύντροφοι.
Δὲ θ᾿ ἀρνηθῶ. Θὰ πάω νὰ λησμονήσω!
Θὰ φορέσω τὸ κόκκινό μου φόρεμα
καὶ τὴν ἴδια ὀμορφιά μου θὰ φθονήσω.

Τὸ νεκρὸ πὤχω μέσα μου περήφανα
καὶ στοργικὰ μαζί μου θὰ τὸν πάρω.
Θἆμαι σὰ χαρωπή, σὰ μυστικόπαθη
θἆμαι μία ἀποσταλμένη ἀπὸ τὸ Χάρο.

Οἱ μελλοθάνατοι σύντροφοι στὸ γλέντι τους
κι᾿ ἂν πίνουνε κρασὶ δὲ θὰ μεθοῦνε.
Μία κατάρα θὰ στέκεται στὸ πλάι τους
μὰ θἆμαι ὡραία καὶ δὲ θὰ ὑποψιασθοῦνε.

Ἔπειτα ἕνα τραγούδι θὰ ζητήσουνε
μήπως σὲ μία χλωμὴ χαρὰν ἐλπίσουν,
μὰ τόσο ἀληθινὸ θἆν᾿ τὸ τραγούδι μου
ποὺ σαστισμένοι θὰ σωπήσουν.

--------------------------------------------------------------------------------


Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.