δεν είναι πάντα μια άλλη πατρίδα
που ξενιτεύει την ψυχή
Είναι ίσως
κι ένα παλιό σκαρί ξαναβαμμένο
στον ουρανό του
Είναι το πιο απόμακρο χαμόγελο
ενός αφηρημένου ανθρώπου
αφηρημένου, από όσα
του έχουν συμβεί
σα ένας Άλλος
στα Βιβλιοστάστια δεμένη
το μυστικό Υπόγειο των Θαυμάτων
Κλειστά χαιρέκακα βιβλία-
μανδύες, άδειοι, κρεμασμένοι
Γιατί τόσο όμορφα ρούχα
γιατί να λησμονηθούν τα τιμαλφή του σώματος…
στη μέση του δωματίου
να λικνίζεται
κατασκότεινο ποίημα
που ξεφύλλιζαν το χρόνο
που κλείδωναν το αίμα
γύρω απ΄τις πράξεις
που σιγά, σιγά
έγεινε ένας παλιός λεκές
τότε που έκλαιγαν φιλιά στα σεντόνια
εκείνο που νυχτώνει είναι ορατό
μόνο μες στο σκοτάδι
διακρίνω το βυθό της οδύνης
Το απαγορευμένο,
ως μέλλοντα χρόνο.
`
Άδειασαν τα καθίσματα των συζητήσεων
των οραμάτων
των παλιών μας σφαλμάτων κι έμεινε
κατάπληκτο το ξεμονάχιασμα
μες στον λαβύρινθο η κραυγή που ελπίζει δεν
ελπίζει γι’ αυτό
θυμήσου το άνοιγμα του φιλιού
στο στόμα δίχως το
τωρινό αναφιλητό
Θυμήσου το μωρό ανάμεσά μας κι εκείνο
Το γέλιο τυφλό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου