Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΧ, ΟΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ / Διαβάτη Αρχοντούλα



Το αύριο
καθώς συνειδητοποιείς τη νέα μέρα
έρχεται σιγά-σιγά και απιθώνει
τα δώρα του
στης κουζίνας το τραπέζι
που πίνετε καφέ.
0 ήλιος μετά βγαίνει
λάμποντας – σχέδια στις κουρτίνες.
Δεν έχεις μάτια να τον δεις
Αφηρημένα, λίγο μόνο
και πάλι στο πληκτρολόγιο
Το μεσημεριανό μετά και η σιέστα
και νάτο το απόγευμα,
λιμοκοντόρος
που στέκεται στην πόρτα.
Βραδιάζει.
Κανένας φίλος, κανένα σινεμά.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ / Διαβάτη Αρχοντούλα


Στο μικρό δωμάτιο
του μεγάλου νοσοκομείου
ξαπλωμένη μια γυναίκα
κι απ’ έξω ο ήλιος
να κοιτάει μέσα και να κάνει
αστεία σχήματα
στον απέναντι τοίχο
που η γυναίκα
στο κρεβάτι της
με την παρτιτούρα του πόνου
αγωνίζεται

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΝ ΠΟΝΟΥ / Διαβάτη Αρχοντούλα

 


Είχε βρεθεί εκεί
με άλλες δυο
Κι έφτιαξαν οι τρεις τους
μια φιλία
πολύ ξεχωριστή
Κι ο πόνος
υποχώρησε κι αυτός
στις δύο.

Η μία τους
που πονούσε τώρα
ακόμα πιο πολύ
τις προάλλες
αυτοκτόνησε.

ΠΡΟΣΜΟΝΗΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΣ / Γεωργιάδου Ελισάβετ

 

Αγκάλιασέ με αγκάλιασέ με
γιατί μόνο εσύ ξέρεις ν' αγαπάς.
Αγκάλιασέ με κι αγάπησέ με
αυτός είναι ο έρωτας για μας.
Παράδωσέ με παράδωσέ με
στα χρώματα τ' ονείρου που ζητάς.
Και μύησέ με και μύησέ με
ο κόσμος όλος έγινε για μας.
Το φυλαχτό μας το φυλαχτό μας
ένας παράδεισος της γης αυτής.
Ο κουρνιαχτός μας ο κουρνιαχτός μας
μιας άλλης προσμονής ονειρευτής.
Ελισάβετ Γεωργιάδου.
Από την Ποιητική συλλογή " Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ".

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΒΙΟΛΙ

 

Όρθιοι στο άδειο δωμάτιο
τρεις άγνωστοι άνθρωποι.
 Εκείνος, ο ένστολος άνδρας
με το γκρίζο βλέμμα ανάμεσα μας.
Εμείς οι δύο, φορούσαμε
χρυσή  βέρα στο χέρι μας
 και  στο μανίκι ραμμένο
το ίδιο  κίτρινο αστέρι.
Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
 αφημένο ένα αμίλητο  βιολί.
Εκείνος,  διέταξε
με φωνή λεπίδι στην καρδιά μας
να παίξω  για την ζωή μας.
Έφερα  το βιολί στον ώμο μου
ενώ εκείνη έγειρε σιωπηλά πάνω του,
με το κρύο χέρι της ακούμπησε
στο σκληρό του μπράτσο.
Το ματωμένο δοξάρι στις χορδές
θρηνούσε την αγάπη μας .
Όταν στο τέλος μας οδήγησε έξω,
τα φορτωμένα  με σκιές ανθρώπων
 σιδερένια καμιόνια
αγκομαχούσαν  στο παγωμένο χιόνι.
Τα ακολουθήσαμε στη γη της επαγγελίας,
Εκείνος, εμείς οι απέλπιδες
και ο απρόσκλητος θάνατος.

ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ / Δάλλη Αριστούλα

 


Ήταν ένα από εκείνα τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού και είχα αποκοιμηθεί στην κρεμαστή κούνια του κήπου μου. Όταν άνοιξα κάποια στιγμή τα μάτια μου είδα ένα παράξενο μικροσκοπικό πλάσμα να κρέμεται από το κλαδί της ανθισμένης μανόλιας πάνω από το κεφάλι μου.
Είχε το σώμα ενός πολύχρωμου φιδιού, που όμως έφερε φτερά, κεφάλι πουλιού και μακρύ, λεπτό ράμφος.
Με βασιλική χάρη ξετυλίχτηκε από το κλαδί και κουλουριάστηκε στο μπράτσο μου. Τα χρώματά του ήταν χρυσοκίτρινα, στη γήινη απόχρωση του ψημένου κεραμιδιού. Οι φολίδες του σώματός του, συνέχεια των πολύχρωμων φτερών του, έμοιαζαν με πεταλούδες κολλημένες στο δέρμα του.
Τα μάτια αυτού του παράξενου πλάσματος, που ήταν ερπετό και πουλί μαζί, λαμπύριζαν και ένιωθα να χάνομαι μέσα στο βάθος τους. Ξετυλίχτηκε τότε από το χέρι μου και μ’ ένα γρήγορο φτερούγισμα πέταξε κατευθείαν σ’ ένα λουλούδι και βύθισε το μυτερό ράμφος κατευθείαν στην καρδιά του.
Από τότε ζει κοντά μου. Μου αρέσει ο διπλός τρόπος ζωής του, μοιάζει με τον δικό μου. Άλλοτε σέρνεται σαν φίδι στο έδαφος κι άλλες φορές πετάει στον αέρα αναζητώντας το νέκταρ των λουλουδιών.
Όταν είμαι έτοιμος να αποκοιμηθώ, συχνά το φίδι τυλίγεται γύρω από τα χέρια, τα πόδια, τον λαιμό μου. Μου ξυπνάει τις απαγορευμένες επιθυμίες μου, εκμαυλίζει τις αισθήσεις μου. Ως αρχέγονος όφις με βυθίζει σε ερωτικές φαντασιώσεις. Τότε όμως το πουλί μ’ ένα γρήγορο φτερούγισμα με ανυψώνει μαζί του στον αέρα και αναζητάμε την καρδιά του λουλουδιού. Φίδι και πουλί σε πλήρη αρμονία συσπειρώνονται και εκτινάσσονται μαζί, όπως η σαΐτα σε παιδικό παιχνίδι.
Τα βράδια, όταν κάθομαι στο γραφείο και ετοιμάζομαι να γράψω, το πλάσμα σέρνεται διακριτικά πάνω στα πόδια μου και κουλουριάζεται μπροστά στη γραφομηχανή μου. Κάποιες φορές μου φαίνεται ότι ακούω περίεργους ήχους να βγαίνουν από μέσα του. Το φίδι προσπαθεί να κυριαρχήσει με όλες τις
φολίδες του. Το πουλί τινάζει απεγνωσμένα τα φτερά του.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Πέντε Ποιήματα Ελλήνων Ποιητών και Ποιητριών που διαβάστηκαν περισσότερο στη σελίδα του ΦΒ: Οι ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου και Αλ-όγων! κατά τον μήνα Αύγουστο του έτους 2024

 


Στον ποιητή  της Ελευθερίας / Μαρια Περατικου Κοκαρακη

Απόρθητη, μου έγραψες πως είμαι.
Άχραντη στου καιρού τις παρορμήσεις.
Κι άφησες τα ακρογιάλια της πλανεύτρας Κρήτης,
να αργοκυλίσουν μέσα στους φλοίσβους μιας ψευδαίσθησης γυρισμού!
Η λευκότητα του χρόνου φυλακισμένη, σκλαβωμένη  σε Μινωικές περγαμηνές  κι αποκαλύψεις!
Στης Αριάδνης το ένδυμα  ανέμιζε η ιερόσυλη προδοσία του Ιάσωνα!
Επίορκος, ορκοπάτης, ψεύδορκος!
Κι ο λαβύρινθος στα βλέμματα της απόφασης.
Ο Μινώταυρος στην ανακύκλωση του ταξιδιού.
Στην Αμαθούντα της Κύπρος,
η κρύπτη του δέους!
 
>> 
Ωδή  στην  Ποίηση /  Αριστομένης  Λαγουβάρδος

Εσύ  που  με  συντρόφευες  χρόνια  τώρα,
και  μούδειχνες   την  δύναμη  και  την
ομορφιά  των  στίχων…
Και  μου  ψιθύριζες  με  τον  καιρό  στ’ αυτί,
κάποια  σκέψη,  κάποιο  χρώμα  στις  λέξεις,
και  ζωγράφιζα  ποιήματα  με  το  μολύβι
και  την  γομολάστιχα…   
Κι’  ένιωθα  την  ποίηση  που  ανάβλυζε
κι’ απ’ το  πιο  ταπεινό  άνθος,
κι’ απ’ το  πιο  μικρό  δεντρί,
κι’ απ’ τη  λευκοφόρα  πεταλούδα  του  κήπου…
Κι’ έγραφα  γράμματα  αγάπης  και  ειρήνης
στον  κόσμο… 
Και  κάθε  τόσο  εξομολογιόμουν  σε  σένα…
Πόσες   φορές  σε  γύρευα  επίμονα,
κι’  άκουγα  τα  δάχτυλά  σου  που  έκρουαν,
τις  χορδές  των  λέξεων;
Και  η  σκέψη  μου  πέταγε  στο  άκουσμα  της
μουσικής  σου;
Ποίηση  που  είσαι  αγάπη,  ευτυχία  ομορφιά,
αρετή,  μυστικό  της  ψυχής,  φωνή  της  ύπαρξης.
Ω  Ποίηση!
Ποίηση  αιώνια!
Ατελεύτητη!
 
>> 
ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΙΔΙΚΑ / Δέσπω Πηλαβάκη
 
Τα χρόνια μου τα παιδικά
μοσχοβολάνε δυόσμο,
βασιλικό και γιασεμί,
της εκκλησιάς λιβάνι.
Ήταν τα όνειρα φτωχά,
πλούσια η αγάπη
σε ένα σπιτάκι με αυλή
και ένα παραθύρι
με την κουρτίνα που ´φτιαξαν
της μάνας μου τα χέρια.
 
Παπούτσια στα ποδάρια μας
ας ήτανε και τρύπια
και ρούχα που δεν λυώνανε
γιατί καλά θυμάμαι,
σαν οι μεγάλοι ψήλωναν,
οι μικροί μας τα φοράγαν.
 
Τα χρόνια μου τα παιδικά
στο ορεινό χωριό μου,
σαν ήταν έξω παγωνιά
και όλα χιονισμένα,
άναβε τζάκι η γιαγιά
κι εμείς όλοι τριγύρω
χωρίς μιλιά προσμέναμε
καινούργιο παραμύθι.
 
Στον ύπνο και στο ξύπνιο μου
κει πέρα τριγυρίζω
και κει θέλω να κοιμηθώ
ξεκούραση για να ´βρω!!!
 
>> 
 
ΑΛΧΗΜΕΙΕΣ / Χάρης Μελιτάς
 
Ποτέ μη στάξεις
στο τίποτα το κάτι.
Οξειδώνεται.
 
>> 
 
ΕΠΑΝΟΔΟΣ /Χρήστος Κουκουρούρης
 
Επέστρεψα στην άγονη της ποίησης γραμμή
εκεί απ’ όπου προήλθα
να γράφω τα Σακάτικα Ποιήματα,
που εμπνέει το μίζερο καθημερνό μου πήγαινε έλα,
στον πόνο, την ανέχεια και την πίκρα
στου αμετανόητου ραγιά που προσκυνάει ακόμα,
(παλιά συνήθεια που έμεινε από τα πιο πριν χρόνια)
κάτι φτηνά αρπακτικά, τάχα ηγέτες
που λαίμαργα την βύζαξαν της πίνουν το μεδούλι
τούτης της όμορφης μικρής αγιάτρευτης πατρίδας.
 
Επέστρεψα στην σκοτεινή πλευρά της ποίησης
που αγγίζει φυλοκάρδια και ψυχές
που ο πόνος ρέει, αργά και βασανιστικά
πάνω σε ξύλινους σταυρούς
που σέρνουνε κοπάδια αδικημένων
στις ανηφόρες της ζωής, τους γολγοθάδες
και τους μαστιγωτές να τους βιγγλίζουν
και με κραυγές, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα,
θα πρέπει ν’ ανακάμψει τούτη η πατρίς και ν’ ανταμώσει,
το μέλλον το λαμπρό που περιμένει.
 
Δεν έφτασα στους προμαχώνες των ερώτων,
έχουν τα τείχη αψηλά κι είναι πολλοί
που μάχονται με σθένος και με πάθος,
για ευωδιές των λουλουδιών και της καρδιάς τους κτύπους
τα τόσα συναισθήματα που ασμένως απορρέουν,
ρίγη γλυκά που προκαλούν
κι άλλες φορές προδοτικά που μια στυφάδα αφήνουν,
αφού το ανεκπλήρωτο κυρίαρχη έχει θέση
και τα δρομάκια ασφυκτιούν από του πόνου βόγγο,
σπαρμένα ολούθε με καρδιές και ματωμένα βέλη.
 
Επέστρεψα στης ποίησης τα ντρέτα βήματά της
τα χνάρια της ακολουθώ πιστός στις παραδόσεις
να ‘χει μια έπαρση, παλμό και επικό ένα πάθος
και να ‘χει η αυταπάρνηση μια θέση στη ζωή μου
να ‘χει ένα νόημα και σκοπό η πένα
και το χαρτί που ανάλωσα μη γίνει τυλιχτάρι
για ψάρια στην ψαραγορά
για φέτα στο Μπακάλη
φτηνό ένα περιτύλιγμα στης λαϊκής λουλούδια
ή για σαΐτες και πουλιά που φτιάχναμε παιδάκια.
 
Επέστρεψα στον όμορφο σακάτικό μου κόσμο
περιδιαβαίνω μοναχός και ξέρω
πως πάλι θα ‘ μαι μοναχός όταν θα φύγω
κι ούτε στιγμή δεν μετανοιώνω,
που στέκομαι απ’ την πλευρά του αδίκως πονεμένου
και αγνοώ επιδεικτικά σαν προσκαλούν με φίλοι,
σε μια συγκέντρωση κωφών με παρωπίδες κόντρα
που αυτάρεσκα να λοιδωρούν
της ζήσης τα πραγμένα
και να μιλούν για έρωτες κι άλλα μασκαριλίκια.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

ΙΔΡΩΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ / Σκιαθάς Αντώνης

 



Έπιασε ο Αύγουστος
να ξεραίνει το πέλαγος.

Καταμεσής των ιδρωμένων σκίνων,
η κολακεία των ρημάτων
για τα εδώδιμα
του Μυστικού Δείπνου.

Άχνιζε ο τόπος θυμάρι.
Σπόνδυλοι Ελληνικών ναών
κι αυτό το θέρος
κατηφόριζαν την πλαγιά
με δρασκελιές Ηνίοχου.

Τα θεόκτιστα των μηρών σου
στο λουλάκι των γλάρων λιωμένα.

Έκαιγε ο ήλιος,
αντίδωρο μίας σπάταλης ελευθερίας,
η αρμαθιά κλειδιά που άφησε
στο αυλιδάκι
της μυστικής οδοιπορίας μας.

Γελούσε δυνατά
και έφευγε για να μαζέψει
την Βασιλεία των ουρανών
σ’ ένα ποτήρι ξίδι.

«Δει γαρ το φθαρτόν τούτο
ενδύσασθαι αφθαρσίαν,
και το θνητόν τούτο
ενδύσασθαι αθανασίαν».

Ακούσαμε εκεί στα ύψη.

Η ΣΑΛΠΙΓΓΑ / Σκιαθάς Αντώνης

 

Η ΣΑΛΠΙΓΓΑ

Υπάρχουν,
μέρες με λυγμούς χαμάληδες
στα περίπολα της νύχτας,
υπάρχουν,
νύχτες με σφαγμένους αδερφούς
στα βλάσφημα της συνείδησης,
ζωές με εργάτες που ταχυδρομούν ωδίνες
και επιθυμίες βουλιμικές σε εγκυμονούσες συζύγους,
για ένα κυριακάτικο τραπέζι,
στρωμένο με λινό τραπεζομάντηλο,
μια καράφα παγωμένο νερό
και ένα ταψί κρέας, βουτηγμένο στο θυμάρι.

Υπάρχουν πληγιασμένοι άνθρωποι,
όλες τις μέρες του έτους
π’ αγνώριστοι, γερασμένοι,
στα βαθιά μεσάνυχτα
ακούν τη σάλπιγγα της εκτέλεσης.

Εγκλεισμός Ηθελημένος / Σκιαθάς Αντώνης

 


Με τη μοίρα στις εξαιρέσεις του θανάτου αργά πολύ αργά με
βήματα σταθερά μετρά τα σανίδια του χρόνου σαθρά από την
λησμονιά.

«Ωραίο το κάστρο της μοναξιάς», αναφώνησε διαβάζοντας Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ ξανά και ξανά. Ωραία με ανοιγμένο το στέρνο κι
η υπομονή. Την είδε ν’ ανασαίνει αργά στο περίγραμμα της
«νυχτωσιάς του κόσμου».

Είδε τον Αλέξη Τραϊανό να του κρατά το χέρι ώρες που λιώνει το
φως στη ναφθαλίνη της νύχτας του.

Η φράση (νυχτωσιά του χρόνον) υπάρχει στο ποίημα «Κόκκινος Καθρέ-
πτης» από τη συλλογή «Οι Μικρές Μέρες» (1973) τον Αλέξη Τραϊανού.

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.