1. Εγώ, ο Μανόλης Ξεξάκης,
καπετάνιος της αμφιβολίας για τα συμβαίνοντα στον κόσμο,
το "σωτήριο" έτος 1974,
προσπαθώντας να βρω το δρόμο μου,
μέσα από συγκρουόμενα ίχνη, που οδηγούσαν σε αμφίβολα λιμάνια,
διάκρινα στο παρελθόν μου, τοποθετημένο ψηλά,
ένα αβέβαιο κύμα από έρωτα,
που επιθυμώ να κατρακυλίσει στην αφρισμένη πρύμνη,
μακριά απ' τη γέφυρα του καραβιού.
Λοιπόν, βρισκόμενος σ' εφτά πατώματα ύψος-ψηλά,
έβλεπα απέναντι το σπιτάκι της λογικής σκοτεινιασμένο.
Κι άρχισε να ρίχνει απ' τη νύχτα στις τρεις.
Έρριχνε χιόνι πεταλούδα και σκεπάστηκαν τα δέντρα.
Σηκώθηκε και περπάτησε σε διαδρόμους νοσταλγίας
κι επέστρεψε και χάνονταν συνεχώς,
ως το λαιμό χιονισμένο πρωΐ, η εικόνα σου στο μυαλό μου.
2. Καρδιά μου, ανεμώνη, αγαπημένη μου,
ο καϋμός σου είναι μαχαίρι, μα μαχαίρι κι εγώ κρατώ.
Ήρθες πάλι κι αναπνεύσανε οι κυκλάμινοι πόθοι μου.
Γεμάτος σκοτεινιά, μέσα σε λαβυρίνθους νοσταλγίας,
απάνω στις επιφάνειες ενός κρίνου με χρυσαφένια παράθυρα,
ξοδεύτηκα,
ώσπου με σκέπασεν η δωδεκάτη λύπη.
Σαστισμένος κοιτάζω στον ορίζοντα τις μολυβένιες κοιλάδες
της θάλασσας, τον ήλιο που χάνεται
σ' ένα πανάρχαιο βουρκωμένο κρατήρα.
Κάτω απ' το λαμπτήρα του δρόμου, ενώ η πολιτεία κοιμάται,
σε ίση απόσταση απ' την ύπνωση και τον ατέλειωτο χωρισμό,
σε φίλησα κι ευώδιαζεις μέσα μου,
ένας πιλότος της ερωτικής κλίνης.
Οι φίλοι των χρωμάτων δε θα πιστέψουν ποτέ,
πως σε ξεγύμνωσα ως τη βαθιά διαθήκη, όπου το ρόδινο πέπλο
απλώνεται ρυθμικά και χαϊδεύει τη ρέουσα σμίλη.
Η βροχή δυναμώνει μέσα στο πράσινο δάσος.
Μ' επισκέπτονται πράματα που δεν περίμενα, μνήμη μου χλωμή
με τον αξιοπρεπέστατο μανδύα!
Θα περνούσαμε μαζί εκατοντάδες χρόνια.
Οι φτερούγες των αγγέλων παρσύραν τ' αλογάκι μου.
Από τότε ταξιδεύω αθέλητα
σε διάφορα σχήματα ηλικιών σαν δαχτυλίδι.
Θυμάμαι που μπήκαμε σ' ένα αυτοκίνητο και σε μια κατηφόρα
έγειρα και σύρθηκα μέσα στα υγρά σου φυλλώματα
κι εσύ άρχισες ν' αρμενίζεις.
Δεν έχει ποικιλία ο μεσημεριάτικος ύπνος.
Σηκώθηκα και περπάτησα ως τη διπλανή αυλή,
όπου μια γυμνή ωραία χτενίζεται
και τη ρώτησα αν γυρίζει κι αυτή κι αγρυπνά,
τα φύλλα στο πιάνο του θανάτου.
Έκαμε πίσω και ταράχτηκε κι όπως σηκώθηκε και τίναξε τα μαλλιά της,
έπεσε και περπάτησε και χάθηκε μια κατακόκκινη πασχαλίτσα
- Πασχαλίτσα-λίτσα-λίτσα
σύρε στη Καρδίτσα
σύρε φέρε μου παπούτσια.-
Το ένδυμα του χρόνου ασχημονεί
στο λεπτεπίλεπτο γυμνό πόδι της μνήμης.
Λοιπόν, πρέπει να ξέρεις: ο ερωτευμένος είναι ένας μικρός βοσκός
που εξωθεί ένα πλήθος συναισθήματα σε ξένα χωράφια.
Ο ερωτευμένος οδηγείται από ένα μόνο άστρο.
3. Αγαπημένη ρουμελιώτισα
κόρη του μπακαλίσκου της γειτονιάς, είσαι φίλη των ανέμων
που δεν ακολούθησαν το φθινόπωρο στη πορεία του.
Χθές πέταξες με τα λευκά σου φτερά στραμμένα στον ήλιο
και σ' ακολουθούν φτέρες κι αγιοκλήματα, πλάθοντας τα λουλούδια,
το ψωμί που πουλάς τα μεσημέρια στη Μπότσαρη, μέσα στις κοιλότητες
των νεφών της νοσταλγίας.
Αγαπημένα λόγια, αγαπημένα πουλιά. Ποτέ δεν κοιμούνται οι αισθήσεις.
Ήμουνα ξένος και με φίλεψες στο σπίτι σου.
Και, βρέθηκες κοντά στις επιδιώξεις μου υφαίνοντας
μεταξωτή, την άχαρη θρυαλίδα της καθημερινότητας.
Συχνά διαλέγω και μιλώ για σκοτεινές γωνίες
των σιτοβολώνων της ομορφιάς.
Ειμ' ένας ιχνηλάτης φυλακισμένος στο στρατηγείο των ελπίδων.
Μα οι καλλιτέχνες θα υπάρχουνε γιατί ο πληγωμένος βραχίονας
του κοινωνικού σώματος αιμορραγεί.
Αγαπημένη ρουμελιώτισα, κι εσείς φίλοι μου, που ψάχνετε
μια μελωδία μονήρη σε δέντρα μακρινά του δρυμού,
αφού υπάρχει αυτός ο πόλεμος, αφού η ομορφιά πυροβολεί,
πως θέλετε να επιζήσω;
4. Αγαπημένη τρισχαριτωμένη μπόρα,
λυτά, λευκά πέπλα των αρραβώνων μου με την άβυσσο!
Οι πληγές σου υψώνουν το φέρετρο μου στον ουρανό
και το χτυπούνε κύματα με παφλασμό στο σκοτάδι.
Και σκύβω να δω το πρόσωπό μου
και πέφτει το πηλίκιο του έρωτα στη λίμνη.
Τρεις νύχτες αγωνίζονται να καβαλικέψουν άλογα
και να φύγουν μακριά οι ψυχές μας.
Οι πόθοι σου ειν' ένα κύμα γαλανό που βυζαίνει τις ελπίδες μου.
Δεν έχει καμπύλα κι οράματα να πιαστώ.
Πίσω σου, στο σκοτεινό ανισομερές βάθος,
βρίσκω θαμμένη τη λογική του κουρσάρου.
Ελληνίδα σκαρφαλωμένη στο ουράνιο τόξο,
κατέβα και κοίταξέ με στα μάτια
και ν' αντιληφτείς επιτέλους
πως όλοι μας είμαστε συγγενείς των τυράννων.
Δε θέλεις να μάθεις γιατί υψώνεται η σημαία της ανυποταγής.
Να σου πω: Ώρες-ώρες σκέφτομαι πως έχεις δίκηο.
Αιώνες τώρα συμβαίνει το ίδιο πράγμα:
Ελάχιστοι απομονωμένοι ανθρώποι μηρυκάζουν τα δίκαια των λαών.
Δε μπορώ να σου κρύψω αυτό το φόβο.
Ποιο κομμάτι της ιστορίας προχωρεί;
Με ποιά προοπτική συσκευάζεται ο φόνος στ' αμπάρι,
αφού η μπρατσέρα μέσα στους κήπους του μουσείου θα θαφτεί.
Ξέρω πως κάνεις χειμώνα καιρό
την άγονη γραμμή σε διάφορα νησάκια,
μα χωνεύτηκα πια μέσα στην πολύχωρη ανθοδόχη
της μορφής σου της παναγίας
κι αυτό μου δίνει το δικαίωμα να σου μιλώ γενικά
για τη μεγάλη ζαλάδα.
Κάθομαι και χτυπιούμαι ολημερίς
με τους αναστεναγμούς των μαθηματικών
κι αντικαθιστώ το χι με το χλωμό πλην τέσσερα,
που σφαδάζει σαν άνθρωπος
με δεμένα χέρια και πόδια πάνω στο μάρμαρο.
Και ρίχνω τα μάτια μου στο παράθυρο και σε βλέπω να χάνεσαι
μέσα στα τρομαγμένα φυλλώματα της ακακίας.
Αυτή τη στιγμή περνά ένας που πουλάει λεμόνια και περιστέρια
και διπλώνω το σώμα μου στο κάγκελο του μπαλκονιού
για να τον δω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου