και πάντα υπήρχε χώρος για το πιο έντονο.
Έστεψα τον εαυτό μου με απόλυτη ματαιοδοξία
τον αναγόρευσα σε μεγάλο «Δεν»
καταδικασμένο σε ισόβια κάθαρση – να γράφει.
Ευλόγησα πολύ τα γένια μου – κλαίγοντας
Βιάστηκα κιόλας να γράψω τα ποιήματα μου
όσο είχε ακόμη φώς.
Φοβήθηκα – Φώναξα!
Η κραυγή μου δεν έφτασε πέρα από το υπόγειο μου.
Στενό το παράθυρο για να δω το πλατύ τίποτα
δεν το ανοίγω για να μην μπει μέσα η αλήθεια.
Δεν ήξερα ούτε που να κοιτάξω – γι’αυτό κοίταζα πάντα ψηλά.
Εγώ ούτε πίνω ούτε καπνίζω.
(Τι σόϊ ποιητής είναι αυτός;)
Το βράδυ πάντα με σκοτώνω.
Ξεκινώ απ΄το εστεμμένο μου κεφάλι
το βάζω απέναντι μου δεσπότη
και συνεχίζω με το υπόλοιπο σώμα
μικρά-μικρά κομμάτια στοίχων
και πιο ψιλοκομμένα – λέξεις μου
χαρτοπόλεμος στην πλατιά θάλασσα
του αν
του ίσως
του μπορεί
σε διάφορες αποχρώσεις της λύπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου