Λυκούργου και Σωκράτους
Αναξαγόρα, Ικτίνου, πιο πέρα η Σοφοκλέους, δεν τελειώνουν
λεροί, πλην πολυσύχναστοι
κι οι τοίχοι μαυρισμένοι αν τους κοιτάξεις
οι τοίχοι μαυρισμένοι από καπνούς
αδιάκοπων αυτοκινήτων, τ’ άλλα
πέφτουνε κάπως μακριά, δε φαίνονται από δω
ποιος Ελαιώνας και ποια θάλασσα, μα ωστόσο
νιώθεις αχνά την παρουσία τους κι ο ήλιος
περνάει, κανείς μας δεν τον βλέπει, στάζουν
τα κλιματιστικά στα μισοπεζοδρόμια, όλοι
καιγόμαστε μεγάλα καλοκαίρια, οι κάργες
έχουνε μεταμορφωθεί σε περιστέρια
πλήθουσα η αγορά, πλούσιες όλες οι μερίδες, πάνοπλοι
οι αστυνόμοι, πρεζόνια, τσιγαρούδες, μετανάστες
πάγκοι, περίπτερα μ’ εφημερίδες, βιαστικοί αναγνώστες
αγνώστου επαγγέλματος, κι όσο για κείνα τα κρεμμύδια
πάει καιρός που απάλυναν, σχεδόν δεν καίνε
φρουρές και μπάντες ξεχασμένα, οι τράπεζες πυκνώνουν
δεν έχει εδώ μπαλκόνια και ζουμπούλια, μόνο απλώνεται
ένα μεγάλο δάσος διασπασμένο, είναι φυτά εσωτερικού
χώρου και χρόνου, όλο θεριεύουν
πες μου εσύ που ξέρεις απ’ αυτά, τώρα τι κάνουμε
μ’ αυτήν εδώ την Πρέβεζα στο κέντρο της Αθήνας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου