ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ ΕΙΝΑΙ ΖΟΡΙΚΟ
Η κόρη μου βγαίνει τα βράδια.
Πηγαίνει με πολλούς και τη ξευτιλίζουν.
Επιστρέφει αξιοπρεπής μετά.
Κάποιοι νάνοι είπαν: «Καλά που χάσατε»
«Καλά που σας έσφαξαν, καλά που πεινάσατε»
«Καλά που γίνατε πράγμα, καλά που τρελαθήκατε»
«Καλά που τα σπίτια σας έχουν χώμα για πάτωμα»
«Καλά που τα μωρά σας παίζουν με νεκρές κούκλες»
«Καλά που τα έντερά σας έσπασαν απ’ το στρίψιμο»
«Καλά που ψόφησαν οι γάτες που σας γδάραν»
«Καλά που νίκησαν οι σάπιοι τους ανεπαρκείς».
Η κόρη μου δεν τα κάνει αυτά.
Ακόμη και για τον τελευταίο που την πήρε στο δρόμο μαζί με δυο κολλητούς του
μου είπε: «Είναι όμως παίδαρος»
ΤΑ ΑΚΡΑ
στην Φωτεινή Μαρκάκη
- Μη φοβάστε την πραγματικότητα
όχι, γιατί είναι αναπόφευκτη
όχι, γιατί είναι πανταχού παρούσα.
- Μη φοβάστε τα αληθινά
μυρίζουν, κολλάνε, τρώγονται, μεταδίδονται
γίνονται εμμονές, οργίζουν και οργίζονται.
- Μη φοβάστε το τραχύ
όχι, γιατί είναι η αρχή
όχι, γιατί υπάρχει και ο καθρέπτης σας.
Απλά, είναι όμορφες λέξεις -ακούστε τις.
Πραγματικότητα, Αληθινό, Τραχύ.
Κάνουν τους γέρους πιο αξιοπρεπείς στο τέλος
τους μεσήλικες να παλεύουν ακόμη
τους νέους να συναντούν χωρίς φλυαρία την ηδονή.
Με τη σειρά της αλήθειας, πραγματικά τραχιάς:
Ηδονή, Ακόμη, Τέλος.
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΓΥΝΑΙΚΑ
της Τόνιας
Με κούρασαν οι δρόμοι χωρίς φώτα
τα δάκρυα που ντρέπονται και μένουν
και ματώνουν τα μάτια.
Θυμάμαι όταν τους συνάντησα καιρό πριν
-η απουσία τους μου ξεφλουδίζει το δέρμα-
λέγαμε λέξεις αλλονών
-κάτι σαν παιδιά της ασφάλτου-
χωρίζαμε τους εφιάλτες μας
δοκιμάζαμε προβλέψεις.
Τα βιβλία...
Τι να σου κάνουν τα βιβλία
όταν τρώμε χώρια
κι ονειρευόμαστε μαζί;
Πού και πού τα φώτα χρειάζονται.
Για παράδειγμα
χτες μια πεταλούδα, αυτόν τον κατακρεούργησε
-έτσι λένε-
κανείς δεν είδε ακριβώς.
Κανείς γιατρός δεν βρήκε τα σωστά λόγια
κανείς δεν συνέλαβε την πεταλούδα
«Ζουν τόσο λίγο…»
ΓΙΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Τελευταία φορά μπροστά στο φιλιστρίνι.
Μετά, η ομολογία.
Ο χρόνος πυκνώνει, ακουμπάει στην αρχή το σώμα,
μετά, βυθίζεται μέσα του,
του δίνει μνήμη.
Δεν υπάρχει σκιά, ο ήλιος γυμνός και μόνος,
κύτταρα που προσπαθούν να υπάρξουν πάλι,
στόματα με θυμό, χωρίς συγκεκριμένο θέμα στα λόγια.
Ανατριχίλα!
Μπορεί και αναγούλα - ανάλογα τα κέφια του μάγειρα.
Ο χρόνος σαν κι εμάς είναι ναυλωμένος.
Δεν φαίνεται κάπου στεριά.
Ο χρόνος κι αυτός είναι σκλάβος εδώ.
Τα μάτια θυμούνται
τα βήματα θυμούνται
το πλήρωμα έχει ξεχάσει
δεν πρέπει να θυμάται.
Το βαπόρι περπατάει στο νερό
με τα πόδια του να πλατσουρίζουν
σαν μικρού παιδιού στις διακοπές.
Μικρή ζωή!
Πιο πολύ ζωή
έχουν τ’ απόβλητα του βαποριού.
Θυμίζουν ανθρώπους πάνω...
ΑΙΩΝΑΣ
Ακέφαλα κορίτσια
Εσύ χωρίς φίλους
Λάθος απαντήσεις
Κύκλοι παντού.
Τηρουμένων των αναλογιών,
ονομάστε το:
Πρώτη
Μοναδική
Παρουσία.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
«Τι δουλειά κάνεις;»
«Πουλάω... παίρνω τα ΚΤΕΛ και μια βαλίτσα.
Πάντα υπάρχει κάποιο ανοιχτό ξενοδοχείο.
Μένω, μετά μαζεύω παραγγελίες,
φεύγω».
Σ’ ένα καταπράσινο δάσος υπήρχε μια όμορφη αλεπού,
πολύ μικρή για μεζές
πολύ - πολύ μικρή για να μη χορταίνει εύκολα.
Όταν ξέμενε,
επιτάχυνε το βήμα, έφτανε στις παρυφές της πόλης,
όρμαγε στα σκουπίδια,
επέστρεφε.
«Όλοι θέλουν
ένα τηλέφωνο, μια διεύθυνση υποψήφιων νεκρών.
Άλλοι για όργανα,
άλλοι για καμιά γρήγορη αρπαχτή στη διαθήκη,
άλλοι - οι πιο πολλοί-
να ξελαμπικάρουν:
Μια ζητούμενη ευθανασία
ένας φόνος χωρίς άλλοθι, κόστος, φλυαρίες».
Η αλεπού δεν είναι πονηρό ζώο-
θα την έλεγες
ευπροσάρμοστη
ολιγαρκή
κυρίως χωρίς φαντασία
και όνειρα.
Γι’ αυτό και η ουρά της είναι φουντωτή, εντυπωσιακή,
περισσότερο από ολόκληρο το ζώο.
Σαν να λέει:
«Από μένα θυμηθείτε
μόνο τη φυγή μου».
ΠΕΤΑΞΕ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΡΩΜΙΚΟ ΔΡΟΜΟ
στην Πελαγία Μπότση
Οργισμένες εφημερίδες στο πάτωμα.
Ποιό πάτωμα; είναι δρόμος.
«Ω, μη θεωρείτε την εξαθλίωση καθαυτή,
υπάρχει κυρίως η διάσπαση της κοινωνικής συνοχής».
Δεν ψέκασαν για αρουραίους, αλλά δεν δάγκωσαν ακόμη.
Παραίσθηση είναι να κρυώνεις στον καύσωνα
να ιδρώνεις το καταχείμωνο
ίσως και να ’ναι βλάβη του εσωτερικού θερμόμετρου
- όλα τα μηχανήματα είναι ψεύτικα, πια.
Κάποιος διηγείται ιπποτικές ιστορίες,
βάζει στην πλοκή «τη δύναμη του καλού».
Προφυλακτικά πεταμένα,
τα πιο πολλά άδεια.
Είναι που ο έρωτας στις μέρες μας λέγεται πείνα.
Κάποιους τους βρίσκει ξανά η πλειοψηφία, στο θάνατό τους:
Πεθαίνουν από ανακοπή.
Πετάς πάνω απ’ τους βρώμικους δρόμους,
έχεις βάλει την οργή σου να γλυκάνει τη χαρμάνα στα πρεζάκια,
ακούς την πιο βαριά ροκιά σου:
Casta Diva… μάλλον το ’58,
κατεβαίνεις,
φτάνει η επίλεκτη καταστολή:
Νομίζω λέγεται ηλιθιότητα και δεν έχει χείλη.
Τελικά δάγκωσε κάποιους ο αρουραίος.
Έχεις την βεβαιότητα πως πήγε να τους φιλήσει.
«Πόσοι μένουν σ’ αυτό το σπίτι; Είμαστε από τη στατιστική αρχή».
«Πριν ένα λεπτό 21.865, ξέρετε αλλάζει συχνά το νούμερο».
Των ακατέργαστων διαμαντιών η μητέρα,
το πάει για ύπνο.
Ασβεστωμένη γειτονιά για τον Τρανταχτό.
Στην υγειά και στη μνήμη των αγριμιών που καλπάζουνε,
σε κήπους περιφραγμένους!
Τα παιδιά, οι έφηβοι, εκεί…
Σοβαροί όλοι, λίγο σφιγμένοι.
Ένας ξεμάκρυνε για ν’ αυνανιστεί στα χόρτα:
Η σπονδή του.
Από το ξενοδοχείο το τρανταχτό καμάρι
μίλησε στη μάνα του, παραπονέθηκε:
« Με βάζουν να τρώω όλο μου το πρωινό.
Χάνω τη μέρα, έτσι».
Μετά, η μητέρα των ακατέργαστων διαμαντιών
έκατσε στη θέση της μάνας του.
Όταν πάει ταξίδι αγαπημένος,
πονάει το φευγιό…
Δεν προσκυνήθηκε ποτέ από κάποιον.
Τον βλέπαν έτσι, «Τρανταχτέ» λέγαν.
Οι κοπέλες της γειτονιάς στη σειρά
βαμμένες σαν πουτάνες όλες και σιωπηλές.
Τόσος σεβασμός:
«Έτσι, δεν θα τον ερεθίζαμε ποτέ».
Μετά κατέβηκε ένα κόκκινο μπαλόνι και των ακατέργαστων διαμαντιών η μητέρα
το κατάπιε.
Μετά απογειώθηκε. Μέσα της, πολύς αέρας βλέπεις.
Πετάει τώρα από πάνω μας.
Πάνω απ’ τη πλατεία μας. Όχι την εκκλησία.
Κρατάει κάτι.
Είναι και πολύ ψηλά για να δεις.
Ο καπετάνιος που ’ρθε καθυστερημένος, το βλέπει:
«Είναι λίγο δενδρολίβανο, ένα παντελόνι, ένα γιλεκάκι».
Μετά, ένας φαλακρός, μόνος μέσα στο σπίτι του
θα ρίξει μια στροφή ζεϊμπέκικο:
«του Μικρού»
σώματα, σε μια «μη αναστρέψιμη» διαδικασία.
Η πορεία δεν είναι ποτέ η ίδια.
Τα σώματα το νιώθουν: εκρήγνυνται.
Ο πόνος: προσμονή με τη μορφή ιδρώτα.
Αγνοούν κάποιοι το σώμα.
Δεν ακούν, δε μυρίζουν, δε γεύονται.
Το τρένο με πάει βόρεια,
στην αυταπάτη.
«Μη αναστρέψιμη» κι αυτή.
Κατέβηκαν και πήραν τα εργαλεία απ’ την καρότσα.
Το δέντρο πνιγμένο στο απέραντο μπετόν
τα πλακάκια ιδρωμένα.
Κατέβασαν τσεκούρι,
μιαν αξίνα, φτυάρι, το ψαλίδι του κουρέματος.
Πρώτα βέβαια του πήραν αίμα
-Επιβεβαίωση-
«Πονάω» φώναζε το αφτί
το χέρι ψιλοχάιδευε το πεζοδρόμιο χωρίς τα δάχτυλα
«Καθήκια» είπε το δόντι
«Όχι μπροστά της» αυτό, από το δεξί του μάτι.
Τα γένια προσπαθούσαν να παρηγορήσουν τη γριά
αλλά εκείνη δεν έβλεπε
τίποτε.
Ούτε μάλλον ήταν εκεί.
Είχε πάει ντάλα μεσημέρι,
κατ’ ευθείαν στο μνήμα του.
1 σχόλιο:
Αγαπητέ κ. Γκόγκα, ευχαριστώ για την πίστη στην προσπάθειά μου και τη συμπαράστασή σας.. Ήταν εξ αρχής συγκινητική.
Περισσότερο ευχαριστώ για τη συνολική σας προσπάθεια με σεμνότητα, ήθος και ιδιαίτερο κόπο, να φέρετε την ποίηση κοντά στους νέους ειδικά ανθρώπους, που την ξέρουν μόνο ''κακοποιημένη''
Δημοσίευση σχολίου