Ανεμόμυλοι
έφτιαξε έναν
κήπο
από πρωινά που νήστεψαν το φως
από μέρες που στερήθηκαν την απλωσιά του χρόνου
από αιώνες που βούλιαξαν στην ακινησία της σιωπής
μπήκε στη
λεκιασμένη πλευρά του δειλινού
με μια αρμαθιά ευθύνες
κι ένα πακέτο δισταγμούς
έβλεπε από
το βάθος του ορίζοντα να έρχονται
σκουρόχρωμες απαιτήσεις
φονικές συντομογραφίες
κι έσκαγαν στην αυλή του
με το θράσος της ξαφνικής καταιγίδας
σήκωσε το
γιακά της αυτοσυντήρησης
κουμπώθηκε ως το λαιμό
και πέταξε τα χέρια του βαθιά στις τσέπες
μιας ευρύχωρης υπομονής
η νύχτα
άρχισε σιγά – σιγά να στερεώνεται
στα σημεία του ορίζοντα
φάνηκαν κι οι πρώτοι δισταγμοί
σφηνωμένοι στο πηχτό της ασάφειας
έγειρε στο
κάσωμα του επόμενου πρωινού
που μύριζε λαδομπογιά επανάληψης
και πολυκαιρισμένο δισταγμό
τι πόνος κι
αυτός να λαχταράς να ξημερώσει
αυτό που με όλη σου τη δύναμη ποθούσες να φύγει
**
Λέξεις
άνοιξε την
πόρτα μιας σκέψης
την πέρασε μέσα
κι έκλεισε με πάταγο πίσω του τη φράση
ο θόρυβος τρόμαξε ένα σμάρι λέξεις
που ήταν σκαλωμένο στα καλώδια της ματαιότητας
και πέταξε στον ουρανό της έγνοιας
κάθισε λίγο
μέσα στη σιωπή
και παρατηρούσε από τα ξέφτια τ’ ουρανού
να τρέχουν αιχμηρές ενστάσεις
τύλιξε γύρω
του μια παράγραφο
και την κούμπωσε
ως πάνω στο λαιμό
της κεντρικής ιδέας
είναι
επικίνδυνο να παίζεις με λέξεις
είναι το ίδιο κοφτερές με τα ξυράφια
της απρόσμενης ήττας
**
Ου/τοπία
η μέρα
κατρακυλούσε
ανάμεσα στις όχθες του απομεσήμερου
τα όνειρα τρίβονταν
στα στενά περάσματα της νοσταλγίας
και της απαγόρευσης
άνοιξε τα
χέρια
πέρα από τη θλίψη
και τα δάχτυλα του ακούμπησαν
τα αδέξια βλέμματα των αχθοφόρων
που έσερναν το άδειο κουφάρι της εποχής
κοιμήθηκε
ύστερα από μερικούς αιώνες
με το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς
και το λαιμό ακουμπισμένο
στην κοφτερή λεπίδα
του χαμένου παραδείσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου