Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Τίτος Μανάκας (Ο Διμοτειανός) / (μικρή αναφορά)


Ο Τίτος Μανάκας γεννήθηκε το 1934 και πέθανε το 2004. Όλη του η ζωή και το έργο του ήταν ταυτισμένα με την πόλη του Διδυμοτέιχου, γι αυτό και χρησιμοποιούσε και το ψευδώνυμο Διμοτειανός. 

Ποιητικές Συλλογές:

1998: “Ω, πικρόν μου έαρ!”


Ποιήματα του μπορείτε να διαβάσετε στη σελίδα: https://genesis.ee.auth.gr/dimakis/POETS/mi.html

“Εδωνά” / Μανάκας Τίτος - Διμοτειανός



Χάθηκε το χαμόγελο σου 
έσβησε κι ο ήχος της φωνής σου. 
Ο πόνος της ψυχής μου 
και το χυμένο δάκρυ μου 
δεν άφησαν ο δενδρολίβανος ν’ ανθίσει. 
Πέρασες… 
κι έφυγες…κι έμεινα μόνος εδωνά 
να με χαιδεύουν τ’ανεμίσματα σου 
σαν επιστρέφω νοερώς εκεί 
απ’ όπου ξεκινήσαμε 
κάποτε…

Σπονδή: Ποίημα του Λιανού Κ. Απόστολου από το περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ



Λιανός Κ. Απόστολος (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Λιανός Κ. Απόστολος γεννήθηκε στή Λιβαδειά το 1925. 
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με όλα τα είδη του λόγου: αρθρογραφία, επιφυλλιδογραφία, μελέτη, χρονογράφημα, κριτική, ποίηση.
Κατά την διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης έπαιξε ενεργό ρόλο στην περιοχή της Βοιωτίας. 
Για τήν δράση του αυτή καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο από το Ιταλικό Στρατοδικείο Αθηνών το 1943.  Μετά τήν Απελευθέρωση, εργάστηκε είτε ως συντάκτης είτε ως συνεργάτης διαφόρων αθηναϊκών εφημερίδων και περιοδικών. 
Το 1951 δημοσιεύει (σε συνεργασία με τον Δ. Παπασπύρου) την μελέτη «Το Κωπαϊδικόν Ζήτημα», πού θέτει τις βάσεις για την επίλυση ενός μεγάλου κοινωνικού προβλήματος αυτό της απόδοση τής Κωπαϊδικής γης στους ακτήμονες καλλιεργητές της περιοχής. 

Διετέλεσε επί Κυβερνήσεων Κέντρου:
α.  Διευθυντής του Ιδιαιτέρου Γραφείου του Υπουργού Δικαιοσύνης (1963), 
β.  Διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Υπουργού Προεδρίας τής Κυβερνήσεως (1964—65),
γ. Ειδικός Συνεργάτης του Υφυπουργείου Τύπου καί 
δ. Συνεργάτης — πολιτικός σχολιαστής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας κατά την ίδια περίοδο. 

Ποιητικές Συλλογές:

«Το Τραγούδι τής Εφηβείας» (1954), 

πηγή: http://viotikoskosmos.wikidot.com/lianos-apostolos


Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Πυραμίδα / Τρύφων Καλαμίτσης

Διαβάζουμε το ποίημα πατώντας επί του παρακάτω συνδέσμου 

Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

ΕΛΠΙΔΑ / Μιλτιάδης Ντόβας



Στου Χρόνου τα Ονείρατα Απόλυτο το Φως!
Θυμωμένο ψεγάδι και δόξα απ’ την Πέργαμο!
Σημείο ματωμένων ιαχών, το Άπειρο της λύτρωσης, δίχως την Καλοσύνη!
Κύματα τα φεγγάρια της Αυγής, του παρελθόντος σήμαντρα μιας ιταμής Ανάγκης.
Ανάγκης που τον ήλιο κυνηγά, νηστεύοντας απ’ τις φωτιές, τις κοσμοξακουσμένες!
Γραμμή χαράσσω σε Παρόν και Παρελθόν, ένα κουβάρι νήματα σ’ Ανάμνησης τη Χώρα.
Τη Χώρα που για πάντα καρτερεί, το Μέλλον όπου έρχεται, το Μέλλον όπου θα ‘ρθει!
Ναού αγύρτης, ένας κέρινος παππούς, Νεράιδες μ’ άμφια άναστρα και ξωτικά του δάσους!
‘κείνα τα πλάσματα π’ Ονειρικά, χάνονται και ξανάρχονται στης βρύσης τ’ αγιοκέρι.
Κοιμήθηκε η ψεύτικη η φωτιά, στ’ Άρρητου τη συνάντηση, φίδια χαμογελάνε!
Χαμογελάνε σε μια γύφτικη εκκλησιά, πέτρινη και απόκοσμη, όμορφη και καθάρια!
Ο Νους γελάει στο παιχνίδι των στιγμών, εθίζεται στη γύμνωση από το κάθε ψέμα.
Ανθρώπινος ο Χρόνος και θεϊκός, γήινος π’ όλο έπαρση ορίζει τις εικόνες!
Άρμα δίχως Ιππέα η Φωνή, Ψυχής η δεύτερη ύψωση που μάχεται τη λήθη.
Ντύμα της, ειν’ το χώμα το λευκό, εκείνο απ’ την ανθρώπινη, την ξεχασμένη σάρκα.
Κερί τ’ Ιούλη, του Απέριττου η μορφή. Ο φόβος της επίγνωσης, θάνατος του θανάτου!
Ξύπνημα από βάρβαρες ιαχές κι ενός κοκκόρου λάλημα, όπου βροντά την πόρτα.
Την πόρτα του Δρυΐδη Ωκεανού, στ’ Απείρου τα τεχνάσματα, αίτημα η ελπίδα!
Ελπίδας για συνέχεια στο Φως! Χρόνος της ασυνέχειας, μιας σπείρας που γελάει!
Τρία σημάδια ενωμένης χλαλοής, Παρόν-Μέλλον Χαμόγελο με Παρελθόντος δάκρυ!
Δάκρυ που ντρέπεται, διεκδικεί. Ολόλευκα φορέματα, χιτώνες και μανδύες.
Πανηγύρι των Ατάραχων το Φως! Του Χρόνου η ενατένιση γεννάει την ελπίδα!

(Β΄ Βραβείο Ποίησης στα πλαίσια του 8ου Παγκόσμιου Ποιητικού Διαγωνισμού της ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ).

ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ / Εχετλαίος Γιώργος


Ήταν βέβαια προετοιμασμένοι απο χρόνια,
όχι για την περίπτωση καθεαυτή,
μα να το γνώριζαν, η ελευθερία τους 
πάντα θα έλκυε δεσμώτες.
Δωρο πανάκριβης ευθύνης και κατάρα η ελευθερία,
για όσους πίσω απο τα τείχη δεν την έκρυψαν.

Κι ο βασιλιάς ν’ απογυμνώνεται στον θρόνο,
να αψιμαχεί με την ψυχή του, τον δίκαιο λογισμό ν’ αναζητά
και τη βασίλισσα στα μάτια να κοιτά.
Όσα και αν λένε οι έφοροι και ο σοφός ιεροφάντης,
όσο βραδύνει η σελήνη τον κύκλο της να κλείσει,
δεν το αντέχει σκλάβος στον θρόνου του να μένει.
Αλίμονο! Είχε τους λόγους του ο βασιλιάς,
ενας χρησμός τον προσκαλούσε
και η τιμή που οι νόμοι δεν εξαγοράζουν.
Είχε τον λόγο του ο βασιλιάς και τον τιμούσε.

ΕΙΜΑΣΤΕ…( ΟΛΕΘΡΙΟΝ ΗΜΑΡ) / Εχετλαίος Γιώργος

τιμητική διάκριση στους 34ους Ποιητικούς Δελφικούς Αγώνες.

Είμαστε ο νεόφυτος πολιτισμός της σήψης.
Αρχαιοκάπηλοι κάθε θυσίας των προγόνων,
τυμβωρύχοι στα ιερά λείψανα της ιστορίας.
Είμαστε οι δήμιοι που βεβηλώσαμε τα Ηλύσια πεδία,
αποκάμοντας τα κενοτάφια του θάρρους και της αρετής.
Αυτοί που υφάρπαξαν τον μίτο από τα χέρια του Θησέα,
παραβιάζοντας το πιθάρι της Πανδώρας,
κραδαίνοντας τον μαινόμενο θίασο του ερέβους.
Είμαστε αυτοί που υποκλίνονται δουλικά, στη ματαιοδοξία και τον φθόνο,
χαράζοντας τα ονόματά μας, στη συλημένη κλίνη του αγνώστου στρατιώτη.
Αυτοί που ακόνισαν το σκουριασμένο σφυρί του Ηφαίστου,
στην κολυμπήθρα της λήθης·
Νοτίζοντάς το με τα δάκρυα του Λεωνίδα και του Αλεξάνδρου,
χαλυβδώνοντας αδυσώπητα τις αλυσίδες, πάνω στον βράχο του Προμηθέα.
Είμαστε το ψηφιδωτό της άγνοιας, ορκισμένο σ’ αιματοβαμμένα ράσα,
συνδαιτυμόνες του φόβου, μεταλαμβάνοντας τον Αχέροντα
σε μικρές δόσεις θανάτου.
Ο νάρκισσος οίστρος, που χορεύει διονυσιακά στο σπήλαιο του Πλάτωνα, παραδίδοντας τις ψυχές μας, στη ζοφερή Άτροπο της φιλαυτίας.
Το ξήλωμα και η ραφή που παλεύουν για το μαντάρισμα των σαβάνων.
Αυτοί, που εξοστρακίζουν στα πυρωμένα σπλάχνα της κοίλης γης,
την όσια τέφρα των αδάμαστων εραστών.
Είμαστε οι αδηφάγοι ρήτορες, όταν η αλήθεια ελλοχεύει στη μήτρα
του σύμπαντος, ξεγυμνώνοντας τη δυσωδία των ακάθαρτων εμβλημάτων.
Το δολωμένο βλέμμα, που σέρνεται πίσω από τη λατρεία της ηδονής.
Τα λυσσασμένα χείλη της αλαζονείας,
που αρνήθηκαν να πιουν το άγιο νάμα, απ’ τις παλάμες του Θεού.
Τα οκνηρά ώτα, στους βρυχηθμούς των σοδομισμένων ονείρων.
Είμαστε αυτοί που κηλίδωσαν με το άγγιγμά τους,
το ελλάνιο όλων των ένδοξων αιώνων, που σμίλευσαν οι προκάτοχοί μας.

Η ΠΑΧΝΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΤΗΣ ΣΧΗΜΑΤΙΖΕΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΑ ΡΟΔΑ /larry Cool


Τώρα ὁ κόσμος εἶναι Ἀλγόριθμος
τό πρόγραμμα ῾τρέχει᾽ στόν ἐγκέφαλό μας
τώρα στίς φλέβες μας ῥέει κώδικας.
Κοιμᾶται τό κορίτσι μου
στό δέρμα της ὑποφώσκουν ἄστρα
τά ὄνειρά της εἶναι ἰοί
εἰσδύουν στόν κόσμο· καταρρέει ἡ λειτουργία του...
Ξεφωνητά καί γέλια αἴφνης
χρυσᾶ πέλματα τρέχουν στόν γαλανό οὐρανό
ὁ Θεός κυνηγᾶ νά γαμήσῃ τήν Παναγία
Βουίζουν μύγες, δυσοσμία ἀποσύνθεσης
πάν᾽ ἀπ᾽ τήν ἔρημη Μητρόπολη,
κρέμονται μώβ ἔντερα ἀπό ξεκοιλιασμένα νέφη.
Κουβαλῶ στήν πλάτη τήν μεγάλη νύχτα τοῦ κόσμου
«Μή μ᾽ ἀφήνῃς ἀπ᾽ τά μάτια σου» λέει τό κορίτσι
»ὅταν δέν μέ κοιτάζῃς δέν ὑπάρχω.»

ΜΙΑ ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΥΧΗ .... / Ανδρέας Διγενής


Δαγκώνω τα χείλη
γίνονται μωβ,
στην μανία της θλίψης !
Σφίγγω τα δόντια
να ραγίσουν,
στην ανάγκη για πείσμα !
Θέλω να ξαναμυρίσω τ’ αρώματά σου,
που χάρισες στις βουκαμβίλιες στου κάστρου τα πλακόστρωτα !
Θέλω να ξαναδώ την μορφή σου,
ν’ αναδύεται από την θάλασσα των βράχων του σταυρού, στο λιμανάκι !
Θέλω να ξαναπιώ τσίπουρο,
από τα δικά σου χείλη στα στενοσόκακα της παλιάς πόλης !
Οι αναμνήσεις πρωτόγνωρες,
καρφώνονται παντοτινά !....
Έρωτας.... αγάπη.... πάθος !....
Μια προσμονή και μια ευχή,
ταράζουν δυο κορμιά....
Ζητούν απεγνωσμένα μοίρασμα στιγμών !....

Τάσος Ισαάκ -Σολωμός Σολωμού / Ρεΐζης Περικλής


Πάντα οι δειλοί τη σύνεση
σοφία θα ονομάζουν
θα βρούνε λέξεις, όμορφες
για να μας ξεγελάσουν
ΗΑμμόχωστος θα χάνεται
έρμη κι ορφανεμένη
κάποιου παραμυθιού κλωστή
στο χρόνο ξεχασμένη
Της λήθης πίνουμε νερό
κι όλο μιλάμε γι' άλλα
μα Σολωμό και Ισαάκ
εγώ πως να ξεχάσω
Τώρα μιλάμε για Ευρώ
τα δειλινά για μπάλα
η Αμμόχωστος εξόριστη
στων λογικών τη Φάρα...
Το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ λιγόστεψε
όνειρο που ξεφτίζει
λίγοι μείναν παράξενοι
η ματιά τους να δακρύζει
Της Αμμοχωστου γιασεμιά
άρωμα μην σκορπάτε
λείπουνε Τάσος-Σολωμός
ποιος να σας εμυρίσει;
Αυτοί μονάχα θα ζητούν
ιστό για να καπνίσουν
τσιγάρο ανάβουν σέρτικο
και Λεύτεροι χορεύουν...

Το ποιημα είναι αφιερωμένο στην μνήμη του...Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού

Νόστος: Ποιητική Συλλογή της Παυλίνας Γεροντούδη εκδοθείσα το 2019

Αιγαίο

Πέλαγος των πολιτισμών ακτινοβόλο.
Πνεύματος μήτρα, ήλιων ψυχή,
πηγή διάνοιας, φωτιά η ζώσα.
Σπέρμα πλανώμενο ελληνικό,
φως γαλανό, υγρή πατρίδα,
τα μάτια μου παιδί
σαν πρωτοάνοιξα
εσένα είδα. 

Γητειά

Χέρια απαλά,
σεντόνια λευκά,
στον ήλιο απλωμένα.

Μάτι ααστρικά, 
της νύχτας φωτιά, 
διαμάντια αναμμένα. 

Αγάπης  γητειά,
φιλιά ερωτικά, 
στην άμμο σπαρμένα. 










Η παπαρούνα

Σαν παπαρούνα τρυφερή τον ήλιο μόλις είδε, 
έτσι κι εγώ ζαλίστηκα στον δρόμο όταν σε είδα ένα πρωί. 
Σκίρτησε ξαφνιασμένη η καρδιά και ζωντανή όσο ποτέ σε ζήτησε.
Η παπαρούνα η νεαρή με άκουσε  κι από ντροπή, κοκκίνισε









Προδοσία

Μάζεψα τα αίματα από πάνω μου
κι άνοιξα δρόμο κόκκινο, 
για να τον περπατήσω. 
Λύτρωση έγινε η προδοσία σου, 
από μηχανής Θεός!
Τώρα αγαπώ το ύστερα, 
που με προκαλεί.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Στο τέρμα της Πλάνης: Ποιητική Συλλογή που εκδόθηκε το 2010 του Χριστόφορου Λιοντάκη. Βραβείο Ποίησης του Περιοδικού Διαβάζω

ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Ό,τι φαντάζεσαι πως λείπει
η ηδύτητά σου το αναπληρώνει.
Ανατρέποντας τους κανόνες του ωραίου.
Από της αμηχανίας σου τη στενωπό
ξεχύνονται αθώοι χυμοί
Και στο φως σιωπηλά σε αποδίδουν.


ΡΟΔΙΝΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Απόψε με το φεγγάρι
τα γιασεμιά μυρίζουν
με δοντάκια νεκρών νηπίων.
Η ζωή τους: η ρόδινη υποψία
στα πέταλα των γιασεμιών.


Ποιητική Συλλογή του Χριστόφορου Λιοντάκη που εκδόθηκε το έτος 2015

Περιλεμβάνει τις συλλογές: 
-"Ο Μινώταυρος μετακομίζει", 
-"Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες", 
-"Με το φως", 
-"Στο τέρμα της πλάνης". 


ΤΕΛΕΤΗ 

Είχαν τελειώσει τα αντισηπτικά 
λιγόστευε το πάθος 
καθώς ανοίγανε κονσέρβες μπίρα 
το πένθος ύψωνε φυσαλίδες 
στα ανοιχτά τους στόματα. 

Τότε κατάλαβες: το φως στα χέρια σου
δεν ήταν δικό σου 
κι όμως δεν έφυγες
έκανες κριτική 
ρυθμίζοντας το φόβο σου με δόσεις. 

Και μην απολογείσαι: 
και τώρα κινδυνεύεις 
να γράψεις στίχους 
ίσως και ποίημα.


ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Ό,τι φαντάζεσαι πως λείπει
η ηδύτητά σου το αναπληρώνει.
Ανατρέποντας τους κανόνες του ωραίου.
Από της αμηχανίας σου τη στενωπό
ξεχύνονται αθώοι χυμοί
Και στο φως σιωπηλά σε αποδίδουν.


ΡΟΔΙΝΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Απόψε με το φεγγάρι
τα γιασεμιά μυρίζουν
με δοντάκια νεκρών νηπίων.
Η ζωή τους: η ρόδινη υποψία
στα πέταλα των γιασεμιών.


Χριστόφορος Λιοντάκης (βιογραφικό σημείωμα)


Γεννήθηκε το 1945 στο Ηράκλειο Κρήτης και σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Φιλοσοφία της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Σορβόννης, στο Παρίσι. Εμφανίστηκε στα γράμματα με την  πρώτη συλλογή ποιημάτων το 1973.
Το 2000 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή ποιημάτων του Με το φως που δημοσιεύθηκε το 1999. Επίσης, για την ίδια συλλογή ποιημάτων έλαβε το βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω. Το Γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού του απένειμε το μετάλλιο του Ιππότη της Τάξεως των Τεχνών και των Γραμμάτων, ενώ ο Δήμος Ηρακλείου του απένειμε το Λογοτεχνικό Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης. Το 2012 έλαβε για το ποιητικό του έργο, το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.
Πέθανε στις 26 Ιουλίου 2019
Ποίηση
·         Το τέλος του τοπίου, 1973
·         Μετάθεση, 1976
·         Υπόγειο γκαράζ, 1978
·         Ο Μινώταυρος μετακομίζει, 1982
·         O ροδώνας με τους χωροφύλακες, 1988
·         Με το φως, 1999
·         Αθηναϊκό μειδίαμα, 2009
·         Στο τέρμα της πλάνης, 2010
·         Εικόνες που επιμένουν, 2012
Πεζογραφία
·         Νυχτερινό γυμναστήριο, 1993
Μεταφράσεις
·         Αρμάνς (Armance), του Σταντάλ, 1978[5]
·         Οι τάφοι της Ραβέννας (Les Tombeaux de Ravenne), του Υβ Μπονεφουά 1981
·         Ο σκοινοβάτης, του Ζαν Ζενέ, 1986
·         Μια εποχή στην Κόλαση (Une Saison en Enfer), του Αρθούρου Ρεμπώ, 2004

Ήχος κλεισμένος / Λιοντάκης Χριστόφορος

Ήχος κλεισμένος σε σταλαχτίτη και σταλαγμίτη,
ανάμεσα χώρος,
χώρος που αλλάζει διαστάσεις
ορατές με γυμνό οφθαλμό.
Τα πράγματα ζούνε την ηδονή της σιωπής,
την οδύνη της ομιλίας μας τη χαρίζουν.
Στη μαρμάρινη πλάκα γραμμένο το όνομα του προφήτη.
Εσύ πως τον μεταχειρίζεσαι τον προφήτη σου ;
εγώ, πρωί, μεσημέρι, βράδυ
τον αποκοιμίζω με ενέσεις καθημερινότητας.
Σε ηλιοχτυπημένους δρόμους
προσφέρεται υγρόν υπερθέν,
πυγολαμπίδες ρίχνουν κεραυνούς στην αλμυρή χλόη,
αλλοιώνουν τα ατμοσφαιρικά δεδομένα.
Μην περιμένεις τον αλέκτορα
να σου θυμίσει την άρνηση της πρώτης Άνοιξης,
μην αρνιεσαι πως κατέστρεψες την ισορροπία του τοπίου,
το μαρτύρησε η έκφραση της πετυχημένης φάρσας
τότε που το τοπίο έγειρε κι εσύ.

Με αλκοόλ νερό και πάγο / Λιοντάκης Χριστόφορος


Με αλκοόλ νερό και πάγο
Το χρώμα αλλάζοντας σιωπούσε

Ώρες ώρες στο ποτήρι χανόταν εντελώς
Και δεν ήταν το μοναδικό παιχνίδι που το φως του σκάρωνε

Με αλκοόλ νερό και πάγο
Το χρώμα αλλάζοντας σιωπούσε

Τώρα το καπέλο κρύβει τα σφάλματα του καθρέφτη
Κόβοντας στη μέση τον αλλεργικό χαιρετισμό

Με αλκοόλ νερό και πάγο
Το χρώμα αλλάζοντας σιωπούσε

Άσκοπα την υγεία σου περιφέρεις
Τηλεφωνείς και το σύρμα σε τυλίγει
Μιλάς με ιδιωματισμούς
σε παραμονεύουν τραπεζίτες, λογιστές, ασφαλιστές κι η αστυνομία

Γλιτώνεις δε γλιτώνεις
Αφού κι η νύχτα τα συμφέροντά τους πρακτορεύει
σε παραμονεύουν τραπεζίτες λογιστές ασφαλιστές κι η αστυνομία

Άσκοπα την υγεία σου περιφέρεις
Τηλεφωνείς και το σύρμα σε τυλίγει
Μιλάς με ιδιωματισμούς
σε παραμονεύουν τραπεζίτες, λογιστές, ασφαλιστές κι η αστυνομία

Γλιτώνεις δε γλιτώνεις
Αφού κι η νύχτα τα συμφέροντά τους πρακτορεύει
σε παραμονεύουν τραπεζίτες λογιστές ασφαλιστές κι η αστυνομία

Με αλκοόλ νερό και πάγο
Το χρώμα αλλάζοντας σιωπούσε

Ν’αλλάξει αίμα / Λιοντάκης Χριστόφορος


Ν’αλλάξει αίμα
Ν’αλλάξει σάρκα
Ιδού τι θέλει

Ν’αλλάξει αίμα
Ν’αλλάξει σάρκα
Ιδού τι θέλει

Ν’απαλλαγεί από κείνο
Το κρυφό φανερό
Που όλα τα διχάζει

Ν’απαλλαγεί από κείνο
Το κρυφό φανερό
Που όλα τα διχάζει

Ίδιες κινήσεις
Ίδιες αντιδράσεις
Ίδιες κηλίδες
Ίδια σχήματα

Ξέρει τι αρρώστιες τον περιμένουν
Ξέρει τη μνήμη των κυττάρων
Ξέρει τα χρωματοσώματα

Είναι το πεπρωμένο του

Ν’αλλάξει αίμα
Ν’αλλάξει σάρκα
Ιδού τι θέλει

Ν’αλλάξει αίμα
Ν’αλλάξει σάρκα
Ιδού τι θέλει

στην όχθη της λογικής / Λιοντάκης Χριστόφορος

Εδώ στην όχθη της λογικής,
της εγκατάλειψης,
της άρνησης των παλιών ημερών.
Εδώ μη ρωτάς για ο, τι βλέπεις.
Το φως της αυριανής ημέρας,
μη ρωτάς για ο, τι βλέπεις,
δε θα ζητήσει ποτέ την γνώμη σου.
Μη προσπαθείς να μάθεις
πότε θα`ναι η σειρά σου,
μη λεηλατείς τα χαμόγελα που σου προσφέρουν.
Κράτησε την ανάμνηση
από το άρωμα κάποιας χειραψίας,
δεν είναι λίγη ανταμοιβή.
Εδώ στην όχθη της λογικής,
της εγκατάλειψης.

Μετά την πρωινή βροχή / Λιοντάκης Χριστόφορος




Δέσποζε η λάσπη και λίγο μόνο
υποχωρούσε προς το χέρσο, που έλαμπε μουσκεμένο.
Αγκαθιές, φασκόμηλο και ροδαριές και πέτρες και θυμάρι.
Εκεί είπαν να μ' αφήσουν οι αγαπημένες μου.
Δεν θα είχα κλείσει ούτε τα τέσσερα.
Θα μ' έβλεπαν από την ελαιόφυτη πλαγιά
όπου κι οι δυό τους δοσμένες στη συγκομιδή
σήκωναν το κεφάλι μόνο προς εμένα.
Μιλούσαν κάθε τόσο δυνατά και με ρωτούσαν διάφορα.
Αχ! τα γλυκά τους λόγια, που δεν τα θυμάμαι.
Θα πρέπει να ήταν υποσχέσεις:
Σε λίγο θα 'ρθούμε κοντά σου...
Το βράδυ όταν ανάψουμε το τζάκι...
Παιχνίδια ήταν της κουβέρτας οι κλωστές
οι σπόροι που έριχνα στην τρύπια τσέπη
και τα κρυμμένα σαν την καλοσύνη ανθάκια
που ξεμύτιζαν δειλά και τα μετρούσα.

Ο,τι μου φανερώθηκε στη μυρωδιά του μουσκεμένου
το μαρτυρούν ίσως οι χειρονομίες μου.

Συλλογή: Με το φως

εκδόσεις Καστανιώτη 2000

Χρόνος και σταγόνες βροχής / Λιοντάκης Χριστόφορος


Χρόνος και σταγόνες βροχής.
Χρόνος και σταγόνες βροχής.
Χρόνος και σταγόνες βροχής.

Αντάμα πηγαίνεις με διπλωμένα λάβαρα,
τα χαμόγελα, σου τρυπάνε τις φλέβες,
ο θάνατος, σου κουβεντιάζει στο δρόμο.

Χρόνος και σταγόνες βροχής.
Χρόνος και σταγόνες βροχής.

Να πω είχα πρωινά με τους αναστεναγμούς της νύχτας,
υγρασία λιώνει τις γραμμές των ματιών σου.

Χρόνος και σταγόνες βροχής.
Χρόνος και σταγόνες βροχής.

Στις πορφύρες των ασπιδοφόρων η αράχνη υφαίνει το πανί,
με χάδι τα μαλλιά των κοριτσιών.

Χρόνος και σταγόνες βροχής.
Χρόνος και σταγόνες βροχής.

Μήτε η αστραπή κράτησε την υπόσχεση,
μήτε το σύννεφο την πολιορκία.
Μέσα απ`την αιωνιότητα της βροχοσταγόνας
φάνηκε να`ρχεται το μύμημα τού βυθού.

Χρόνος και σταγόνες βροχής.
Χρόνος και σταγόνες βροχής.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Η ψυχή του ανθρώπου / Βαρβέρης Σταύρος


Θα ήθελα να ευλογήσω το καλοκαίρι στην πατρίδα μας!
Δέκα λεπτά στην αγκαλιά της θάλασσας,
άλλα τόσα στην αγκαλιά του ήλιου,
άλλα δέκα λεπτά να συλλογιστώ την ειρήνη,
να μνημονεύσω τα ονόματα της Παναγιάς στα ξωκλήσια,
να κλάψω την προσφυγιά.
Δεν έχει λεπτά η ευλογία..αιώνες έχει.

Βασίλης Σπανός : Ψυχές,φωνές και δάκρυα ...

Ψυχές,φωνές και δάκρυα σε βρώμικα πεζοδρόμια,
χέρια που τρέμουν και ζητούν κουρέλια και τον οίκτο
από βιασύνες που περνούν πατώντας άδειες σύριγγες
με αίμα και σκόνη θάνατο χυμένο μες στις φλέβες.

Άστεγοι δρόμοι στη σειρά,τετράγωνα της νύχτας,
χτισμένα με χαρτόκουτα και βρώμικες κουβέρτες,
ξέφτια ζωής,μπαλώματα ραμμένα με τον φόβο
ζωές στεγνές από χαρά στην άκρη πεταμένες.

Των λεωφόρων η βοή στο ξύπνημα της μέρας
σκεπάζει με βαρύ παλτό της νύχτας της ρυτίδες,
μα δεν σκεπάζει το γυμνό της σώμα που ανασαίνει,
άθλιους,εγκατάλειψη,σκόνη θανάτου κι'αίμα.

Περνούν οι μέρες / Γιάννης Μπερούκας


Στον πολύχρωμο χώρο σου
ανατέλλω στο μαύρο,
στην υγρή σου ανάσα
χαραγμένη η γραμμή της ζωής
μονοπάτι χαμένο.
Στη μυρωμένη σου αύρα
την αμήχανη ανάβω ζωή μου
και σε σχήματα λόγου περιφέρομαι.
Στο ημερολόγιο της ψυχής
θαμμένος βαθιά
αμετανόητος πόνος
επιμένει .
Στον απολογισμό της ματαιότητας
αμφίθυμα αναμοχλεύω συναισθήματα
κι όταν οι νύχτες
σε νεκρές πολιτείες βαραίνουν
σε παρελθόντα χρόνο μεταμορφώνομαι.
Ο κόσμος αρχίζει και πάλι.

Συλλογή -Νύχτας απόσπασμα
Εκδόσεις Οδός Πανός

Θερινό / Βαγγέλης Φίλος


Τι ευτυχία
να επιστρέφεις
και να μη ξέρεις πού.
Γιατί παντού
σκορπίστηκες
ταξιδεύοντας,
άλλοτε από ανάγκη,
αδήριτη,
άλλοτε από επιθυμία,
σφοδρή.
Τι ευτυχία να επιστρέφεις
και να μην ξέρεις πώς,
καθώς αόρατη τύχη
σε οδηγεί.
Μυρίζει καλοκαίρι
και όνειρο
κι εσύ επιστρέφεις.

[Θα σας πω μια ιστορία ] / Γκόγκας Δημήτριος

Θα σας πω μια ιστορία 
Μικρή σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου 
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
Γέννησε μυριάδες.

ΙΟΥΛΙΟΣ / Μαριανός Αγγελής


Στης ξερολιθιάς την υπέρυθρη φλόγα
Καθρεφτίζεσαι γυμνός
Τη νύχτα που κοιμήθηκες
κάτω απ’ το αλμυρίκι 
έραινε η φύση το κορμί σου
θαλασσινό καρύκευμα
Σε φώναζαν Ιούλιο
μοσχοβολούσες καλοκαίρι

[Αγάπησα την Ελλάδα] / Χρυσανθάκης Κωνσταντίνος

Αγάπησα την Ελλάδα
Σαν τον πρώτο μου έρωτα
Μα είναι εκείνη η αίσθηση
Του ανεκπλήρωτου
Κι ένας κόμπος στο στομάχι
Που ακόμη τη λατρεύω
Ανίσχυρος
Στην δίχως τέλος
Ομορφιά

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Απόσπασμα) / Θεοδόσης Πιερίδης


Και μάθε πως όχι τα κλαριά να μας κόψεις
όχι τα σπίτια που μας έκαψες
μόνο πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει
δεν προσκυνούμε.
Τι τα δέντρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις
η γη μένει δική μας και τα ματακάνει.
Μόνον ένας Ελληνας να μείνει
- μόνος ένας σ' αυτή την Ελλάδα την ολόκληρη -
πάντα θα πολεμούμε. Και μην ελπίζεις
πως τη γη μας θα την κάμεις δική σου.
Βγάλτο απ' το νου σου.
Βγάλτο απ' το νου σου.
Βγάλτο απ' το νου σου...

ΕΡΩΤΙΚΟ / Τριανταφύλλου Ρούλα


Τρέμει η καρδιά στις ρωγμές του ονείρου.
Με κόκκινη κλωστή δένω τον ήλιο.
Στου Μάη τις μαργαρίτες, παραμονεύει το νυχτερινό φιλί.
Εκεί στην άκρη των χειλιών
ανθίζει η άνοιξη.
Χρώματα, ροδόσταμο, χειμωνανθοί.
Φωνή μου.
Σιωπή μου!
Αναδύομαι σαν λάμψη αστραπής,
των οριζόντων αέναη γραμμή.
Ποίημα στο μαγικό σου κόσμο.
Ψυχή μου.
Των υακίνθων, του ασφοδέλου τραγούδι.
Στου ανέμου τα κατάρτια.
Στη ρότα της μοίρας σου.
Στο χρυσό του ονείρου βυθό,
χάνομαι.

ΣΙΩΠΕΣ / Ρούλα Τριανταφύλλου


Μια λέξη εφήμερη
κι εσύ στο φως του φεγγαριού.
Πανσέληνος!...
Πως να κρυφτεί;
Πορφυρά δειλινά,ονειροπολήσεις.
Ξυπνούν αισθήσεις.
Ένα φιλί παίζει κρυφτό.
Φλέγεται.
Σιωπή.
Σημάδι καρδιάς που αγαπά.
Μέρες αξόδευτες,οίστρος.
Αναμονή.
Άφατο συναίσθημα,
δυνατές συγκινήσεις ,άγρυπνες νύχτες.
Ζάλη,αμφιβολία,ίλιγγος.
Κλείσε τα μάτια.Σ' αγγίζω.
Γείρε στο πλάι μου.
Όνειρο γίνε,χάδι,φωνή μελωδική.
Ανάμεσα σε δυο εκλάμψεις.
Ανάμεσα σε δυο σιωπές,στιγμιαία αποθέωση
<<Σ' αγαπώ>>
Έρωτα γέμισε το φεγγάρι- Πανσέληνος..
Έλα και παίξε!

Είπα / Σέττα Κουτούφαρη Ελένη



Είπα να διώξω τον καημό, απ’ της ψυχής τα μέρη,
να φύγει η βαρυχειμωνιά να ‘ρθει το καλοκαίρι.
Κι ως φύσηξε τρελός βοριάς, να διώξει την μαυρίλα,
καψάλισε κορμί και νου και της καρδίας τα φύλα.

Είπα πως ήτανε γραφτό, σε χέρσα γη να κτίσω
κι ότι (από σένα)κι αν επέρασα, στο παρελθόν ν’ αφήσω.
Μα ο δρόμος μου είναι κλειστός πέτρες σκληρές και βάτα
και οι δυνάμεις λιγοστές … Βάστα καρδιά μου… Βάστα…

Είπα σαν άνθρωπος μπορώ όλα να τα υπομείνω ,
φτάνει, να έχω μέσα μου, τόνους καλό να δίνω.
Μα( σου )έδωσα όλα τα καλά, που είχα φυλαγμένα,
κι έμεινα βάρκα στ’ ανοιχτά με τα κουπιά σπασμένα.

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ / Κεραμίδης Χρήστος


Ταξίδεψα στα βουνά «Καράντερε» της
Δράμας.
Περιπλανήθηκα στο δάσος της Ερυθράς Ελάτης.
Γνώρισα την άρρητη ζωή των
γιγάντιων δέντρων.
Τους παραπόταμους με τ' αστραφτερά
χρώματα.
Τους βοσκούς, που επιμένουν να δίνουν ονόματα
στα κοπάδια τους.
Το καθαρό τους βλέμμα!

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ / Παυλόπουλος Γεώργιος



Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω

Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;

Μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;

Μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;

Αυτό κι αν το μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;

Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω

Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.

20 Ποιήσεις με θέμα την Τουρκική Εισβολή, τους αγνοούμενους, τον πόθο για επιστροφή


ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ 

ΣΤΕΡΕΨΑΝΕ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ

Στερέψανε τα δάκρυα στερέψανε κι οι λέξεις
'Ηλιε εσύ της λευτεριάς πότε θα ξαναφέξεις
Να πέσουν τα οδοφράγματα όπου τους δρόμους κλείνουν
στα σπίτια μας π' αφήσαμε να πάμε δεν αφήνουν
Ο καημός μες στην καρδιά μαρμάρωσε στα χρόνια
μαζί με τίς ελπίδες μας που καρτερούν αιώνια
σαράντα χρόνια πέρασαν, σαράντα χρόνια στάζει
το αίμα μας απ την πληγή, στο στήθος το μαράζι
Στερέψανε τα δάκρυα και πια στεγνά τα μάτια
ειν ραγισμένες οι καρδιές και κείνες δυο κομμάτια
Όπως εσέ πατρίδα μου, που μοίρασαν στην μέση
κι άδικα σε καταπατεί το Τούρκικο το φέσι.
Οι δυνατοι δεν απαντούν στο 'αδικο σωπαίνουν
κι οι σκορπισμένοι πρόσφυγες ακόμα πριμένουν
Αναστενάζω σαν θωρώ τον πενταδάκτυλό μας
με το καρφί μες στην καρδιά στον τόπο τον δικό μας .
Στερέψανε τα δάκρυα κι ακόμα καρτερούμε
ελευθερη πατρίδα μου για να σε ξαναδούμε
Αμήν και πότες Κύπρος μας οι κάμποι να γιορτάσουν
οι κουρασμένες μας καρδιές τότε να ξαποστάσουν

**

ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ

Θαλασσοφίλητη Τζιυρά


Ήσουν δκιαμάντιν Τζιύπρος μου, φκίορον του παραδείσου
όμως πολλοί βαρτήκασιν, για να σε ξεκληρίσουν.
Ήσουν σγιαν ήλιος που ’λάμπεν π΄ ανατολή ως δύσην
μια λάμψην π’ ον εμπόρησεν, κανένας για να σβήσει.

Τζιύπρος λεβεντομάνα μου τζαι ηρωωγεννήτρα
θαλασσοφίλητη τζιυρά, λλίην εγνώρισες χαράν,
τζαι παραπάνω πίκραν.
Τζιύπρος λεβεντομάνα μου είσιες το για καμάριν
ήσουν η πρώτη πας’ στην γην, πούσιες τον ήλιον την αυκήν,
την νύκτα το φεγγάριν.

Ήσουν δκιαμάντιν Τζιύπρος, μου φάρος ψηλά να φέγγεις
τζαι στες καρκιές μας φως γλυτζιίν, απλώσιερα να πέμπεις.
Όμως για μας αλίμονον, τα νιάτα σου αζουλέψαν
βάρβαροι τζαι τα κάλλη, σου ήρτασιν τζιαι κουρσέψαν.

Μεν μαραζώνεις Τζιύπρος μου τζι έν’ ννα παραμερκάσουν
πάλε τα νέφη μιαν αβκήν τζι ο νήλιος εννά ξαναβκεί
στα μέρη τα δικά σου.
Μεν μαραζώνεις Τζιύπρος μου τζι ότι τζιαιρός το φέρει
πάλε ενν’ ανοίξεις τα φτερά, θα τραουδήσει η χαρά
στα σκλαβωμένα μέρη.

**
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ

Με λένε Ειρήνη

Με λένε Ειρήνη και είμαι απ' την Κύπρο...
βαρύ το όνομα βαρύς και ο σταυρός.....
Με λένε Ειρήνη , έτσι με βαφτίσανε
με μύρωσαν και στ' άσπρα με εντύσανε.
Μ' από μικρή είδα του κόσμου τη βρωμιά
το περιστέρι της ειρήνης ματωμένο να γυρνά...
Στου Πενταδάκτυλου να σέρνεται τα μέρη
και να το σκιάζει μισοφέγγαρο κι αστέρι...
Στου Καραβά και της Λαπήθου τα σοκάκια
και γύρω του χιλιάδες κατάμαυρα κοράκια...
Κοράκια που χυμήξαν ένα μαύρο καλοκαίρι
και κλάψαν μάνες και παιδιά και νιοί και γέροι...
Στη Μόρφου, την Κερύνεια το Καρπάσι το Βαρώσι
όρμησ' ο Αττίλας με τη βία να στεριώσει.
Μισό αιώνα σέρνεται το περιστέρι
στην προσφυγιά οι νιοί γίνανε γέροι
λίγα οστά δίνουν στην μάνα αντί παιδί
κάποιοι προδότες έχουν χάσει την ντροπή..
Που αντί το περιστέρι να νοιαστούνε
τη δόξα και το χρήμα κυνηγούνε ...
Με λένε Ειρήνη, έτσι με βαφτίσανε
μα την ειρήνη στα μαύρα την εντύσανε.....
.
Και γράφω στίχους να ξορκίσω το κακό ..
βαρύ το τίμημα βαρύς και ο σταυρός
Βαρύ το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ σαράντα πέντε χρόνων
το περιστέρι αιμορραγεί , να το αφήσω μόνο;

**
ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΟΥ
.
Γεννήθηκα στο γλυκό νερό της πηγής. Στο αλμυρό
της θάλασσας μεγάλωσα, όπου με ξέβγαλε ο ποταμός.
Μα ο νους μου επιστρέφει στο υψίπεδο της φύτρας
να γεννήσω, η γενιά μου να κρατηθεί και να κρατήσει.
.
Ανηφορίζοντας επιστροφή, βράχοι με απειλούν σαν κάμες,
το πεινασμένο νύχι της αρκούδας, άγριο το δόντι του ανέμου,
καταρράκτες με χτυπούν σαν πρέπει να τους δρασκελίσω.
.
Ας αντέξω ώς το τέρμα, κι ας μου μείνει σώμα λειπόσαρκο
κι ας σπαρταρώ στη λάσπη όταν γονιμοποιήσω τα αυγά μου.
Αρκεί να φτάσω. Και τότε ας ερημιάσω, ας γεράσω μεμιάς,
ας με ξεβράσει ο νερόλακκος κουφάρι. Μόνο να παραδώσω 
τον σπόρο που πια δε μου ανήκει...προτού η ύπαρξη μαδηθεί. 
.
Το φιλοσοφώ, άνεμοι, βράχοι και αρκούδες. Ναι, σας χρωστώ
γιατί με τα σαγόνια σας με ασκήσατε να κρατώ τη ζωή σφιχτά
για το νόστο μου, κι ας ρουφάω φιλί ζωής από ασκό του Αιόλου.
.
Τι αν το σώμα μου φθίνει ; Τι κι αν γεννώ στο βούρκο; Λάμπω 
ζωή, πουλί εγώ το ψάρι, που υπερπηδά βράχους απόκρημνους.
.
Η ζωή μου σαν του σολομού και η επιβίωση πράξη πρώτη.
.
* Αλληγορικό ποίημα για την επιστροφή των προσφύγων στη γη που τους γέννησε
Από την Ποιητική Συλλογή «ΔΙΑΔΡΟΜΗ Β’ –Σι βόλε» (Τι επιθυμείς), Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ. Αθήνα, 2003

**

ΕΥΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ 

(Για την Κύπρο)

Τίποτα όμορφο δεν περίσεψε...
Μετράς μονάχα μέρες θανάτου. ...
Το όνομα σου, μόνιμα ταυτισμένο με πραξικόπημα....
πόνο...
θλίψη. ...
αίμα. ....
Αλλάζει απλά μορφή ανάλογα σε ποια γεωγραφική συντεταγμένη βρήσκεται....
Αντίστροφα μετράς σήμερα
Τραυμάτισες όλα τα όμορφα συναισθήματα. ....
Μουντζούρωσες κάθε γλυκιά ανάμνηση που κρατήσαμε.....
Φώλιασες στις ψυχές μας, μόνιμο φόβο του αύριο. ....
Ιούδας ταιριάζει πιότερο στο όνομά σου
Ένα αδικημένο γιατί. ...αιωρείται ανυπεράσπιστο.....
Ότι απέμεινε από Ιούλη...είναι μονάχα κραυγή. ..
**
ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ 

15η ΙΟΥΛΙΟΥ

(Δεν τους καλέσαμε τους βαρβάρους
μα μολύναμε τις θάλασσες με τ' άδικο.
Ανοίξαμε τις πύλες της γης
και πρόβαλλε ο Άδης.)

Σαν αντηχούν οι σειρήνες
στο μέσο του καλοκαιριού
ποιος σκύβει τους ώμους
από το βάρος του χρόνου;
Ποιος δύναται να γυρνά
στους δρόμους της επανάληψης
Σίσυφος ή στρατηλάτης κι αοιδός
του σαρακιού και της λήθης;
Τα λάθη πληρώνονται μ’ αίμα.
Πέντε μέρες αρκούσαν για να βυθίσει
ο εχθρός τον ήλιο στο σκότος.
Σήμερα το φως εισέτι μας εκδικείται.
Αθηνά Τέμβριου, «Ήλιος και Άνεμος»

**
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΙΜΑΚΛΙΩΤΗ 

ΑΠΟΔΗΜΙΑ
Κατηφορίζουνε οι άνθρωποι
σαν τα ποτάμια προς τη θάλασσα
Φωνές κυλούν μαζί τους ακατάλυτες
βότσαλα και κλαδιά
τα σπίτια τους δεμένα
στις σωσίβιες σκέψεις
επιπλέουν
μια ιστορία επιστροφής
επιστροφή δεν έχει
Κατηφορίζουνε οι άνθρωποι
μαζί με τους χείμαρρους
των ζεστών ονείρων τους
θαλασσοδέρνονται
κουφάρια μέλλοντος αιώνος
πλάι στους αμφορείς
της αιωνίου κολάσεως
θαλασσοπνίγονται
Οι άνθρωποι μπαίνουν αμίλητοι
σε μια πινακοθήκη ζώντων εκθεμάτων
ή ένα μουσείο αποδημίας
Οι άνθρωποι μπαίνουν αγέλαστοι
σε μια βαρκούλα ή ένα ναυάγιο
τους εκλεκτούς θαμώνες των χρωμάτων υποδύονται
τους υψηλούς προσκεκλημένους των κυμάτων
Κρατούν στο χέρι το ποτό της ιστορίας
και διατρέχουν τις εξόδους σαστισμένοι
κραδαίνοντας τους οδηγούς και τις βιογραφίες
στους ώμους τα παιδιά και το νεκρό πατέρα τους
Με δέος παρακολουθούν μια γέννηση
ένα χορό ή ένα θάνατο
ύστερα σμίγουν άγρια με το πλήθος
σε μια επανάσταση εκ του μακρόθεν
συνομιλούν τηλεπαθητικά στις γκρίζες ζώνες
φωνάζουν σιωπηλά συνθήματα
φέρνουν μαζί το σώμα τους ψηφιακό
Τυχαίνει βέβαια κάποιοι χωρίς απώλειες
να βγαίνουν από τα πεδία σώοι
να φεύγουν κάθε που βραδιάζει
Δεν με φοβίζει το σκοτάδι στο μουσείο
αντίθετα το απολαμβάνω καθώς κι άλλες γυναίκες
του νησιού έρχονται να με συνοδέψουν
η Ουρανία από Καρπάσι
η Ουμ Χαράμ από το Κίτιο
η Αροδαφνούσα απ΄την Καντάρα
η Παναγιά η Κανακαριά η Αφέντρικα
«Θα πάμε;» με ρωτούν
«Μα ήδη φτάσαμε» απαντώ
Αειθαλής Θάλασσα, Μελάνι 2017
**

ΓΙΑΝΝΟΣ ΛΑΜΠΗς 

15 Ιουλίου 1974
Ποιο χέρι εφιαλτικό
χάραξε με ουλές την Αφροδίτη
κι ασκήμισε για πάντα ο κόσμος
Ποιο στόμα την βύζαξε
κι έμεινε χλωμό, βυθισμένο
τ’ άλλοτε ροδαλό της στήθος;

**

ΕΛΕΝΗ ΤΥΡΙΜΟΥ 

ΞΕΧΝΑΣ ΜΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ

Ξεχνάς μα ξεχασμένος.
Ξέχασες Λαέ την Ιστορία σου σε αποκοίμησαν οι Μέδουσες
σε μάγεψαν οι πονηρές
σειρήνες
έτσι αποκοιμήθηκες
στον μακροχρόνιο Αγώνα, ξέχασες τον Μαύρο Καταραμένο Ιούλη του 1974.
Πώς μπόρεσες να διαγράψεις
την ανθισμένη αυλή,
με τα ξέγνοιαστα γέλια
το κλήμα γιομάτο κατακόκκινα τσαμπιά σταφύλι.
Το μοσχομύριστο Βασιλικό,
το Γιασεμί ένα - ένα πιασμένους
τους παρθένους ανθούς με άσπρη κλωστή σαν κομπολόι.
Ξέχασες Λαέ την δική μας
Πατρίδα
τον αιματοβαμένο πενταδάκτυλο,
τα διαμελισμένα σκόρπια νεανικά κορμιά οσάν
στάχυα θερισμένα στην κάψα του καυτού καλοκαιριου.
Ξέχασες Λαέ
τον μακρόσυρτο θρήνο
της Εκάβης της Ανδρομάχης.
Σε ξεγέλασαν τα όμορφα ψεύτικα λόγια.
Παγίδες, στημένα ξόβεργα
Στα παιχνίδια των μεγάλων Συνφεροντων
ξέχασες το Δίδυμο έγκλημα.
Δεν ακούς πια τις κραυγές
των χάραχαροκαμένων Μανάδων
τον μακρόσυρτο τους θρήνο,
ακόμα θαυμάζεις
τον Δούρειο Ίππο
Σωπαίνεις ξεχνάς τα λάθοι
σκύβεις το κεφάλι
στα τόσα! πάθοι.
Ζητούν λύτρωση οι τόσοι νεκροί μας
δεν θέλουν στεφάνια, λόγια
παχιά γαρνιρισμένα,
Δικαίωση στην δική τους θυσία
για μία Πατρίδα δίχως αμετανόητους αιμόχαρους.
Ξέχασες Λαέ της δικής μας
Πονεμένη Πατρίδα. Έδεσες την μαύρη μαντίλα
Κόμπο
Την άφησες στο πρώτο
Σκαλοπάτι τις Ιστορίας μας
ξεβαμένη όπως το μαύρο φόρεμα της Μάνας
έτσι να ακούνε
οι νέες γενιές
κουτσουρεμένη την
πικρή μας Αλήθεια μας.
Σήκω Λαέ μου!
προτού σου πάρουν
την δάδα
όρθοσε ξανά
το ανάστημα σου
αναμόχλευσε την Μνήμη
μεταδαμπάλευσε
το φώς της Δικαιωσύνης. Τώρα! θυμούνται μονάχα
αυτοί που κάθε μέρα
ζούνε την μεγάλη απώλεια
των αγαπημένων τους
Απόν - Απόν από το τραπέζι, καρέκλα, άδεια ζωή,
τα ρούχα κρεμασμένα όπως τις σιωπές μην τυχών και τσαλακωθούν οι όμορφες
αναμνήσεις τροφή
στα άχαρα χρόνια
της Υπομονής
Ξέχασες Λαέ
την δική σου Πατρίδα.
Θυμούνται μονάχα
αυτοί που πονούν
αυτοί που ποθούν
αυτοί που αγαπούν
αυτοί που ονοιρέυωνται
αυτοί που δεν ΞΕΧΝΟΎΝ..

**

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 

ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ
Αθηαίνου,
το συνώνυμο της ημικατοχής,
η ταυτότητα της αντίστασης,
η κατάφαση της μακροθυμίας,
το όνομα της μάνας γης.
Αθηαίνου,
το Φως Ιλαρόν ενός μακρόσυρτου
βυζαντινού εσπερινού της Ανατολής
που έστησε ο χορός τ' Αϊ- Φωκά,
τ' Αϊ - Πιφανιού, τ' Αϊ - Γιώργη, τ' Αϊ - Φωθκιού,
τ' Αϊ - Σπυρίδωνα και της Παναγίας της Χρυσελεούσας.
Αθηαίνου,
το πάντρεμα της αρχαίας κοφτερής διαύγειας
και του γλυκού βυζαντινού μυστικισμού.
Αθηαίνου,
η παντοτινή βασιλεύουσα,
στη γη τη μεσαρίτιδα.
(''Γολγίας Αθηαίνου Εγκώμιον'', Λάρνακα,2003)

**

ΩΡΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ / ΝΙΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ 
 (απόσπασμα)

Δεν ήταν ώρες για ποίηση τότες
Μα ώρες
Που μετρούσες τη ζωή σου αντίστροφα
Που νόμιζες
Πως έβλεπες για τελευταία φορά τον ήλιο
Που κάπνιζες με πάθος το τσιγάρο σου
Γιατί πίστευες πως θα 'ταν το στερνό.
Δεν ήταν ώρες για ποίηση τότες
Μα ώρες
Που κρατούσες μόνο θάνατο στα μάτια
Που έψαχνες για τα κομμάτια των συντρόφων σου
Που με τα δάχτυλά σου πίεζες το δέρμα σου
Για να διαπιστώσεις αν ήσουν ζωντανός.
Δεν ήταν ώρες για ποίηση τότες
Μα ώρες
Που τέντωνες την ψυχή σου να χωρέσει τους θρήνους
Που στέναζες για το πικρό ξερίζωμα
Που σάλευε το νου σου ο δόλος των ανθρώπων.
(απόσπασμα) - από την ποιητική μου συλλογή "ΩPEΣ ΠΟΛΕΜΟΥ", 1975

**

ΝΑΔΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 

Ο ΘΡΗΝΟΣ

Κι από σπίθα σε σπίθα
γυρεύω την παρηγοριά
κι όμως καμμιά και πουθενά
Έχασα τη γη μου
τη γη μου και τα χέρια μου
Το ανάθεμα στο στόμα
Ολέθρια η οργή κι η συμφορά μου
Συνάχτηκε σκοτάδι – αποπνοή
Μαχαίρωμα στα στήθεια
η αλήθεια της φυλής
Τα χώματά μου πέθαναν
κι η σκόνη που μας έπνιξε
ανίερη και παθιασμένη
Θεέ μου μην πάρεις από αυτή
άλλα πλάσματα να πλάσεις
την πνοή σου κράτησε
να σβήσει το θανατικό
κι ύστερα
να ξαναγράψει απ’ το θυμητικό
τα χρόνια που μας πίκραναν
τα χρόνια που μας έθαψαν
δίχως παπά και νεκροθάφτη

**

ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΘΕΟΚΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ 

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΕ ΜΟΥ
Πιστός ακοίμητος φρουρός,στέκεσαι εκεί ολόρθος,
τι και αν σε πάτησαν οχτροί,τι και αν σε σκλάβωσαν,
και είσαι σαράντα τρία χρόνια τουρκοπατημένος.
Τι και αν σε μάτωσαν,και είσαι λαβωμένος.
Τι και αν προσπάθησαν ταυτότητα να σ´αλλάξουν,
το όνομα σου ηρωϊκό,απ´τα βυζαντινά τα χρόνια,
που άγγιξε ο Διγενής,τα πέντε δάκτυλά του,
που στοίχιωσε Σαρακηνούς,
με την αντρειωσύνη του και την παλληκαριά του.
Πενταδάκτυλε μου,στέκεσαι βουβός ,σκοτεινιασμένος,
και μεσ´τη τόση θλίψη σου,την τόση σου οδύνη,
ψηλά το χέρι το κρατάς ,χαιρετισμό μας δίνει.
Πενταδάκτυλε μου,Τούρκοι σε σκλαβώσανε,
με αίμα σε ματώσανε,μα την ψυχή σου ,
ποτέ δεν την υποδουλώσανε.
Έχεις τις ρίζες σου βαθκειά που τα παλιά τα χρόνια,
κάθε σου βήμα τζιαι παθκιά,σημάδια είναι αιώνια,
ποττέ τους εν ταράσουσιν τζιαι ελληνικά φωνάζουσιν.
Κάστρα μεγαλόπρεπα την πλάτη σου στολίζουν,
κάστρα που κουβαλούν μύθους τζιαι πραμύθκια,
κάστρα που έζησαν,Ρήγαινες και Ρηγάδες,
μα τώρα τα κουρσέψανε τα διαφεντεύουν οι αγάδες.
Πενταδάκτυλε μου,βουνό αγαπημένο,
στέκεσαι ατάραχο και βλέπεις πικραμένο.
Εσύ μπορείς τις δυό πλευρές πάντα να τις ελέγχεις,
νότο τζιαι Βορκά εσύ μπορείς να βλέπεις.
Βλέπεις ούλλα τα κακά που φέρε η Τουρκία
πονείς τζιαι συλλογίζεσαι ποιά ήταν η αιτία.
Καταστροφή στην πλάτη σου,σκάβουν τα λατομεία,
όλα για τα συμφέροντα τζιαι για κερδοσκοπεία.
Ο πιο μεγάλος πόνος σου,η πιο βαθκειά πληγή σου,
το έκτρωμα που γράψανε επάνω στην ψυχή σου.
Οι πέντε σου βουνοκορφές ,τα πέντε δάκτυλά σου,
υψώνονται στον ουρανό και ευλαβικά κοιτούνε,
βοήθεια απ´το Θεό νάρθει παρακαλούνε.
Νάρθει ξανά ο Διγενής με την πλατιά παλάμη,
τα τούρκικα τα γράμματα να σβήσει,να ξεκάνει.
Βουνό μου Πενταδάκτυλε,βουνό βασανισμένο,
έζησες δόξες και τιμές ,Ρήγαινας μεγαλεία,
όμως έζησες και πόλεμο,φρίκη και αηδία.
Φωτιές παντού σκορπίσανε,μυρίζει το μπαρούτι,
καταραμένη η Τουρτζιά πού φέρε την συμφορά ετούτη.
Πόσοι τζιαι πόσοι ήρωες άφησαν την ζωή τους,
μέσα εις τα σπλάχνα σου,μέσα στη αγκαλιά σου,
και ανήμπορος να τα κοιτάς να καίγεται η καρδιά σου.
Πενταδάκτυλε μου,μην κλαίς και μην οδύρεσαι,
και θάρθει εκείνη ώρα,και οι ψυχές θα αναστηθούν,
και οι Έλληνες θα ελευθερωθούν.
Θαρθεί η στιγμή ελεύθερος,θα ζείς θα καμαρώνεις,
και όλοι στις αγκάλες σου,μέσα στις ομορφιές σου,
ελεύθεροι σαν τα πουλιά,θα ζούμε στις δροσιές σου!


ΕΥΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ 

Ήταν καιρός...
Ήταν καιρός...
η πανσέληνος του Ιούλη
παίρνει εκδίκηση. 
Κάπου εδώ ο χρόνος σταματά.
Ήταν καιρός…
Στάζει η πίκρα
και κακοφορμίζουν οι πληγές
φρούδα ελπίδα η επούλωση.
Ήταν καιρός…
Μέρα σημαδιακή των απαρνήσεων
ποιος πλήρωσε και ποιος θα δώσει λόγο…
Κάπου εδώ το πλήρωμα του χρόνου.
Εδώ του φεγγαριού το φως αγρίεψε.
Ήταν καιρός...

**


ΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ 

ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ

Το σκηνικό αριστοτεχνικά στημένο
αναμένεται η τελική απόφαση
με κάθε τρόπο πρέπει ν’ αποκλεισθεί η αποτυχία‧
σε στάση προσοχής
οι εκτελεστές, το πλήρωμα της αρμάδας
οι τηλεοπτικοί σταθμοί, τα ραδιόφωνα…
Για την κατάκτηση του τροπαίου
η σκηνοθεσία μοναδική
όλα τόσο τέλεια, τόσο αληθινά
σαν εξίσωση μαθηματική‧
στ’ αναρχικά αισθήματα
είχανε κιόλας περασθεί οι χειροπέδες‧
απομένει η εκτέλεση.

 Δεκέμβρης 2008
«ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ» Εκδ, ΑΝΕΥ, 2010


**

ΑΝΔΡΙΑ ΓΑΡΙΒΑΛΔΗ 

Το σχήμα της ντροπής
Κείνο το μισοφέγγαρο
που δίχως όνειδος απλώνεται στον Πενταδάκτυλο
Κείνο το μισοφέγγαρο
που σαν θεριό
λυσσομανά σαν έρθει το ξημέρωμα
Κείνος ο Κέρβερος
που θριματίζει των παιδιών μας τα όνειρα
Γιατί δεν πέφτει απ' το Βουφαβέντο να χαθεί;
Να τσακιστεί στα βράχια
και να μην ξαναφανεί;


**


ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ 

Όχι, μη μου λέτε εμένα
πως μας πιάσανε στον ύπνο.
Τα άρματα δεν έρχονται 
στις μύτες των ποδιών τους,
τα άρματα τα ακούς
από χρόνια μακριά...


ΑΠΌ: Ήταν καποτε μια χωρα


**

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ 

ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Τόσες καρέκλες αδειανές 
να προσκαλούνε σώματα
που γίνανε πουλιά
Κι αυτό το σούρουπο
τόσο μαύρο στα δυο σου μάτια
που έγινα πένθος κοιτάζοντάς τα

" Χειμερία Ζάλη "
Εκδόσεις Μανδραγόρας
Αθήνα 2017

**

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ 

Πρωινό του Ιούλη
Ανυποψίαστη η αυγή
αποκαλύπτει μαύρη γραμμή τον Πενταδάκτυλο
καθώς το νυσταγμένο νυχτοπούλι
αντίστροφα μετρά το χρόνο του.
Πρωινό του Ιούλη
κι όπως ν' απόστρεψε το βλέμμα Του ο Θεός.
Ώριμο μεστωμένο καλοκαίρι
κι όμως το στάρι λησμονήθηκε στον κάμπο
και το κοπάδι τριγυρίζει απολωλός.
Όπως ο χρόνος κουρασμένος να σταμάτησε
όπως ο κόσμος κουφαμένος να βουβάθηκε
όπως το βλέμμα Του ν' απόστρεψε ο Θεός.
(Επιστροφή, 1977 )

**

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ 

ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ
Όσοι συνέρχονται
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
– πολλών ήσυχων ημερών.

Πληγεισες Περιοχες Γυμνες Ιστοριες 2016, Μελάνι

**

Τουρκική Εισβολή/ Δημήτριος Γκόγκας




Εγώ την τουρκική εισβολή τη γνώρισα μικρός
Από δεύτερο χέρι
Άπλυτη και ξεθωριασμένη
Σαν κείνα τα ρούχα που πουλάνε στα παλιομάγαζα
Και τους πάγκους της λαϊκής

Μα όταν μας χαιρετούσαν
Μα όταν μας κάλεσαν
Έβγαλα το ξεφτισμένο πουκάμισο
Και το έστειλα πακέτο
Μαζί κι ένα γράμμα
Καλή αντάμωση.


**



Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.