να φύγουνε τα ντέρτια
χρυσή μου Εριέττα.
Εσύ είσαι ένας ήλιος,
φεγγάρι λαμπερό,
που θάμπωσες το φως μου
και δεν μπορώ να διω.
Εσύ που σέρνεις το χορό
σου πρέπει τραγουδάκι
χρυσό περιστεράκι.
Έβγα στο παραθύρι
να ιδείς τον ουρανό
πως παίζει το φεγγάρι
με τον αυγερινό.
Του κόσμου τα πουλιά θωρώ
και το δικό μου πού `ναι,
και το δικό μου πού `ναι.
Στον Άγιο Κωνσταντίνο
βγαίνω και καρτερώ,
η αγάπη σου μεγάλη
πουλί μου αλαργινό.
Ο ήλιος βασιλεύει,
η μέρα σώνεται
κι εμένα το πουλί μου
δε φανερώνεται.
νερ στην Φιλιππούπολη πάω
την αγάπη μου για να βρω.
Βρήκα κορίτσια χόρευαν
σαν ζουμπούλια ανθισμένα
που ταιριάζουνε για τε μένα.
Έκατσα τα καμάρωσα
νερ απ’ το χορό απ’ έξω
και την κόρη να διαλέξω.
Δεν είναι κρίμα κι άδικο,
δεν είναι αμαρτία
καλέ Κωνσταντινιά;
Να τυραννώ τη νιότη μου
χωρίς καμία αιτία
καλέ Κωνσταντινιά
Κωνσταντινιά, Κωνσταντινιά,
παντρέψου τώρα που `σαι νια
Σαν πέρδικα πατείς τη γη
σαν περιστέρι τρέχεις
καλέ Κωνσταντινιά
Κρίμας στην τόσην εμορφιά
και ταίρι να μην έχεις
καλέ Κωνσταντινιά
Κωνσταντινιά και Άννα μου,
να ζήσεις παραμάνα μου
Το `να μου χέρι στη φωτιά
και τ’ άλλο στο μαχαίρι
καλέ Κωνσταντινιά
Για θα σφαγώ, για θα καγώ
για θα σε κάμω ταίρι
καλέ Κωνσταντινιά
Κωνσταντινιά στην πίστη σου,
πάρε και μένα σπίτι σου
Κωνσταντινιά σ’ ορκίζομαι
πως δεν μπορώ να ζήσω
να σε χαρώ
Αν δε σε κάμω ταίρι μου
κι αν δε σε αποκτήσω
θα τρελαθώ
Κωνσταντινιά στην πίστη σου,
πάρε με βράδυ σπίτι σου
ψηλά να τα σηκώσω, χαϊδεμένη
αμάν αμάν αμάν Ελένη
μικρή και ζηλεμένη
Και την καημένη μου καρδιά Ελένη
παρηγοριά να δώσω, χαϊδεμένη
αμάν αμάν αμάν Ελένη
με τρέλανες καημένη
Εσύ ήσουνα που μου `λεγες Ελένη
σαν δε σε διω πεθαίνω, χαϊδεμένη
αμάν αμάν αμάν Ελένη
μικρή μικρή και ζηλεμένη
Και τώρα περπατείς και λες Ελένη
πού σ’ είδια που σε ξέρω, χαϊδεμένη
αμάν αμάν αμάν Ελένη
με τρέλανες καημένη
αμάν αμάν αμάν Ελένη
το τι κακό θα γένει
το καραβάκι που' ρχεται.
Από με- από με σα από την Πόλη
κλαίει καρδιά και δεν μερώνει.
Μέσα είναι κι ο, Σανταλένια μ' κι άιντε
μέσα είναι κι ο αφέντης μου.
Μέσα εί- μέσα είναι κι ο καλός μου
τα ματάκια μ' και το φως μου.
Νερό του έχω, Σανταλένια μ' κι άιντε
νερό του έχω να λουστεί.
Και πουκά- και πουκάμισο ν' αλλάξει
στο λιμάνι σαν θ' αράξει.
Το καραβάκι, Σανταλένια μ' άιντε
το καραβάκι που' ρχεται.
Από με- από με σα από την Πόλη
κλαίει καρδιά και δεν μερώνει.
`πως κελαηδούσες πρώτα;
Άχ, πώς μπορώ να κελαηδώ
`πως κελαηδούσα πρώτα;
Μου κόψαν τα φτερούδια μου
μου πήραν τη λαλιά μου...
Γιατί πουλί μ' δεν κελαηδείς
πως κελαηδούσες πρώτα
ου για πως μπορώ να κελαηδώ
με κόψαν τα φτερούδια μου
με πήραν τη λαλιά μου
μας πήρανε βρε αμάν την πόλη μας
και την Αγιά Σοφιά μας
κλαίγει πικράν η Παναγιά
και τα πουλιά της Δύσης
κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά,
κλαίγουν το μεσημέρι.
Κλαίγουν την Ανδριανούπολη
την πολυκουρσεμένη
όπου την εκουρσέψανε
τις τρεις γιορτές του χρόνου.
άσπρο μου περιστέρι από τον τόπο μου
εσείς ψηλά πετάτε, για χαμηλώσετε
κι ανοίξτε τα φτερά σας και τα φτερούδια σας
να στείλω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή
στη μάνα μ’ και στ’ αδέρφια και στην αγάπη μου.
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη.
Την είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδε.
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.
Μάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.
Στα ξένα εκεί που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμε εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
Φρόνιμος είσαι Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογηθης.
Κι α’ μο `ρτει γιε μου θάνατος κι α’ μο `ρτει γιε μου αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω.
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα
κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό και οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωνσταντίνου το μνημιό μοιρολογάει και λέει.
"Ανάθεμά σε Κωσταντή και μύρια ανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
Το τάξιμο που μου `ταξες πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό έβαλες κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις".
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχθηκε και ο Κωνσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά την χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
Άιντε αδερφή να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε.
Αλίμονο αδερφάκι μου και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να `ρθω.
Έλα Αρετή στο σπίτι μας κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.
Κοντολογίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στην στράτα που διαβαίνανε, πουλάκια κελαηδούσαν,
δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μον’ κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρώπινη ομιλία:
"Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει πεθαμένος"!
Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.
Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους"!
Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
Φοβούμαι σ’ αδερφάκι μου και λιβανιές μυρίζεις.
Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Αϊ Γιάννη
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή και ράγισε η καρδιά της.
Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Άφησ’ Αρέτω τα πουλιά κι ό,τι κι α’ θέλ’ ας λέγουν.
Πες μου πού είναι τα κάλλη σου και πού είναι η λεβεντιά σου
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!
Αυτού σιμά αυτού κοντά, στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της `χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δένδρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
και τα σπιτοπαράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα.
Χτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχτρός μου φύγε
κι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα.
Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά και με φωνάζει μάνα;
Άνοιξε μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Mάνα με τους, μάνα με τους εννιά σου γιούς,
άιντες πουλί μου χάιντες, τη μια σου θυγατέρα
την ήλουτζες, κι αμάν αμάν, την ήλουτζες στα σκοτεινά,
την ήλουτζες, την ήλουτζες στα σκοτεινά,
άιντες πουλί μου χάιντες, τη χτένιζες στα φέγγια
την εσυχνο κι αμάν αμάν, τήνε συχνοκολάκευγες
την εσυχνοκολάκευες όξω στα φεγγαράκια,
στ’ άστρι και στον αυγερινό ήπλεκες τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρτανε απέ τη Bαβυλώνα
να πάρουνε την Aρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Kι όλα τ’ αδέρφια δεν ηθέν1 κι ο Kωσταντίνος ήθε.
Mάνα να την παντρέψουμε την Aρετή στα ξένα
νά ’χω κι εγώ αποκούμπηση στα ξένα που γυρίτζω.
Φρένιμος2 είσαι Kωσταντή μ’ άσχημα λόγια λέγεις.
Κι αν μού ’ρθει θλίψη ή χαρά ποιος θα μου τήνε φέρει;
Αν σού ’ρθει θλίψη ή χαρά εγώ θα στήνε φέρω.
Ήρτε ο χρόνος δίσεκτος κι οι μήνες οργκισμένοι
κι ήπεσε το θανατικό κι οι εννιά ’δερφοί πεθάναν.
Επόθανε κι ο Κωσταντής όπου το τάμα είχε.
Κι ήμεινε η μάνα μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα ’κλαιγε σ’ όλα μοιρολογιούνταν.
Στου Κωσταντίνου το μνημιό ενέσπαν’ τα μαλλία της.
Δε μού ’λεγες βρε Κωσταντή πως ήθε ν’ αποθάνεις,
μον’ μού ’λεγες την Αρετή πως ήθε να μου φέρεις.
Aνάθεμά σου Κωσταντή και τρις ανάθεμά σε,
Οπού μου την εξόριξες την Αρετή στα ξένα.
Αφ’ την κατάρα την πολλή κι αφ’ το πολύ το κλάμα
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντίνος ήβγκε.
Άφησ’ με, Χάρε, άφησ’ με τρεις μέρες και τρεις νύχτες
να κάμω και της μάνας μου το τάμα που της είχα.
Και ποιον αφήνεις εγγυητή να πας και να γυρίσεις;
Την Παναγιά και τον Χριστό τους Άγιους Αναργκύρους.
Κάμνει το μνήμα άλογο, την πλάκα συλλιβάρι, 3
το μαύρο καβαλίκεψε στην Αρετή να πάει.
Απέ καρσί τη γνάντεψε εις το χορό κι εβάστα.
Για έλ ’δω βρε Αρετή κι η μάνα μας σε θέλει.
Αλίμον’ αδερφάκι μου και τι ’ναι που με θέλει;
Αν είναι θλίψη να θλιφτώ κι αν είν’ χαρά ν’ αλλάξω.
Καλό, κακό, βρε Αρετή, έλα μ’ αυτά που είσαι.
Το μαύρο του εγονάτισε κι απάνω την επήρε.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, στο δρόμο που δγκιαβαίναν
ακούν πουλιά να κελαηδούν, ακούν πουλιά να λένε:
Για δες κορίτσι όμορφο που σέρνει αποθαμένος.
Γι’ άκου, γι’ άκου Κωσταντή τι λένε τα πουλάκια.
Πουλάκια είν’ και κελαηδούν πουλάκια είν’ κι ας λένε.
Μου φαίνεται βρε Κωσταντή πως λιβανιές μυρίζεις.
Εχτές προχτές επήγαμε κάτω στον άϊ Γιάννη
και θύμιασέ με ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λενε:
Θεέ μεγαλοδύναμε μεγάλο κρίμα κάμνεις
την Αρετή την όμορφη να σέρν’ αποθαμένος.
Ότι που κοντοκόντεψαν εις τους Αγιούς Μαρτύρους.
Άμ’ αδερφή στο σπίτι μας να μπω να προσκυνήσω.
Έλα να πάμε Κωσταντή κι απέ για γύρνα πίσω.
Άμ’ Αρετή στο σπίτι μας κι εγώ ’μ’ αποθαμένος.
Παίρνει και πα στο σπίτι ντους με μια καρδγκιά καμένη,
γλέπει την πόρτα σφαλιχτή και τα κλειδγκιά παρμένα,
και τα παραθυρόφυλλα πού ’ταν αραχνιασμένα.
Άνοιξε μάνα μ’, άνοιξε κι η Αρετή σου είμαι.
Άμε Χάρε εις το καλό κι εγώ Αρετή δεν έχω.
Μνιάν Αρετή που ’χα Αρετή, άμε και γύρευγκέ την.
Να και το δαχτυλίδι μου τ’ αρραβωνιαστικού μου,
οπού μ’ αρραβωνιάσανε και τα εννιά μ’ αδέρφια.
Στην πόρτα αγκαλιαστήκανε, αντάμα ξεψυχήσαν.
….
χορεύεται ως «ΓΡΗΓΟΡΟΣ ΧΑΣΑΠΙΚΟΣ».
πόσα τάλιρα γυρεύεις να με πας και να με φέρεις
τράβα…
δε με βάζει αυτός ο τόπος βάλε με να φύγω πρώτος
τράβα…
τράβηξε όποιο δρόμο ξέρεις μόνο πίσω μη με φέρεις
τράβα…
δέκα τάλιρα γυρεύω να σας πάω και να σας φέρω
τράβα…
τράβα τράβα γρήγορα να πάμε
τράβα…
βασίλισσα των κοριτσιών είναι η Mαυροφόρα.
Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.
Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω,
και μες απ’ το Γεντί Kουλέ κοπέλα θ’ αγαπήσω.
Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε
Γεντί Kουλέ και Θαραπειά, Ταταύλα και Nιχώρι,
αυτά τα τέσσερα χωριά `μορφαίνουνε την Πόλη.
Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε
και χορεύεται στα βήματα του «ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΡΣΙΛΑΜΑ».
αραμπάς περνά σκόνη γίνεται,
σήκω’ το φουστανάκι σου να μη σκονίζεται
σήκω’ το φουστανάκι σου να μη σκονίζεται.
αραμπάς περνά αραμπατζής κουτσός,
στην μπάντα κοριτσάκια να μη σας πάρει ομπρός
στην μπάντα κοριτσάκια να μη σας πάρει ομπρός.
αραμπάς περνά με τα φόκαλα,
εβγάτε Φασουλιώτισσες με τα τσόκαρα
εβγάτε Φασουλιώτισσες με τα τσόκαρα.
δε σου το ‘πα δυο μέσ’ το Κορδελιό,
δε σου το ‘πα τρεις να μην παντρευτείς
δε σου το ‘πα τρεις να μην παντρευτείς
στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου
να πολεμήσουνε
Στο δρόμο που πηγαίναν στη Μαύρη θάλασσα
κακιά φουρτούνα πιάνει Παναγιά μου
ξεσκίζει τα πανιά
Δεν κλαίμε το καράβι δεν κλαίμε τα πανιά
μον’ κλαίμε τα ευζωνάκια Παναγιά μου
τα νιούτσικα παιδιά
Βοήθα Παναγιά μου να τα γλιτώσουμε
κι όλα σου τα καντήλια Παναγιά μου
θα στ’ ασημώσουμε
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι.
Πήγε και ο ποντικός
και πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.
Πάει και η γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.
Πάει και ο σκύλος
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.
Πάει και το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.
Πάει και ο φούρνος
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι.
Πάει και το ποτάμι
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.
Πάει και το βόδι,
που ήπιε το ποτάμι
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.
Πάει κι ο χασάπης
που έσφαξε το βόδι
που ήπιε το ποτάμι
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου