άνοιξε δρομάκι στης νύχτας το αδιέξοδο
φορούσε το λευκοκίτρινο
των φώτων της πόλης
κι είχε στον καρπό
τη διάφανη έρημο
των εφηβικών της χρόνων
η γυναίκα ήταν η απάντηση στην ερώτηση που δεν είχε τους ώμους να σηκώσει
η γυναίκα με τη σκοτεινή ματιά
τη γυάλινη περπατησιά
και τ’ άρωμα που ανοίγει
ατραπούς στον αυχένα των αισθήσεων
γλίστρησε απαλά και χάθηκε
σ’ ένα σύννεφο ρίγους
λίγα μέτρα από τη φωτεινή τζαμαρία του εφικτού
μερικά βήματα από το σιωπηλό φανοστάτη της έξαψης
η γυναίκα είναι κι η ερώτηση στην απάντηση που πήρε τα μεσάνυχτα
με τη μασχάλη γεμάτη αστέρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου