Ένα πρωινό χαρμόσυνο μας πήρε μια μανία
και τρέχαμε και φτάσαμε στο μόλο.
Καθίσαμε δίπλα στο νερό, απάνω στο ζεστό τσιμέντο.
Έγινε το πρόσωπό της μια χοάνη φωτιάς και με ρουφούσε.
Της έλεγα:
«Σ' αγαπώ γιατί ιππεύεις τα όνειρά μου.
Γιατί κατοικείς τον αιμάτινο κοχλία που φυσώ.
Κατεβαίνει το σώμα σου στις στοές τού έρωτα
όπως κατεβαίνουν τα φέρετρα στη γη».
Γνωρίζει και σκίζει το πέπλο τής ομορφιάς
και δίνει μια μέσα στα νερά, σαν να μην είχανε σημασία τα λόγια μου
και χουφτώνει ένα ψαράκι μικρό σαν βδέλλα και γελά.
Τότε κατάλαβα πως εγώ δημιουργώ την ομορφιά τού κορμιού σου
και σηκώθηκα σφαγμένος και πήγα σπίτι μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου