Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

1821 (Α΄ βραβείο διαγωνισμού 2021 Ελληνικών αμφικτυονιών) Ποίηση Γεωργίου Παπασταθόπουλου


(Εικόνα: Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη)

 
Στα χίλια οχτακόσια είκοσι ένα,
την άνοιξη, είκοσι μία Μάρτη,
ξεκίνησαν οι έλληνες το πάρτι,
της λευτεριάς προσμένοντας τη γέννα!
 
Άρπαξαν τα τουφέκια οι τσολιάδες
τρόχισαν τα σπαθιά πάνω στην πέτρα,
γλίσχρος εξοπλισμός μες στη φαρέτρα,
τα λάβαρα υψώνουν δεσποτάδες!
 
Έζησαν σκλάβοι τέσσερις αιώνες,
μα τα παιδιά σου ακρίτες, μάνα Ελλάδα,
σκόρπισαν και φουσάτα και αρμάδα,
εδώ, απ’ της Ευρώπης τους πυλώνες!
 
Έπιασε ο τσολιάς το μετερίζι,
γονάτισε ο δεσπότης στ’ άγιο βήμα
κι έγινε τώρα ο θύτης σου το θύμα
απ’ το σπαθί στον ήλιο που σπιθίζει!
 
Τρέχουν αλαφιασμένοι οι εχθροί σου,
μέσα στα κακοτράχαλα ρουμάνια
κι εκεί θα τους θερίσουν τα δρεπάνια,
που τα κρατούν γυναίκες στην τιμή σου!
 
Κάθε αετοφωλιά και μετερίζι,
τα διάσελα να μη διαβεί κανένας
Οθωμανός να μην περάσει ένας,
όλους το γιαταγάνι αφανίζει!
 
Κι η τούρκικη αρμάδα μαϊνάρει,
αλλά δεν θα γλιτώσει στο Αιγαίο,
γιατί λάθρα με φρόνημα πηγαίο
την καίνε τα μπουρλότα του Κανάρη!
 
Κι ήρθε η λευτεριά σ’ αυτόν το τόπο
με μάχες φονικές και με αγώνες,
που γνώριζαν οι ντόπιοι από αιώνες!
μ’ αίματα, με ιδρώτες και με κόπο!
 
Εκεί, που ’ταν το λάβαρο σημαία
σηκώθηκε στο μέλλον ν’ ανεμίζει,
κι ο Έλληνας σ’ αυτή να γονατίζει!
Με την καρδιά και την ψυχή ακμαία!
 
Γίναμε προπομποί μες στην Ευρώπη
κι άδραξαν τη χρυσή τους ευκαιρία,
για να κερδίσουν την ελευθερία
δικοί μας μιμητές στο χαροκόπι!
 
Κι εμείς φρουροί παλιοί στις Θερμοπύλες
με την ψυχή αδούλωτη κι ακμαία
φυλάμε απ’ τον Τούρκο επιδρομέα
της γηραιάς ηπείρου μας τις πύλες!
 
Χάρη σε μας μπορούν οι Ευρωπαίοι
στις χώρες τους να ζουν με την γαλήνη,
γιατί την πολυπόθητη ειρήνη
οι έλληνες κρατούν, δεν παραπαίει!

ΞΥΛΙΝΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΙΟΡΟΓΛΟΥ

Θούριος {απόσπασμα} του Ρήγα Φεραίου ή Βελεστινλή

 


(Εικόνα: Φυλλάδιο του Θούριου από το 1798, Βιβλιοθήκη Ακαδημίας Αθηνών)

  

Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.

Καλλιώ ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.

Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι αν σταθής,
O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη,
Kι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.

Ο Σούτζος, κι’ ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γκίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.

Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι’ Aγάδες, με άδικον σπαθί.
Kι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.

Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Oι νόμοι νάν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.
Γιατί κ’ η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
Nα ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,
Aς πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Δάφνη Κουμουλή: Ας μείνει μεταξύ μας η απάτη της ελευθερίας, αλλιώς ο λόγος μου ενάντια στο δικό σου θα ‘ναι…



 Διαμαρτυρόμενο

 

Τώρα τελευταία όλα μεγαλώνουν.

Τα δέντρα που άφησα μικρά,

οι δρόμοι που ήταν μονοπάτια,

το φεγγάρι που βγαίνει όλο και πιο παχύ,

οι μέρες που κάνουν υπερωρίες ψάχνοντας αυτό που δεν βρίσκουν,

οι νύχτες που υπόσχονται φως

μα κολλάνε στο σκοτάδι τους,

οι υποσχέσεις που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο,

τα όνειρα των ανθρώπων στον ύπνο τους,

τα ντεκολτέ των γυναικών,

η γλώσσα των δήθεν,

οι ρωγμές στους τοίχους,

οι ρωγμές στο συναίσθημα,

οι απωθημένες αναμνήσεις,

το χάος στην επικοινωνία,

η ορθοστασία μπροστά στους επισήμους,

οι ρίζες της στασιμότητας,

η καθυστέρηση της απάντησης,

τα ξέφραγα αμπέλια,

η ανευθυνότητα που ζητά άλλοθι,

το δάχτυλο που δείχνει ενόχους

ενώ μόλις λέρωσε τη φωλιά του,

η γλώσσα που προσπαθεί να καλύψει εκβιαστικά τα λάθη της,

οι αριθμοί της απληστίας,

τα θέλω χωρίς δράση,

η καύτρα του τσιγάρου,

οι συντριπτικές ενοχές,

οι ρυτίδες στο βλέμμα μου…

Επίπεδα ιστορίας το ένα πάνω στο άλλο σαν πετρώματα.

Ένα μόνο μικραίνει, η υπομονή…

 

**

Δυνατά θα λέω τ’ όνομά σου

ξανά και ξανά,

αλόγιστα,

με μανία…

μέχρι να γίνεις μια λέξη κοινή,

όπως τσιγάρο ή κεραμίδι,

μέχρι φωνήεντα και σύμφωνα

να γίνουν άσημοι φθόγγοι,

σαν ήχος στο πουθενά…

 

**

Αντίθετες ζωές

Ό,τι σκοτώνω το πρωί

το βράδυ τριγυρνά

στα σαλεμένα μου όνειρα.

Ας μείνει μεταξύ μας

η απάτη της ελευθερίας,

αλλιώς ο λόγος μου

ενάντια στο δικό σου θα ‘ναι…

 

**

Γλώσσα που μιλάει, που γελάει και κλαίει,

που επιτίθεται , που αμύνεται κι αναρωτιέται.

Γλώσσα που κομπάζει, που αδικεί κι αδικείται,

που ματαίως αγορεύει ,που πουλά κι αγοράζει.

Γλώσσα που στοχάζεται, που ανακαλύπτει και διαλαλεί,

που θυμάται, που ευτελίζεται και χάνεται.

Γλώσσα που φλυαρεί, που σιωπά και τσακίζει.

Γλώσσα, ψυχής σταλίδα και ερώτων φεγγάρια,

ρανίδες του νου, ακροβάτισσες σε ήλιο, σε συντρίμια,

ρανίδες που σαρώνουν ξέφραγους ορίζοντες

και με παίρνουν και με διαλύουν…

 

 

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Επτά [7] παιδικά τραγούδια που ξυπνούν τις μνήμες μας.

 

 


Η γιαγιά μας η καλή

Η γιαγιά μας η καλή
έχει κότες στην αυλή
κότες και κοτόπουλα  
χήνες και χηνόπουλα  
 
Άσπρη πάπια με παπιά
γάιδαρο με τόσα αυτιά
γαλοπούλες κι ένα γάλο  
φουσκωμένο και μεγάλο   
 
Και τον πρώτο πετεινό
μέσα σ' όλο το χωριό
που λαλεί κάθε πρωί        
στης γιαγιάς μας την αυλή 
 
Η γιαγιά μας η καλή
έχει ραπτομηχανή
και γαζώνει και μπαλώνει  
του παππού το παντελόνι   
 
**
Μια ωραία πεταλούδα
 
Μια ωραία πεταλούδα
μια ωραία πεταλούδα
μια ωραία πεταλούδα
σ' έναν κήπο μια φορά
καμαρώνει και απλώνει
τα γαλάζια της φτερά
 
Λάμπουν κόκκινες πιτσίλες
λάμπουν κόκκινες πιτσίλες
λάμπουν κόκκινες πιτσίλες  
στα γαλάζια της φτερά      
 
Όλο τον καιρό γυρίζει
όλο τον καιρό γυρίζει
όλο τον καιρό γυρίζει
και τα άνθη χαιρετά
πότε κάθεται στο ένα
πότε φεύγει και πετά
 
 
Όταν έρθει ο Χειμώνας
όταν έρθει ο Χειμώνας
όταν έρθει ο Χειμώνας
πέφτει κάτω και ψοφά
κι όταν έρθει Καλοκαίρι
ζωντανεύει και πετά
 
 
**
 
Κουλουράκια
 
Με τα δυο χεράκια
πλάθω κουλουράκια
κουλουράκια κουλουράκια
ο φούρνος θα τα ψήσει
το σπίτι θα μυρίσει
κουλουράκια κουλουράκια
 
Τι γλυκά κι αφράτα
κι όλα μυρωδάτα
κουλουράκια κουλουράκια
γι' αυτό και στο σχολειό τους
τα παίρνουν τα παιδάκια
κουλουράκια κουλουράκια
 
**
Αχ κουνελάκι κουνελάκι
 
 
Αχ κουνελάκι κουνελάκι
ξύλο που θα το φας
μέσα σε ξένο περιβολάκι
τρύπες γιατί τρυπάς
μη μου σουφρώνεις τη μυτίτσα
μη μου κουνάς τ' αυτιά
μη μου το κλείνεις το ματάκι
είσαι μια ζωγραφιά
 
Είμαι το κουνελάκι
που τ' αυτάκια μου κουνώ
και σας παίζω το κρυφτό
και στο λαχανόκηπό σας
όλο τρύπες και τρυπώ
 
Αχ κουνελάκι κουνελάκι
ξύλο που θα το φας
μέσα σε ξένο περιβολάκι
τρύπες γιατί τρυπάς
μη μου σουφρώνεις τη μυτίτσα
μη μου κουνάς τ' αυτιά
μη μου το κλείνεις το ματάκι
είσαι μια ζωγραφιά
 
**
 
Δεν περνάς Κυρά Μαρία
 
 
Δεν περνάς Κυρά Μαρία
δεν περνάς δεν περνάς
δεν περνάς Κυρά Μαρία
δεν περνάς περνάς
 
Θα υπάγω εις τους κήπους
δεν περνώ δεν περνώ
θα υπάγω εις τους κήπους
δεν περνώ περνώ
 
Τι θα κάνεις εις τους κήπους
δεν περνάς δεν περνάς
τι θα κάνεις εις τους κήπους
δεν περνάς περνάς
 
Θα συνάξω δυο βιολέτες
δεν περνώ δεν περνώ
θα συνάξω δυο βιολέτες
δεν περνώ περνώ
 
Τι θα κάνεις τις βιολέτες
δεν περνάς δεν περνάς
τι θα κάνεις τις βιολέτες
δεν περνάς περνάς
 
Θα τις δώσω στην καλή μου
δεν περνώ δεν περνώ
θα τις δώσω στην καλή μου
δεν περνώ περνώ
 
Και ποια είναι η καλή σου
δεν περνάς δεν περνάς
και ποια είναι η καλή σου
δεν περνάς περνάς
 
Η καλή μου είναι η Μαίρη
δεν περνώ δεν περνώ
η καλή μου είναι η Μαίρη
δεν περνώ περνώ
 
Δεν περνάς Κυρά Μαρία
δεν περνάς δεν περνάς
δεν περνάς Κυρά Μαρία
δεν περνάς περνάς
 
**
Ήταν ένας γάιδαρος
 
Ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλ’ αυτιά
το παχνί δεν τ’ άρεσε, ήθελ’ αρχοντιά
Ήθελε η μούρη του να φορέσει σέλα
και να καμαρώνεται με το σύρε κι έλα
Στο δρόμο που επήγαινε είδε μι’ αλεπού
γάιδαρε, τον ρώτησε, για πού, για πού, για πού
Δε σου λέω, αλεπού, τι δρόμο θε να πάρω
την κακή τη σκέψη σου την ξέρω κυρα-Μάρω
 
**
Η μικρή Ελένη
 
 
Η μικρή Ελένη
κάθεται και κλαίει
ποιος δεν την παίζει
φίλοι αδελφοί.
Σήκω απάνω
κλείσε τα ματάκια σου
κοίταξε τον ήλιο
και ποιον χαιρέτισε!
Η μικρή Ελένη
κάθεται και κλαίει
πως δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.
Σήκω απάνω
τα μάτια κλείσε
τον ήλιο κοίτα
κι αποχαιρέτισε!

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Η θέση της γυναίκας στην θεατρική τριλογία του Φ.Γ.Λόρκα

 

γράφει η Αναστασία Βάρελη*

 


Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, μέσα από την θεατρική τριλογία του, Ματωμένος Γάμος(1933), Γέρμα(1934) και Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα(1936), ταξιδεύει τους αναγνώστες στην Ισπανική ύπαιθρο και συγκεκριμένα στην Ανδαλουσία, όπου μέσα από τέσσερις οικογένειες αναδεικνύεται η θέση και η κοινωνική αντιμετώπιση του γυναικείου φύλου εκείνη την εποχή, αλλά και το ηλικιακό χάσμα μεταξύ των γυναικών και συνεπώς ο τρόπος σκέψης και αντίληψης.

   Κοινό στοιχείο των τριών αυτών έργων είναι κυρίως η σεξουαλική καταπίεση που υφίστανται οι νεαρές γυναίκες του χωριού, οι οποίες νυμφεύονται άντρες κατόπιν υποδείξεως του πατέρα τους ή της μητέρα τους όταν ο πατέρας έχει πεθάνει. Το μόνο αίσθημα που μπορεί να υπάρχει σε κάποιες περιπτώσεις είναι η αμοιβαία συμπάθεια, αλλά σε καμία περίπτωση ερωτική αγάπη. Οι οικογένειες είχαν το χρέος να διαλέξουν τους γαμπρούς που θα έπαιρνε η κάθε γυναίκα. Σημαντικό κριτήριο ήταν, το επάγγελμα και η περιουσία, ιδιαίτερα, όταν η νύφη είχε προίκα. Η Μπερνάρντα Άλμπα θεωρεί, ότι στο χωριό κανένας δεν είναι άξιος γαμπρός για τις κόρες της  και τονίζει ότι ποτέ δεν θα έδινε κάποια από τις θυγατέρες τις σε βοσκό. Επίσης η Γέρμα μέσα από μία συζήτηση, εξομολογείται ότι ποτέ δεν πόθησε τον άντρα της, αλλά τον παντρεύτηκε ύστερα από εντολή του πατέρα της. Στον Ματωμένο Γάμο, η μητέρα του γαμπρού, συζητά με τον πατέρα της νύφης αναφέροντας ότι και οι δύο έχουν περιουσία, με τον πεθερό να έχει φιλοδοξίες για τον γαμπρό του, να καλλιεργήσει τα χωράφια του, καθώς όπως λέει αυτές οι δουλειές αναλογούν μόνο στους άντρες. Μέσα από τον εμβληματικό χαρακτήρα της Μπερνάρντα Άλμπα, αναδεικνύεται, η μητριαρχία εκείνης της εποχής και οι επιπτώσεις που έχει στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Από την μία, η Μπερνάρντα βυθίζει την ίδια και τις νεαρές κόρες τις, σ’ένα αυστηρό πένθος οχτώ χρόνων με απαραβίαστους κανόνες αιώνων, ενώ σε πολλές σκηνές χάνει τον έλεγχο φωνάζοντας και χειροδικώντας στις κόρες τις. Από την άλλη, τα κορίτσια του σπιτιού, λουλούδια έτοιμα ν’ ανθίσουν ανυπομονούν να ελευθερωθούν από την μητέρα τους και το σπίτι και να γνωρίσουν τον πραγματικό έρωτα. Βλέπουν τους θεριστές να περνούν και εκφράζουν την επιθυμία τους για αντρική αγκαλιά, με μόνη εξαίρεση την Ανγκούστιας που ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Πέπε Ρομάνο.

    Η τιμή κάθε οικογένειας, είναι η παρθενία των θηλυκών της, η οποία πρέπει να προφυλαχθεί με οποιοδήποτε τίμημα, μέχρι τον γάμο. Στο έργο Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, διαδραματίζεται μια σκηνή, όπου μια ανύπαντρη κοπέλα γέννησε και για να κρύψει την ντροπή της από τους οικείους της και τους συγχωριανούς της, σκότωσε το παιδί και το έκρυψε στις πέτρες, οι σκύλοι το ξέθαψαν και το πήγαν στο κατώφλι της. Οι άντρες το έμαθαν και την έφεραν σέρνοντας στον κατήφορο για να την σκοτώσουν. Η Αδέλα( η μικρότερη κόρη της Μπερνάρντα Άλμπα) βλέποντας αυτό το σκηνικό και ταυτόχρονα την μητέρα της να επικροτεί με πάθος μια τέτοια συμπεριφορά, αγγίζει την κοιλιά της και ανησυχεί για την ζωή της. Στο τέλος η Αδέλα αυτοκτονεί και η Μπερνάρντα φωνάζει μια φράση η οποία εμπερικλείει όλο το νόημα της τριλογίας « Η μικρή κόρη της Μπερνάρντα Άλμπα πέθανε παρθένα!»

   Η Γέρμα αν και παντρεμένη, προσπαθεί μάταια να υπερασπιστεί την γυναικεία της τιμή λέγοντας συνεχώς στον σύζυγό της ότι ουδέποτε κοίταξε ερωτικά άλλον άντρα, ο οποίος επηρεασμένος από τα λόγια του κόσμου και κυρίως τις αδερφές του, της έχει απαγορεύσει να κυκλοφορεί μόνη της έξω, διότι είναι πεπεισμένος ότι η Γέρμα φλερτάρει με άλλους.

    Στο τέλος κάθε έργου, οι γυναίκες σε μια προσπάθεια διεκδίκησης της κοινωνικής και σεξουαλικής τους απελευθέρωσης, απομένουν μόνες σ’ ένα αυστηρά συντηρητικό περιβάλλον. Στον Ματωμένο Γάμο η Νύφη το σκάει την ημέρα του γάμου της, με τον Λεονάρδο, τον πραγματικό της έρωτα, όπου τελικά μέσα σε μια πάλη με τον σύζυγό της, πεθαίνουν και οι δύο νεαροί άντρες. Η Μπερνάρντα Άλμπα, προσπαθεί να σκοτώσει τον Πέπε, που για χάρη του μαλώνουν τρείς αδελφές, με την Αδέλα, ν’ αυτοκτονεί και το σπίτι να τυλίγεται για πάντα στο πένθος. Η Γέρμα σκοτώνει τον σύζυγό της, ο οποίος δεν θέλει παιδιά, την υποτιμάει και την κακοποιεί ψυχολογικά και μέσα από έναν σύντομο μονόλογο τρέλας, δηλώνει ελεύθερη και πλέον ξέγνοιαστη από την βασανιστική σκέψη της τεκνοποίησης.

   Ακόμα ένα σημαντικό κοινό στοιχείο και στα τρία έργα, είναι το ηλικιακό χάσμα μεταξύ των γυναικών και πως βιώνουν μια τέτοια καταπίεση. Οι γηραιότερες, φαίνεται να έχουν συμβιβαστεί με αυτές τις κοινωνικές νόρμες, ενώ συμβουλεύουν τις νεαρές κοπέλες να κάνουν το ίδιο και να έχουν υπομονή και ανοχή στα καπρίτσια του συζύγου τους. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, σε μια στιγμή κακοποίησης μιας νεαρής γυναίκας του χωριού από τους άντρες, η Μπερνάρντα Άλμπα φωνάζει την υποστήριξη της σε τέτοιες συμπεριφορές, ζητώντας σκληρότερες τιμωρίες, ενώ η ίδια ορίζει και τις ασχολίες των δύο φύλων, «η κλωστή και η βελόνα αρμόζει στις γυναίκες και το καμτσίκι και μουλάρι στους άντρες». Στο ίδιο έργο η υπηρέτρια του σπιτιού Πόνθια, περιγράφει στα κορίτσια την ζωή που είχε με τον άντρα της, λέγοντας ότι είχε την κακιά συνήθεια να πίνει, να βγαίνει εκτός ορίων και να την ξυλοφορτώνει, όμως τονίζει ότι ποτέ δεν εγκατέλειψε τον ίδιον και το σπίτι, αναφέροντας ότι το ίδιο πρέπει να γίνεται και από τις νεαρές κοπέλες. Στο βιβλίο Γέρμα, οι πλύστρες κουτσομπολεύουν την Γέρμα και τον Χουάν, θεωρώντας ότι η Γέρμα αρχίζει να τρελαίνεται που δεν μπορεί να κάνει παιδιά. Πιστεύουν ότι, είναι από αυτές τις σουρτούκες, τις αχαΐρευτες, τις σουρλουλούδες ου φοβούνται να μην μεγαλώσει η κοιλιά τους. Αυτές που βάφονται και αρωματίζονται και ψάχνουν για άντρες. Γενικότερα βλέπουμε τις νεαρές να επαναστατούν ενάντια στην κακομεταχείριση με μια σημαντική σκηνή όπου η Αδέλα αντιμετωπίζει την μητέρα της, Μπερνάρντα με θάρρος, σπάζοντας το μπαστούνι της, σύμβολο εξουσίας στο έργο με το οποίο χτυπούσε τις κόρες τις σε στιγμές ανυπακοής. Οι μεγαλύτερες ηλικιακά έχουν επαναπαυθεί, χωρίς βέβαια να παραπονιούνται για την ζωή τους και όλα όσα πέρασαν, αντίθετα ενστερνίζονται τέτοιες αντιλήψεις.

   Ένα τελευταίο κοινό στοιχείο της τριλογίας είναι η υψηλή κοινωνικά θέση του αντρικού φύλου, όπου κινείται ελεύθερα, χωρίς να λογοδοτεί στον οικογενειακό του περίγυρο. Ο γάμος για τον άντρα σημαίνει να παντρευτεί την γυναίκα που πραγματικά αγαπάει, θέτοντας ο ίδιος τα κριτήρια επιλογής και έχοντας ο ίδιος τον κύριο λόγο στην οικονομική διαχείριση, αλλά και στην οικογένεια. Για παράδειγμα ο Χουάν έχει αυτά που θέλει, δηλαδή, σπίτι και μια υποταγμένη γυναίκα, αλλά ποτέ δεν θέλησε παιδιά και ακριβώς εδώ είναι και η διαφωνία με την Γέρμα η οποία, απεγνωσμένα τον παρακαλεί να κάνουν έναν γιο, επιθυμία που ποτέ δεν εκπληρώθηκε. Επίσης, ο Πέπε Ρομάνο μπαίνει στην οικογένεια Άλμπα, ετοιμάζεται να παντρευτεί την Ανγκούστιας και ταυτόχρονα ερωτοτροπεί και αφήνει έγκυο την αδελφή της, Αδέλα.

    Εν κατακλείδι, μέσα από αυτή την θεατρική τριλογία του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, αναδεικνύονται διαχρονικές θεματικές που αφορούν την ισότητα φύλων και συνεπώς το  κοινωνικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων. Ο ισπανικός κάμπος μετατρέπεται σε αρένα έρωτα και θανάτου, με του άντρες να πεθαίνουν πριν μαραθούν και τις γυναίκες να προσπαθούν ν’ αντισταθούν σ’ ένα περιβάλλον το οποίο έχει ήδη αποφασίσει την μοίρα τους. Οι περισσότερες στο τέλος φτάνουν στην τρέλα και γίνονται πραγματικά θύματα μιας τέτοιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Οι προσπάθειες των νεαρών γυναικών για ανατροπή του φαλλοκρατικού καθεστώτος, πέφτουν στο κενό, διότι οι ηλικιωμένες γυναίκες φαίνεται να υποστηρίζουν και ν’ αναπαράγουν τέτοιες αντιλήψεις, χωρίς ίχνος συμπαράστασης, αλληλεγγύης  και κυρίως ενσυναίσθησης προς τις νεαρές κοπέλες του χωριού, παρότι και οι ίδιες κάποτε είχαν τραυματικές εμπειρίες καταπίεσης που κάποιες φορές έγιναν και  κακοποίησης.

 

Παραπομπές:

 

1)Λόρκα, Φ.Γ. (2014). Ματωμένος Γάμος. Αθήνα: Ηριδανός

2)Λόρκα, Φ.Γ. (2018). Γέρμα. Αθήνα: Γράμματα

3)Λόρκα, Φ.Γ. (2014). Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Αθήνα: Κέδρος



* Η Αναστασία Βάρελη είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου / Ερευνήτρια

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.