Είμαι αυτό το περίεργο ον λοιπόν.
Με το ένα εκατομμύριο σκέψεις.
Τα απόλυτα μαλλιά.
Τα καλλυμένα και σε μένα μάτια.
Είμαι ένα ον από λέξεις.
Στις ώρες ισορροπίας ενός κενού.
Από συνθέσεις ακατάληπτες στο νου μου.
ΙΙ
Και σκύβω από το παράθυρο του ερείπιου.
Διαβάζω αργά την άμμο.
Τους βράχους στον ουρανό.
Ενώ στο νερό γράφω αχινούς.
Και την ελάχιστη πνοή μιας μέδουσας.
Στην ετοιμότητα του ανέμου.
ΙΙΙ
Στο σπίτι είμαστε όλοι νεκροί.
Στις θέσεις μας δεν είναι κανείς.
Ίσκιοι κοιτούν μόνο ο ένας τον άλλο
Είμαι ένας ίσκιος κι εγώ.
Στον τοίχο.
Σ' αυτό το ποίημα
Τα κεριά στα κηροπήγια είναι νεκρά.
Ενώ λύκοι συνωμοτούν.
Στους ήχους του δάσους.
VI
Διακόπτεται η οπτική μου ζωή.
Από αισθήσεις τυφλές.
Αόρατες ώρες.
Σαν ποιήτρια της αστικής τάξης είμαι νεκρή.
Ζω στις διαθέσεις μιας αργής παύσης.
VII
Πλένω τα ποτήρια
Τοποθετώ τα πιάτα από το τίποτα στο ποίημα.
Ακόμα μια διευθέτηση.
Από το ένα κενό στο άλλο.
Το αδιόρατο είναι ένα διπλό όνειρο.
Έχει τελειώσει κι είναι στην αρχή.
Αυτή η στιγμή
Και η άλλη.
Παύει ο χρόνος.
Και αρχίζει ξανά.
Εγώ λοιπόν είμαι το περίεργο ον;
Όταν υπάρχει ο θάνατος.
Μια ώχρα γη.
Ψυχρή βροχή στα παράθυρα.
Κλειστός ο τάφος.
Κι ανοιχτός.
Αυτός.
Και άλλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου