Ο χορός που ακολουθεί το τραγούδι είναι ο Τραμπανιστός.
Μέσα σε χίλιες να σε δώ, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου, .
Μέσα σε δυο χιλιάδες, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Γνωρίζω το κορμάκι σου, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου,
πού χει τις νοστιμάδες, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Και με τα μαύρα σ’ αγαπώ, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου,
και με τα λερωμένα, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Και με τα ρούχα της δουλειάς, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου,
Τρελαίνουμι για σένα, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Τα χείλη σου είναι ζάχαρη , μπιρμπίλω μαυρομάτα μου,
τα μάτια σου είναι μέλι, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
μια δεύτερη εκδοχή/ από : Γκογκίδης Θύμιος
Εγώ Λενιώ μου σ’ αγαπώ, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Κανείς να μην το ξέρει, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Κανείς να μην το ξέρει, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Μα συ το είπες στους δικούς, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Το μάθανε κι οι ξένοι, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Το μάθανε κι οι ξένοι, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Τα μάθανε πέρα χωριό, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Πως θα σε κάνω ταίρι, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου .
Πως θα σε κάνω ταίρι, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου
Και με τα μαύρα σ’ αγαπώ, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Και με τα λερωμένα, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Και με τα λερωμένα, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Και με τα ρούχα της δουλειάς, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Τρελαίνομε για σένα, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
Τρελαίνομε για σένα, μπιρμπίλω μαυρομάτα μου.
όταν γιορτάζουν τα «Αναστενάρια» οι τελετές ξεκινούν και τερματίζουν με αυτό το τραγούδι, ενώ ενδιάμεσα τραγουδιούνται κι άλλα ακριτικά τραγούδια. Η προέλευση του τραγουδιού είναι από το Χωριό Κωστί της Ανατολικής Ρωμυλίας.
ό Κωνσταντίνος ο μικρός ό Μικροκωνσταντίνος
Μικρό ντον είχ’ —μικρό ντον είχ’ ή μάννα του
μικρό ντον είχ’ ή μάννα του μικρό ντον ραβωνιάζει
Μικρό ντον ή —μικρό ντον ήρτε μυνημα
μικρό ντον ήρτε μύνημα στο μπόλεμο νά πάει
Νύχτα σελλώ— νύχτα σελλώ—νει τ’ άλογο
νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα, το καλλιβώνει
Βάν’ ασημέ— βάν’ ασημέ—νια πέταλα
βαν’ ασημένια πέταλα μαλαματένιες λόθρες
Πήδηξε κα—πήδηξε κα—βαλλίκεψε
πήδηξε κα βαλλίκεψε κι αυτό το λόγο λέγει,
Μάννα μου την —μάννα μου την —καλίτσα. μου
μάννα μου τήν καλίτσα μου, μάννα μου τήν καλή μου
Καλά νά τρώ— καλά νά τρώει το πουρνό
καλά νά τρώει το πουρνό καλά το μεσημέρι
Και στό ήλιο —καί στο ήλιο—βασίλεμα
καί στο ηλιοβασίλεμα, νά πέφτει νά κυμάται
Μά κείνη ή σκυ μά κείνη ή σκύλα ή άνομη
κείνη ή σκύλα ή άνομη Όβρέσσας θυγατέρα
Πά στό σκαμνί —πά στό σκαμνί —τήν έκατσε
πά στό σκαμνί την έκατσε κι άντρίκια την κουρεύει
Μια γκούκλα ντην μια γκούκλα ντην έφόρεσε
μια γκούκλα ντην έφόρεσε, ντή δίνει και του Γιάγκα
Νά πά φυλά— νά πα φυλά—γει πρόβατα
νά πα φυλάγει πρόβατα, νά πά φυλάγει γίδια.
Τρία κουρίτσια ραβουνιασμένα
ραβουνιασμένα κι παντριμένα,
μήλα τρυγούσαν κι τραγουδούσαν
ένα τραγούδι κι άλλο τραγούδι.
Κίνησι νέους να σιριανίσει,
να σιριανίσει ,αν κυνηγήσει.
Δεν κυνηγούσι λαγούς κι αλάφια
μ'ον' κυνηγούσι δυο μαύρα μάτια.
"Μαύρα μου μάτια κι πλουμισμένα,
σαν πώς κοιμάστι χουρίς εμένα".
"Ιγώ κοιμούμι κι αναστενάζου
σένα θυμούμι κι σι φωνάζου".
λάλει αηδονάκι μ’λάλει μέσα στον καλαμιώνα.
Δεν κελαιδού βάι κι αμάν αμάν δεν κελαιδούσε σαν πουλί
λάλει αηδονάκι μ’ λάλει μηδέ σαν χελιδόνι.
Μον κελαιδούσε βάι κι αμάν αμάν, μον κελαηδούσε κι έλεγε
λάλει αηδονάκι μ’ λάλει μ’ανθρώπινη λαλίτσα.
Βασιλοπού βάι κι αμάν αμάν Βασιλοπούλα τα’κουσε
λάλει αηδονάκι μ’λάλει από το παραθύρι.
Νάχα πουλί μ’ βαι κι αμάν αμάν νάχα πουλί μ’ τη γλώσσα σου
λάλει αηδονάκι μ’λάλει και τον κελαηδισμό σου
Τι ζήλεψε βαι κι αμάν αμάν τι ζήλεψες βασίλισσα
Λάλει αηδονάκι μ’λάλει από μένα το πουλάκι
Εσύ πίνεις βαι κι αμάν αμάν εσύ πίνεις γλυκό κρασί
Λάλει αηδονάκι μ’λάλει κι εγώ νερό απ’τη γκιόλα
σε πάπλωμα βάι κι αμάν αμάν σε πάπλωμα κοιμάσαι εσύ
Λάλει αηδονάκι μ’λάλει κι εγώ μες’τα κλαδάκια.
ήρθαν κι ανταμώθηκαν στουν Απλύτη τουν ποταμό
πέρασι μένα αγόρι μου
Θα σι δώσου τάημα θα σι δώσω φίλημα
κι όταν τουν είπει για φίλημα σαν αητός την άρπαξη
πέρα την απέταξε.
Άγουρος 'πού τη Φραγκιά
κόρη από τ'ν Ανατουλή
ήρθαν κι ανταμώθηκαν
στου βαθύ τουν πουταμό.
Πέρασι ν- ιμένα κόρη μου
τουν βαθύ τουν πουταμό.
Ά-ι-γουρος κι ωχ ντουγούν ημάν ά-ι-γουρο-νος που τη Φραγκιά
ά-γουρο-νος που τη Φραγκιά, κόρη απού νου τν Ανατολή.
Ήρθαν κι α-κι ωχ ντουγούν ημάν, ήρθαν κι α-να-νταμώθηκαν
ήρθαν κι α-να-νταμώθηκαν, στουν απλί-νιν του ποταμό.
Πέρασι κι ωχ ντουγούν ημάν πέρασι νι μεν' αγόρι μου
πέρασι νι μεν' αγόρι μου τουν Απλί (νιν)τουν ποταμό.
Ημάν = Η δική μας ορχήστρα.
Απλί-νιν = Ποταμός τον οποίο είτε δεν μπορεί να τον πλεύσει κάποιος, είτε είναι απλωμένος. Πιθανότατα να αναφέρεται σε παραπόταμο του Δούναβη ή στον ποταμό Έβρο.
παίρνει όμορφη γυναίκα μαρ’αντριωμένους που ήταν.
Κι μες τη στάχτη σκάλιζε μάνε μ’μανούλα μ’
βρίσκει ένα βελονάκι μαρ’αντριωμένους που ήταν
Κι πάν’ στην πλάτη τόριξε μάνε μ’μανούλα μ’
στο μάστορη το πάει μαρ’αντριωμένους που ήταν.
Να κάνει πλάβα και τσαπί μάνε μ’μανούλα μ’
και κοφτερό σκεπάρι μαρ’αντριωμένους που ήταν’.
Την καρδιά μ' την κλειδουμένη σήμιρα δα την ανοίξου,
σήμιρα δα την ανοίξου, στου χουρό δα τραγουδήσου,
στου χουρό δα τραγουδήσου, έχου αϊγάπη να ιαρντίσου*,
μια μικρή, μια χαϊδιμένη, τρεις μέρις ραβουνιασμένη.
Παλικάρια ίσια ίσια κι ψηλά σαν κυπαρίσσια,
να μη λάχ(ει) κι παντριφτείτι, ούλα δα μιτανουθείτι.
Όποιους είνι παντριμένους πιρπατεί σαν μαγιμένους
κι όποιους είν' ραβουνιασμένους πιρπατεί λουγαριασμένους
κι όποιους είνι παλικάρι πιρπατεί σαν νιο φιγγάρι,
παλικάρια ίσια ίσια κι ψηλά σαν κυπαρίσσια.
κλήμα ήταν φυτρωμένο
Κάμνει σταφύλι ραζακί
κι το κρασί μουσχάτο
Το πινουν άντρες δε μεθούν
μάνες παιδιά δεν κάμουν
Ας το `πινε κι η μάνα μου
να μη είχε κάν’ κι εμένα
Που μ’ έκαμε και μ’ έδωσε
πολύ μακριά στα ξένα
Ανάμεσα κι αμάν αμάν, ανάμεσα σε δυο βουνά
κλήμα ήταν φυτρουμένου άιντε μουρή (ν)αρβανιτοπούλα.
κι του κρασί μουσχάτου άιντε μουρή (ν)αρβανιτοπούλα.
μάνις πιδιά δεν κάνουν άιντε μουρή (ν)αρβανιτοπούλα.
να μην είχε κάν’ κι ‘μένα άιντε μουρή (ν)αρβανιτοπούλα.
κι μ’ έδουσι στα ξένα άιντε μουρή (ν)αρβανιτοπούλα.
στ’ αλήθεια θα πααίνω.
Αχ, με τα πουλάκια θα διαβώ
κι μι τα χελιδόνια.
Αχ και τα πουλιά θα νέρχουνται
κι εγώ πάντα θα λείπω.
Αχ, θα πας μάνα μ’ στην εκκλησιά
θα ειδιείς τις νιές θα ειδείς τους νιούς
θα ειδιείς τα παλληκάρια.
Αχ, θα διείς τουν τόπου μου εύκηρου
και στου στασίδι μου άλλου.
Αχ, θα σερν’ς μάνα μ’ παράπουνου
και πίσου θα γυρίζεις.
Αχ σε σταυροδρούμ’ θα κάθεισαι
για μένα θα ρωτάεις.
Αχ, θα διείς Τούρκου θα τουν ρωτάς,
Ρωμιό θα τουν ζητάζεις:
Aχ, μην είδιατε αμάν αμάν
αχ, μην είδατε μην άκσητε
τουν γιό μου τουν Γιαννάκη.
Τουν είδιαμε τουν άκσαμε
σ’ ηπράσινο λιβάδι.
Μαύρα πουλιά τουν τρώγανε
κι άσπρα τουν τριγυρίζουν.
Β’ ΕΚΔΟΧΗ
Διώχνεις με, μάνα, διώχνεις με, κι εγώ να φύγω θέλω,
θα φύγω με τα κάτεργα, θα φύγω με τς αρμάδες.
Μάνα, σαν ‘ρθει τ’ Αι Γιωργιού, πρώτη γιορτή του χρόνου,
μάνα, σαν πας στην εκκλησιά και θες να με ξανοίξεις,
στράφου δεξιά, στράφου ζερβά να δεις τα παλληκάρια,
να δεις τον τόπο μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλο.
Τότες να πάρεις τα βουνά, ν’ αναρωτάς περάτες:
«Περάτες, μην τον είδετε κι εμένα τον υγιό μου;»
«Οψές αργά τον είδαμε στση Μπαρμπαριάς τα μέρη,
μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν,
μα ένα πουλί, καλόν πουλί, δεν ήθελε να φάει.
«Φάε κι εσύ, καλό πουλί, απ’ αντρειωμένου πλάτες,
να ‘χεις τ’ ανύχια πιθαμές και μέτρα τσι φτερούγες».
μι τα πουλάκια θα διαβώ, κι μι τα χιλιδόνια
κι τα πουλιά θα έρχουντι κι γω πάντα θα λείπω.
Θα πας μάνα μ’ στην εκκλησιά, στην εκκλησιά ’κκλησία,
θα δγεις τις νιές, θα δγεις τους νιούς, θα δγεις τα παλικάρια,
θα δγεις τουν τόπου μ’ εύκιρου κι του στασίδι μ’ άδειου,
θα σ’ έρθ’ μάνα μ’ παράπουνου κι πίσου θα γυρίσεις,
σι σταυρουδρόμ’ θα κάθισι γιά μένα θα ρωτάεις,
θα δγεις Tούρκου θα τουν ρουτάς, Pουμιό θα τουν ξητάζεις.
- Mην είδγητι, μην άκσιατι του γιό μου, του Γιαννάκη;
- Tον είδιαμι, τον άκσιαμι σι πράσινου λιβάδι,
μαύρα πουλιά τουν τρώγανι κι άσπρα τουν τριγυρίζαν...
της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου `πανε,
ποτέ δε θα πεθάνω.
Φτιάχνω κι εγώ το σπίτι μου
ψηλότερο από τ’ άλλα.
Σαράντα δυο πατώματα,
εξήντα παραθύρια.
Στα παραθύρια στέκομαι,
τους κάμπους αγναντεύω.
Βλέπω τους κάμπους πράσινους
και τα βουνά γαλάζια.
Βλέπω το Χάρο που ’ρχεται
καβάλα στ’ άλογό του
Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ ’ αηδόνια.
Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου είπανε,
ο Χάρος δε με παίρνει.
Μη με παίρνεις Χάρο,
μη με παίρνεις
γιατί δε με ξαναφέρνεις.
της άνοιξης τ' αηδόνια
Κι έφτιασα το σπιτάκι μου
ψηλότερ' από τ' άλλα
Μ' εφτά οχτώ πατώματα
μ' εξήντα παραθύρια
Στο παραθύρι κάθουμε
στους κάμπους αγναντεύω
Βλέπω τον χάρο να 'ρχετε
παν' στ' άλογο καβάλα
Δημήτρω παινεμένη, Δημήτρω ξακουστή
πρωταρραβωνιασμένη σ' Αννιώς τουν Κωνσταντή.
Τουν Κωνσταντή δε θέλει που 'ναι παιδί φτωχό
θέλει τον Παναγιώτη τον γραμματικό.
Πάρε με Παναγιώτη να πάμε στουν Ραβδά
μάνα μου θα σι κάνει Ραβδιώτικο μπαμπά.
Πάρε με Παναγιώτη απ όχω τόσο κάλλ(η)
μάνα μου θα σε κάνει μες στον Ραβδά μπακάλ'.
Τι να σε πω Δημήτρω, τ' αρέζω 'γω του κάλλ(ι)ς
δεν θέλω 'γω να γέννω μες στο Ραβδά μπακάλ'ς.
Πρωτοαρραβωνιασμένη στον νιό τον Κωσταντή
Τον Κωσταντή δε θέλει πούναι παιδί φτωχό
Θέλει τον Παναγιώτη το γραμματικό.
Πάρε με Παναγιώτη να πάμε στου Ραβδά
Μάνα μου θα σε κάνει Ραβδιώτικο μπαμπά
Πάρε με Παναγιώτη απ’όχω το σοκάλ
Μάνα μου θα σε κάνει μες το Ραβδά μπακάλ(η)
Τι να σου πω Δημήτρω τ’αρέσω του ντουκάλς
Δε θέλω γω να γίνω μες του Ραβδά μπακάλς
ξένους αγάπ'σι μια ρωμιοπούλα
κι η ρωμιοπούλα δεν τόνε θέλει.
Πάρτουν, κόρη μου, τουν ξένουν άντρα,
θα σι φουρέσει φλουριά κι χάντρα.
Δεν τόνε θέλω, δεν τόνε παίρνω,
δεν τόνε θέλω τουν ξένουν άντρα
κι ας μι φουρέσει φλουριά κι χάντρα.
δώδικα χρονώ κορίτσι εγίνει καλογριά
δώδικα χρονώ κορίτσι εγίνει καλογριά
Μήδε το σταυρό του κάνει, μήδε προσκυνά
μόνο βλέπει τα παληκάρια και κρυφά γελά
και σταυροδρόμια κάθεται και κρασί πουλά
και σταυροδρόμια κάθεται και κρασί πουλά
Πέρασε κι ένας λεβέντης και την ερωτά
Πέρασε κι ένας λεβέντης και την ερωτά
Πόσο το κρασί κυρά μου, πόσο η οκά;
Πέντε φράγκα στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά
Πέντε φράγκα στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά
Kάτω στην αγιά Mαρίνη και στην Παναγιά
δώδικα χρονώ κορίτσι έγινε καλογριά.
Mήδε το σταυρό του κάνει, μήδε προσκυνά,
μόνο βλέπ’ τα παλικάρια και κρυφά γελά
και στα σταυροδρόμια κάθ’ται και κρασί πουλά.
Πέρασε κι ένας λεβέντης και την ερωτά.
- Πόσο το κρασί, κυρά μου, πόσο η οκά;
- Πέντε φράγκα στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά.
Στην Ήπειρο οι στίχοι έχουν όπως παρακάτω:
Κάτω στην Αγιά Μαρίνα και στην Παναγιά
δώδεκα χρονών κορίτσι, πάει καλόγρια.
Με σταυρούς, με κομπολόγια πάει στην εκκλησιά
ούτε το σταυρό της κάνει, ούτε προσκυνά.
Μόν' τηράει τα παλικάρια και χαμογελάει
κάθεται στα σταυροδρόμια και κρασί πουλάει.
- Πόσο το κρασί κυρά μου, πόσο το ρακί;
- Πέντε, δέκα, στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου