πάλευες τα στρυφνά σημάδια
να ξεδιαλύνεις
– σκοτεινές γραφές μπλεγμένες στην ουρά του χρόνου
παίζοντας με τον ύπνο μας τις νύχτες
και με το λιγοστό μας γέλιο
τα δειλινά που οι αδρές γραμμές των λόφων
μερεύουν σαν τις έγνοιες και τις θύμησες
τις ώρες που η ζωή βρίσκει το πρώτο πείσμα της.
δυο λέξεις γύρευες να συνταιριάξεις
όμως εδώ
οι στίχοι φτάνουν με τον ήλιο
γι’ αυτό και φέρνουνε μαζί τους
όλο το φως του κι όλο μας τον πόνο
γι’ αυτούς που δεν μπορούνε να τον αντικρίσουν
όμως εδώ
χιλιάδες χρόνια η κάθε λέξη
παλεύει με τα νοήματά της
παλεύει με τον ήχο της, παλεύει
με τα γράμματά της τα ίδια·
δυο ολόκληρες λέξεις
καθώς
η μέρα σου ’φτανε ως τον ώμο
καθώς
τα σκοτεινά σημάδια πλήθαιναν
καθώς
ο χρόνος πήρε ν’ αφηνιάζει
χτυπώντας την ουρά του δυνατά
και τρέχοντας –τρελά– στο σκονισμένο κάμπο
σαν άγριος Μινώταυρος που ξέφυγε
απ’ το σοφό λαβύρινθο
–τάχα ποιοι ν’ άνοιξαν τις πόρτες–
δείχνοντας καθαρά πως η ώρα πλησιάζει
που οι λέξεις θ’ απομείνουν ορφανές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου