να γεμίσουν οι παλάμες χαρακιές
από ένα ξάφνιασμα
που έφερε ξοπίσω του σκυλόψαρα
Σε θάλασσες
όπου κολύμπησα παιδί
αλλά αναπάντεχα
ρυτίδιασαν τα χρόνια μου
και βγήκα στην ακτή υπερήλικας
να σηκωθεί ξανά
με ματωμένους αγκώνες
με σκισμένα γόνατα
να κουτσαίνουν τα άστρα
ράμματα παντού από μπλε
πρησμένα σύννεφα
σε δρόμο γλιστερό
που μου πήρε τα πόδια
που μου άφησε μόνο χνάρια
από πατημασιές χωλών ερώτων
λαμαρίνες χωμένες στη σάρκα
κι έναν αερόσακο
που άνοιξε τα πέταλα
λευκό λουλούδι
ύστερα απ' τη συντριβή
χτυπώντας ταμπούρλα μέσα στο δάσος
σπαράζοντας ωμούς ανθρώπους
κυνηγώντας ζέβρες
το άσπρο και το μαύρο της γραφής
στο κατοστάρι μου ο φόβος
να χτυπήσουν οι σειρήνες απαλά
μέσα στο πανδαιμόνιο
στη νωχέλεια της χελώνας
ως την τελευταία γωνιά
και οι σκόνες ταράχτηκαν σφόδρα
κι οι αράχνες απόρησαν σιωπηλά
παραδώσου φάντασμα
ύψωσε το σεντόνι σου
για σημαία ανακωχής
όλα χάθηκαν μη βρυχάσαι
ό,τι φάνταζε τρομερό
υποτάχτηκε στο χαμόγελο
μην περιμένεις κρυψώνες
σ' αυτό το στήθος
Έσπειρα το λευκό σου,
φάντασμα, στο δέρμα μου
και μοιάζω πιο πολύ από σένα
φρίκη
δεν μπορείς να μου μοιάσεις
είμαι πιο πιστό αντίγραφο
της ομίχλης
πιο αγνός αντίλαλος κεραυνού
πιο φτυστή γεωγραφία θανάτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου